Για την παράσταση «Ο συνεργός» του Γιώργου Χριστοδούλου στο Επί Κολωνώ.
Το έγκληµα και η κοινωνική παθογένεια είναι δύο αναλογικά φαινόµενα. Αυξάνονται από κοινού, εκπίπτουν µαζί. Η ίδια η εγκληµατικότητα άλλωστε είναι αποτέλεσµα κοινωνικής δυσπραγίας και απότοκη της διαδικασίας πρόσληψης, αντίληψης, αποδοχής ή δυσανεξίας της από την ανθρώπινη συνείδηση και τα ηθικά όριά της.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου γράφει και σκηνοθετεί τον «Συνεργό», θέτοντας επί τάπητος ερωτήµατα για την εξίσου εγκληµατική κοινωνική σιωπή και ανοχή και τις συναισθηµατικές, ψυχολογικές διεργασίες µε τις οποίες αυτή συντελείται. Ερωτήµατα που βεβαίως η δραµατουργική διαδικασία δεν είναι σε θέση να απαντήσει, αφού ακόµη και η επιστηµονική έρευνα τελεί υπό συνεχή µελέτη και ανασκευή. Στην παράσταση του Γιώργου Χριστοδούλου ο συνήθης τοπικός προσδιορισµός της ελληνικής επαρχίας αποτελεί µόνο την αφορµή και πρωταγωνιστής δεν είναι ούτε το θύµα ούτε ο θύτης. Πρωταγωνιστές είναι ο κοινωνικός και οικογενειακός περίγυρος, η σιωπή, η ανοχή και οι ενοχές του. Με αφορµή το αληθινό γεγονός της δολοφονίας µιας κοπέλας στη Βέροια από τον σύντροφό της και τη συνενοχική συγκάλυψη και υπόθαλψη του εγκληµατία από τον ξάδερφο του δράστη και τη γυναίκα του, ο Γιώργος Χριστοδούλου φέρνει στη σκηνή το ερώτηµα της συνυπευθυνότητας. Μες στο κατάλευκο λοξό (σχόλιο για την παθογενή λοξοδρόµηση της κοινωνίας) σκηνικό του Αλέξανδρου Γαρνάβου και της Τζίνας Ηλιοπούλου, ένα άµεµπτο σπιτικό όπου η σιωπή δηµιουργεί ρωγµή και ξεχύνεται ο «χθόνιος» ρύπος βροµίζοντάς το, το θέµα αναδύεται χωρίς υπερβολικές δραµατικές εξάρσεις, µε ψύχραιµη, σχεδόν επιστηµονική µατιά, δίχως συναισθηµατικούς εκβιασµούς, χωρίς να υποβιβάζεται η παράσταση σε λαϊκό µελό, σε µια σκηνική συνάντηση ρεαλισµού και ντοκουµέντου. Με αυξοµειούµενες εντάσεις, η παράσταση επιχειρεί ένα συνειδησιακό απεικονιστικό γράφηµα, αφήνοντας στην άκρη ηθικολογία και διδακτισµό. Η τηλεόραση µε στιγµιότυπα από παρελθόν και µέλλον των προσώπων και του περίγυρου, αν και λειτουργεί ανακουφιστικά (όπως συµβαίνει και µε το τραγούδι της Αθηνάς Σακαλή), διασπά σε σηµεία τη ροή και την ατµόσφαιρα, ενώ η τελική ηθική συγχώρεση µετά την έλευση της νέµεσης φαντάζει µάλλον αβασάνιστη, προφανώς σε µια κατάφαση ζωής.
∆υνατές ερµηνείες από τους ηθοποιούς, µε τον Γιώργο Τριανταφυλλίδη και τον Χρήστο Κοντογεώργη να ξεχωρίζουν: ο πρώτος ερµηνεύοντας τα ξεχωριστά επίπεδα της πραγµατικότητας και ο δεύτερος δραµατοποιώντας µε µελέτη τα ηθικά διλήµµατα του συνεργού ανάµεσα στο οικογενειακό και καθαρά συναισθηµατικό και το κοινωνικό καθήκον. Η Φανή Παναγιωτίδου στέκεται µε δωρικότητα στον ρόλο της µητέρας, ο οποίος ενέχει παγίδες απλούστευσης και λαϊκισµού, πιάνοντας ακριβώς τον σφυγµό της παράστασης, ενώ αντίθετα η Μαρία Προϊστάκη επενδύει περισσότερο στον συναισθηµατισµό. Η µουσική επιµέλεια του Γιάννη Λατουσάκη φέρει τη γνήσια λαϊκή σφραγίδα, ενώ τα φώτα της Ναυσικάς Χριστοδουλάκου κηλιδώνουν το επίπλαστο λευκό µε στοιχεία θρίλερ και χρονικού.