Σκέψεις με αφορμή την ερμηνεία του σαιξπηρικού ήρωα στην ομώνυμη παράσταση σε σκηνοθεσία Θανάση Δόβρη.
Στην πολύ λιτή αποτύπωση του σαιξπηρικού δράµατος «Μακµπέθ» από τον Θανάση ∆όβρη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, όπου η σύµπλευση του έµφυτου ερέβους του έργου µε το σκοτάδι της παράστασης και τη νύχτα αποτελούν και το αποκλειστικό σκηνικό τοπίο της, µε τις σύγχρονες σκηνοθετικές παρεµβάσεις να λειτουργούν περισσότερο ως παραβατικά σχόλια και υπό τη σκηνική καθοδήγηση ενός άρτιου υποκριτικού συνόλου µε διάχυτο το πνεύµα της οµαδικότητας και της συλλογικής υποκριτικής απόδοσης διαφορετικών σχολών και τάσεων, δεν µπορεί κάποιος να µη διακρίνει την επιβολή του Θάνου Τοκάκη σε ρόλο και σκηνή.
Κατατάσσω την ερµηνεία του ηθοποιού στις σηµαντικότερες ερµηνείες της θεατρικής χρονιάς· µια εξιδανικευµένη ερµηνεία του σαιξπηρικού ήρωα που ολοφάνερα εµπεριέχει σπουδή και µελέτη, εκτός της εφαρµογής υποκριτικών τεχνικών και ταλάντων. Μια ερµηνεία που καταφέρνει να συγκεράσει εσωτερικότητα και δράση, καθαρό λόγο και έκφραση, ακαδηµαϊσµό και νεύρο, εγκεφαλικότητα και µηχανικότητα. Και τελικά να έχει ξεκλειδώσει την ποιότητα του χαρακτήρα του µέσα από την αποτύπωση της δολοφονηµένης ψυχής του. Γιατί ο Μακµπέθ, µέσα από τα εγκλήµατά του και τον φαύλο κύκλο αίµατος που εξαπολύει, σκοτώνει πρώτα απ’ όλα την ανθρώπινη συνείδησή του. Και αυτό είναι το κοµβικό στοιχείο ανάγνωσης αυτού του σαιξπηρικού ήρωα, αυτός ο γκρεµός στον οποίο εκούσια ρίχνει τον εαυτό του, αυτό το καυτό φως στο οποίο εµµονικά προσκολλάται και καίγεται σαν πεταλούδα της νύχτας προτού αναφωνήσει «Φτάνει πια».
Ο Μακµπέθ του Θάνου Τοκάκη κυκλώνει και συγκεντρώνει όλες τις συνειδησιακές αντιφάσεις του ήρωά του. ∆ικαιώνοντας τις καταβολές του σαιξπηρικού ήρωα από την αρχαία ελληνική τραγωδία (περισσότερο ίσως από κάθε άλλο ήρωα του Αγγλου κλασικού), φέρνει στην επιφάνεια την τραγικότητά του: φιλοδοξία, αχαλίνωτη µαταιοδοξία, αµετροέπεια, τύψεις, απόγνωση, συγκρουόµενα πάθη, θυµός, αµφιβολία, αγωνία, πανικός, απαλλαγή από τον φόβο – όλα τα στάδια της καθοδικής πορείας του ήρωα στον πυθµένα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι σκέψεις γίνονται πράξεις, το σκοτάδι υπερβαίνει τα όρια της ζοφερής κατάστασης και αποκτά ενεργητική υπόσταση αποσυµβολοποιώντας και εκλαϊκεύοντας τον ορισµό του διαβολικού.
Στα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης επισηµαίνω την αρµονική ερµηνευτική σύζευξη του συνόλου των ηθοποιών (Κώστας Κουτσολέλος, Κώστας Ξυκοµηνός, Γρηγόρης Ποιµενίδης, Κωνσταντίνος Πλεµµένος), που αξιοποιούν µε αξιοθαύµαστη οικονοµία τις ανάσες του –αν και θεωρώ ατυχή και άγουρη την επιλογή της πολύ καλής κατά τα άλλα Εύης Σαουλίδου για τον µεστό και αδυσώπητο ρόλο της Λαίδης Μακµπέθ–, την οµοιοµορφία των κοστουµιών του Γιάννη Κατρανίτσα –που δεν βοηθούν, είναι η αλήθεια, στην αναγνωρισιµότητα των ηρώων–, τα όµορφα σκοτάδια που ανέδειξε ο φωτισµός της Εβίνας Βασιλακοπούλου και τη σωµατικότητα της κίνησης της Μπέττυς ∆ραµισιώτη.