Θεατρικά & κριτικά: Είναι ξεπερασμένος ο Καμπανέλλης;

Με αφορμή δύο άπαιχτα έργα του που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Αναλογίου.

εν είναι λίγοι όσοι από τον θεατρικό χώρο διατείνονται ότι ο Ιάκωβος Καµπανέλλης είναι πια ξεπερασµένος, πως δεν µπορεί να ακουµπήσει τα προτάγµατα της σύγχρονης κοινωνίας, µιας και µε τη µετεξέλιξή της σε κοινωνία αφθονίας εκλείπουν όλα όσα απετέλεσαν πηγή έµπνευσής του. Είναι όµως έτσι; Και για την κοινωνία και για τον Καµπανέλλη;

Γιατί πηγή έµπνευσης του Ιάκωβου Καµπανέλλη υπήρξαν αποκλειστικά τα λαϊκά προβλήµατα και η συλλογική αντιµετώπισή τους – ο ίδιος ανακαλύπτει την πνευµατικότητά του σαν αναγκαίο καταφύγιο και όπλο αντίστασης στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί. Γιατί ο Καµπανέλλης βαφτίστηκε «πατριάρχης» του ελληνικού θεάτρου όχι µόνο επειδή πάνω του ακούµπησε η περίφηµη γενιά Νεοελλήνων θεατρικών συγγραφέων (Κεχαΐδης, Ποντίκας, Σκούρτης, Μουρσελάς, Αναγνωστάκη κ.ά.), αλλά προπαντός για τη σηµαντική τοµή σε ύφος, πνεύµα και δοµή που εισήγαγε στην ελληνική δραµατουργία, η οποία ως επί το πλείστον περιοριζόταν σε εύπεπτες, διασκεδαστικές φάρσες και ηθογραφίες όπως και επικά δράµατα. Ο Καµπανέλλης δεν γράφει για έναν, γράφει για όλους και προσπερνά ακόµη και τον εαυτό του µετουσιώνοντας τις εµπειρίες του και τη λαϊκή του καταγωγή σε υπόθεση των πολλών. Οι ήρωές του δεν δρουν ανεξάρτητα, είναι µέρος της κοινωνικής ολότητας. Η νέα ηθογραφία που εισάγει ο Καµπανέλλης δεν περιορίζεται στη γραφική σκηνική απεικόνιση, αλλά εµβαθύνει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ηθών τα οποία διαµορφώνονται από την ίδια την κοινωνία. Με ευαισθησία και λεπτή ειρωνεία προβάλλει τη λογική ως µονόδροµο κατανόησης και αντιµετώπισης της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ η (ατοµική και συλλογική) µνήµη αποτελεί καθοριστικό στοιχείο του έργου του.

Το Φεστιβάλ Αναλόγιο έφερε στη σκηνή δύο άγνωστα και άπαιχτα έργα του που ήρθαν να µας θυµίσουν ακριβώς αυτήν τη διαχρονικότητα και τη συνεχή επιδραστικότητα του έργου του, όπως και να µας κάνουν να κατανοήσουµε γιατί τελικά προβάλλεται ως «ξεπερασµένος» και κατά συνέπεια άτυπα «απαγορευµένος». Στο σπιρτόζικο «Γραφείο λογοκρισίας» (µε ακρίβεια η σκηνοθεσία της Ασπας Τοµπούλη), έργο αχρονολόγητο, όπου οι τέσσερις δραµατικοί ποιητές της αρχαιοελληνικής αίγλης συλλαµβάνονται και εξωθούνται στη δηµιουργία ενός ύµνου στο στρατιωτικό καθεστώς, και στην «Αυτοκτονία» (σε µια πρόσχαρη σκηνοθεσία της Κατερίνας Πολυχρονοπούλου), µια σπαρταριστή κωµωδία όπου ένας υποψήφιος αυτόχειρας µπλέκει στα γρανάζια του ταξικού πλουτοκρατικού συστήµατος, αναδεικνύονται και καταγγέλλονται η πατριδοκαπηλία, η υποκριτική πατριδολατρία, οι απάνθρωποι οικονοµικοί όροι του καπιταλισµού αλλά και το αφήγηµα που συνεχίζεται αδιάλειπτα εδώ κι έναν αιώνα στην αστική δηµοκρατία µας περί «ισότητας» απέναντι στον νόµο, φέρνοντας στο φως τις προπαγανδιστικές διαδικασίες οι οποίες δηµιουργούν τις λαϊκές αυταπάτες περί εθνικής ενότητας.

Είναι ξεπερασµένος λοιπόν ο Καµπανέλλης; Είναι τόσο ξεπερασµένος όσο ξεπερασµένες και γραφικές είναι οι λέξεις ελευθερία, ισονοµία, αξιοπρέπεια και το όραµα για µια κοινωνία χωρίς εκµετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.