Ο Νικορέστης Χανιωτάκης σκηνοθετεί στο «Δημήτρης Χορν» το εμβληματικό έργο «Οι μάγισσες του Σάλεμ» του Aρθουρ Μίλερ.
Αµερική 1952. Η Επιτροπή Αντιαµερικανικών Ενεργειών του ΜακΚάρθι οργιάζει ψάχνοντας, ανακαλύπτοντας και εξοντώνοντας «κοµµουνιστικούς δακτύλους» στη χώρα. Ο Aρθουρ Μίλερ, θύµα του µακαρθισµού, αναφερόµενος στο χρονικό της δίκης των µαγισσών στο Σάλεµ το 1692 επιλέγει τον συµβολισµό της αλληγορίας για να καταγγείλει τον ψυχροπολεµικό σκοταδισµό της εξουσίας.
Η «∆οκιµασία» ή οι «Μάγισσες του Σάλεµ» είναι έργο ξεπερασµένο και ιδεολογικά πεπαλαιωµένο; Καθόλου, αν αντιληφθεί κανείς ότι ο Μίλερ δεν µιλάει γενικά και αόριστα για τον φανατισµό, τον ατοµισµό, τη µισαλλοδοξία, αλλά στοχεύει ευθύβολα και µε πολιτική σαφήνεια. Η πολιτική, η δικαστική και η εκκλησιαστική εξουσία που συντελούν στη σαπίλα του πολιτικοκοινωνικού συστήµατος βρίσκονται στο στόχαστρο. Οι µηχανισµοί ελέγχου και διαµόρφωσης συνειδήσεων, τα όργανά τους, η άσκηση «νόµιµης» βίας, ο χαφιεδισµός, ο ψευτοπουριτανισµός παραµένουν και σήµερα γάγγραινες της ορθής και ελεύθερης βούλησης. Ο µικροαστισµός, η αµάθεια και η ηµιµάθεια, η αµορφωσιά και η αγραµµατοσύνη, ο κοινωνικός – φυλετικός ρατσισµός, οι «νοικοκύρηδες» είναι ακόµη εδώ, ενδυναµωµένα περισσότερο από ποτέ και προωθούµενα πανταχόθεν ως κυρίαρχα πρότυπα. Και υπό αυτή την έννοια, το έργο του Μίλερ καθίσταται διαχρονικό και επίκαιρο.
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, έχοντας να αντιµετωπίσει αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις του έργου και επεµβαίνοντας δραµατουργικά µε τη συνδροµή της Χριστιάννας Μαντζουράνη, προτίµησε να περπατήσει σε ασφαλείς δρόµους, αφηγούµενος την ιστορία του Μίλερ σαν ένα σκοτεινό µακρινό παραµύθι, περιορίζοντας τη σύγχρονη πολιτική ουσία του. ∆ηµιουργεί εξαιρετικές ατµόσφαιρες (είναι σαφές ότι το µακαρθικό σκοτάδι υπήρξε η πρόθεση), αποσπά ολοκληρωµένες ερµηνείες και µιλάει απευθείας στο θυµικό του κοινού, διηγούµενος ένα κακό όνειρο που κάποτε υπήρξε. Είναι φανερά συνεπαρµένος από τη συγγραφική δεινότητα της αλληγορίας, σχηµατοποιώντας τη µε την αποτύπωση των ηρώων ως σκιών οι οποίες δρουν και πάσχουν πάνω στον συµβολικό, λιτό αλλά λαλίστατο κέλτικο σταυρό (σκηνικό Αρετή Μουστάκα), µε τα εύστοχα λαϊκότροπα κοστούµια της εποχής (Χριστίνα Πανοπούλου), τους µπαρόκ φωτισµούς (Χριστίνα Θανασούλα), τη (µάλλον αταίριαστη) κίνηση της Αντιγόνης Γύρα και τη µουσική του Γιάννη Μαθέ που δίνει έµφαση στη δραµατικότητα.
Ένα καλοδουλεµένο υποκριτικά σύνολο, στο οποίο ξεχωρίζουν η ευελιξία και η σκηνική ευστροφία του Γιάννη Καλατζόπουλου, η κατάθεση στιβαρότητας από τον Νικήτα Τσακίρογλου, η σωµατική αγωνία του Ακη Σακελλαρίου, η προσήνεια και η ευαισθησία της Ρένιας Λουιζίδου. Με µια δόση εκφραστικής υπερπροβολής η Ιωάννα Παππά, ενώ οι Μελίνα Βαµβακά, Γεράσιµος Σκαφίδας, Θωµάς Γκαγκάς, Κατερίνα Νικολοπούλου, Ισιδώρα ∆ωροπούλου και Μαρία Μοσχούρη συµβάλλουν στο αισθητικό αποτέλεσµα καίρια, προσεγµένα και ουσιαστικά.