Θεατρικά και κριτικά: To «Κόκκαλο» των Ιόλης Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη

Γεράσιμος Γεννατάς (© Κική Παπαδοπούλου)

Με αφορμή την παράσταση «Κόκκαλο» των Ιόλης Ανδρεάδη και Άρη Ασπρούλη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης

Το υπερρεαλιστικό θέατρο που εγκαινιάζεται µε τον Αντονέν Αρτό χρωστάει πολλά σε αυτό τον σπουδαίο θεατράνθρωπο, ο οποίος συστήνοντας το Θέατρο της Σκληρότητας οδήγησε όχι µόνο τη θεατρική σκέψη αλλά ολόκληρη τη θεατρική οντολογία σε νέους δρόµους και ορίζοντες, στα όρια ψυχής και συνείδησης, διυλίζοντάς τη µέσα από το αισθητικό – νευρικό σύστηµα του ίδιου του ηθοποιού µε στόχο την αφύπνιση του κοινού. Ο Αρτό αρνείται να δεχτεί ένα παθητικό κοινό, διαφωνεί κάθετα µε την αντίληψη ότι το θέατρο οφείλει να αποµακρύνει τον θεατή από την πραγµατικότητα και αντίθετα πιστεύει ότι πρέπει να του την αποκαλύπτει στην πιο σκληρή και αληθινή υπόστασή της. Η σκληρότητα για τον Αρτό, αυτού του αιρετικού «δασκάλου» της Σάρα Κέιν, γίνεται εργαλείο αφύπνισης, δεν είναι απλώς πράξη βίας αλλά όπλο σύγκρουσης, µέσα από την οποία µόνο επέρχονται η πρόοδος και η εξέλιξη της Iστορίας και της κοινωνίας και εποµένως και του ίδιου του ατόµου.

Η θεατρική θεωρία του Αρτό ίσως φαίνεται περίπλοκη στον µέσο Ελληνα θεατή, ιδιαίτερα τον σύγχρονο, καθώς η νέα τάση στη θεατρική πράξη, της επιβεβληµένης πολιτικής ορθότητας ως «συνταγµατικής υποχρέωσης» και όχι ως αποστάγµατος ενσυναίσθησης, έχει κυριεύσει τις ελληνικές σκηνές. Στον µανιφεστικό σκηνικό χώρο της ∆ήµητρας Λιάκουρα, η Ιόλη Ανδρεάδη επικοινωνεί απευθείας µε τον Αρτό (και πώς αλλιώς να προσεγγίσεις µια τέτοια προσωπικότητα αν δεν την κοιτάξεις στα µάτια;), οδηγώντας την παράσταση ιεροτελεστικά µε όρους σαµανικής τελετουργίας µακριά από την αστική αισθητική και αντίληψη. Η παραφροσύνη αποκαλύπτεται ως λανθάνουσα αντίληψη της παραφοράς µέσα από τον ίδιο αποκαλυπτικό λόγο του ήρωα και την trance ατµόσφαιρα. Τα φαλτσαριστά µουσικά µοτίβα του Γιώργου Παλαµιώτη υπαγορεύουν την έκσταση και τον µυστικισµό της, τα φώτα του Σάκη Μπιρµπίλη µεγαλουργούν σε αυτή την κατεύθυνση, τα κοστούµια του Κωνσταντίνου Κασπίρη αποτυπώνουν τα σκοτάδια.

Χρειάζονται θάρρος και θράσος για έναν ηθοποιό να υποδυθεί µια τέτοια προσωπικότητα που κινήθηκε πάντα υπεράνω του µέσου όρου αντίληψης και έκανε τη θεωρία του ζωή και βίωµα. Ο Γεράσιµος Γεννατάς τα έχει και τα δύο. Προσέγγισε τον ρόλο µε δέος, αλλά κράτησε αναπνοή και βούτηξε στα βαθιά νερά του µέσα από την ίδια την ιδιοσυγκρασία του θεατράνθρωπου και φτάνοντας στο κεντρικό κύτταρό του. Βιώνει επί σκηνής την ίδια έκσταση, τη σωµατοποιεί µε την ίδια φρενήρη καταληψία, µε παραµορφώσεις σώµατος και φωνής και µε ύψιστη θεατρικότητα και ερµηνευτικό γκροτέσκο. Έτσι ο ηθοποιός γίνεται το είδωλο όχι µόνο του Αρτό αλλά ολόκληρης της θεωρίας του, που συνοψίζεται στο πολύ πικρό και επίκαιρο: «Ο άνθρωπος δεν διαµαρτύρεται, ενώ υποφέρει».