Θεατρικά και κριτικά – «Φουέντε Οβεχούνα» στο Εθνικό Θέατρο: Το αδιάφορο μιας εξέγερσης

(© Πάτροκλος Σκαφιδάς)

Βλέποντας το «Φουέντε Οβεχούνα» σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.

Το ιστορικό γεγονός της εξέγερσης ενός χωριού ενάντια στον τύραννο φεουδάρχη που ξέσπασε το 1476 µεταφέρεται στο θέατρο από τον Λόπε δε Βέγα (ο επονοµαζόµενος και Σαίξπηρ της Ισπανίας) σχεδόν διακόσια χρόνια µετά. Το έργο είναι επαναστατικό για την εποχή του, τόσο σε ύφος (εισάγοντας ως είδος το λαϊκό θέατρο) όσο και ιδεολογικά, αναδεικνύοντας εν µέσω φεουδαρχίας µια λαϊκή αγροτική εξέγερση. Και παρόλο που στο τέλος η δικαίωσή της έρχεται µέσω του µονάρχη χωρίς να θίγεται η κεντρική εξουσία, δεν µπορεί κανείς να αµφισβητήσει την πρωτοπόρα καταγραφή ενός αγώνα των κατώτερων µαζών για ηθική αποκατάσταση και αξιοπρέπεια και την αξίωσή τους για ανθρώπινο σεβασµό.

Το ερώτηµα που προκύπτει για την παράσταση της Ελένης Ευθυµίου στο Εθνικό Θέατρο είναι αν υπάρχει κάποια αξία να ανεβάσει κανείς ένα τέτοιο έργο όταν σκηνικά και ιδεολογικά περιορίζεται στη γλαφυρή απεικόνιση µιας παρελθούσης αγροτικής ζωής, χωρίς να αναδύεται το διαλεκτικά ιστορικό κοινωνικοπολιτικό αποτύπωµά της. Υπάρχουν εξαιρετικά διαχρονικές άκρες µες στο έργο, αρκούντως εξελίξιµες και παραγωγικές, που θα µπορούσαν να οδηγήσουν στη γείωσή του στο εδώ και το τώρα: η πίστη σε έναν κοινό σκοπό και η ανάγκη της συλλογικής οργανωµένης πάλης για την επίτευξή του µπορούν να υψώσουν την κοινωνία και εποµένως τον άνθρωπο ένα σκαλοπάτι ψηλότερα. Από την παράσταση της Ελένης Ευθυµίου λείπουν η εξέγερση (η οποία αποδόθηκε µε θορυβώδη χορογραφία από τον Τάσο Παπαδόπουλο), η τόλµη, η χειραφέτηση, ενώ κυριαρχεί η ασάφεια προθέσεων, αφού ακόµη και η απόπειρα ταύτισής της µε το #MeToo εξαντλείται ευκαιριακά. Αποµένει µόνο το συναίσθηµα που αναβλύζει στην πολύ όµορφα φωτισµένη από τον Σάκη Μπιρµπίλη σκηνή του βασανισµού των χωρικών.

Αν και η σύγχρονη µετάφραση της Μαρίας Χατζηεµµανουήλ είναι τεχνικά άψογη στην ελληνική έµµετρη απόδοση του αυθεντικού οκτασύλλαβου του έργου, δείχνει ασύµβατη µε την κλασική απεικόνισή του. Η σκηνογραφία της Ζωής Μολυβδά-Φαµέλη –µε τα συρόµενα τείχη– δυστυχώς δεν αξιοποιεί µε επάρκεια τον σκηνικό χώρο, βαραίνοντας επιπλέον µε αµήχανες παύσεις τον ρυθµό της παράστασης. Στον παλµό της ποιµενικής ζωής τα κοστούµια του Αγγελου Μέντη. Επική η µουσική του Λευτέρη Βενιάδη.

Ο ∆ηµήτρης Κίτσος κλέβει ερµηνευτικά τις εντυπώσεις έχοντας καταδυθεί στον ρόλο του, ενώ ξεχωρίζει στην αποδόµηση του βασιλιά ο Μπάµπης Γαλιατσάτος. Η Βασιλική Τρουφάκου στέκεται υποτονικά, ενώ οι Νίκος Χατζόπουλος, Γιώργος Κριθαράς, ∆ηµήτρης Φουρλής, Θανάσης Ζερίτης, Ελένη Στεργίου και Αλεξάνδρα Λούκα διακρίνονται και υπηρετούν δηµιουργικά µια παράσταση που αφήνει ατυχώς την επίγευση του αδιάφορου και του ξεπερασµένου µιας λαϊκής εξέγερσης.