Για την παράσταση «Θέλω να σου κρατάω το χέρι» των Τάσου Ιορδανίδη και Θάλειας Ματίκα στο θέατρο Αλφα/Ληναίος – Φωτίου.
Αν ο Χάρολντ Πίντερ χρειάστηκε να επιστρατεύσει το παράλογο για να µιλήσει σχετικά µε τις συζυγικές και εξωσυζυγικές σχέσεις, την ερωτική απιστία ή την ερωτική αναγκαιότητα, τον αρχέγονο αγώνα εξισορρόπησης της σχέσης των φύλων ή την ικανοποίηση ερωτικών φαντασιώσεων και αναζητήσεων, ο Τάσος Ιορδανίδης και η Θάλεια Ματίκα, πατώντας δηµιουργικά ακριβώς πάνω σε αυτή την πιντερική θεµατολογία, επανατοποθέτησαν όλη αυτή την προβληµατική σε µια απροσχηµάτιστη πραγµατικότητα. Σύγχρονη µόνο; Οχι, πάντα διαχρονική.
Οµως σε αυτό που φάνηκαν ευφυώς ευρηµατικοί είναι το γεγονός πως επαναδιατύπωσαν στη σκηνή του Αλφα µε ρεαλιστικούς πλέον όρους την έννοια της ροµαντικής κοµεντί. Χωρισµοί, επανασυνδέσεις, σκέρτσα, πείσµατα, τυχαίες ή επιδιωκόµενες συναντήσεις: τα συστατικά που τη χαρακτηρίζουν και που ανθίζουν σε ένα γλυκερό, ανάλαφρο και απροβληµάτιστο ύφος φυτεύονται εκ νέου στο φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, αφαιρώντας από τους ήρωες τη συνήθη στο είδος αυτιστική περιχαράκωσή τους.
Οι επαναλαµβανόµενες συναντήσεις σε ξενοδοχείο ηµιδιαµονής δύο παράνοµων εραστών που συµφωνούν στη δηµιουργία µιας ξεκάθαρης και σεξουαλικής µόνο σχέσης σε βάρος ή (προς όφελος;) της συζυγικής ζωής τους είναι το όχι και τόσο πρωτότυπο θέµα της παράστασης. Πρωτότυπη όµως και σηµαντική είναι ακριβώς αυτή η εργαλειοποίησή του για την ανάδειξη και τοποθέτηση των σχέσεων των δύο φύλων στα πραγµατικά δεδοµένα και στο πώς αυτές καθορίζονται µες στις πραγµατικές, σκληρές συνθήκες της ζωής. Οι ήρωες ζουν, εργάζονται, έχουν οικογένεια, µεγαλώνουν παιδιά (µε ό,τι σηµαίνει αυτό), αγωνίζονται για την επιβίωση, υφίστανται όλες τις συνέπειες µιας δεδοµένης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, δέχονται συναισθηµατικές πιέσεις από αυτή, παλεύουν. ∆εν ζουν σε ένα παράλληλο εξιδανικευµένο σύµπαν του έρωτά τους, αλλά στο εδώ και το τώρα του σύγχρονου ανθρώπου της καθηµερινότητάς µας. Ο συναισθηµατικός τους κόσµος είναι στενά αλληλένδετος και αλληλοεξαρτώµενος µε τις κοινωνικές συνθήκες. Ακόµη και οι στερεοτυπικές αντιλήψεις για τον άντρα και τη γυναίκα, που αποτελούν βασικό συστατικό της µυθοπλασίας της παράστασης, αποτυπώνουν ακριβώς αυτήν τη σύγχρονη πραγµατικότητα.
Ο Τάσος Ιορδανίδης και η Θάλεια Ματίκα είναι εµφανές ότι έχουν διαποτίσει το έργο και την παράσταση µε βιωµατικά στοιχεία (είναι άλλωστε ζευγάρι και στη ζωή) και έχουν κοινή την ερµηνευτική γραµµή της αλήθειας και της ειλικρίνειας µες στο απόλυτα ρεαλιστικό σκηνικό της Ηλένιας ∆ουλαδήρη. Μούτες και ακκισµοί έχουν εξουδετερωθεί υπό το βάρος της αµεσότητας, η οποία δίνει στην παράσταση φυσικούς ρυθµούς και ανάσες. Ακόµη και οι κορυφώσεις και τα ξεσπάσµατα επέρχονται µέσα από µια φυσιολογική εξέλιξη της σχέσης τους, χωρίς να επιβάλλονται σε δραµατουργικό εξαναγκασµό. Μέσα από µια αναπάντεχη ανατροπή η συµπόρευση προβάλλει και είναι αυτή τελικά ο µόνος τρόπος όχι για την ευτυχία (άγνωστο αν µπορεί κανείς να την κατακτήσει), αλλά για τη διαδροµή και την πορεία προς αυτή.