Σκέψεις και κριτικό σημείωμα για την παράσταση «Νίκος Μπελογιάννης – στο μπόι των ονείρων» του Ανδρέα Ζαφείρη στον Χώρο 2510
«Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα…»
Στη σύγχρονη εποχή της πλήρους αποϊδεολογικοποίησης, της συκοφάντησης αξιών και ιδανικών, της εξιδανίκευσης του ατομισμού, του καριερισμού και του αριβισμού, της προώθησης φτηνών ονείρων και της διαμόρφωσης ακόμα φτηνότερων συνειδήσεων, το θέατρο δεν θα μπορούσε να μείνει έξω. Η τέχνη είναι εργαλείο παραγωγής και προαγωγής ιδεολογίας , όσο και αν κάποιοι επιμένουν να το αρνούνται και στα λόγια μόνο υπερασπίζονται την ανεξαρτησία και το «υπεράνω» του χαρακτήρα της. Το ξαναγράψιμο της ιστορίας υπό την πένα της επικρατούσας αστικής ιδεολογίας, δεν είναι πλέον δειλή απόπειρα, αλλά απροκάλυπτη τάση που τείνει να κυριαρχήσει και στο θέατρο. Τάση που καλύπτεται τις περισσότερες φορές κάτω από τον μανδύα της «αντικειμενικότητας» και των ίσων αποστάσεων (η ξαφνική «βασιλολαγνεία» που προέκυψε τον τελευταίο χρόνο με απανωτές παραστάσεις ξεπλύματος του ξενόφερτου θεσμού στο ελληνικό κράτος ακριβώς αυτούς τους σκοπούς εξυπηρετεί και γι αυτό άλλωστε χρηματοδοτείται από κράτος και δημόσιους φορείς).
Σε αυτές ακριβώς τις συνθήκες, το να κάνεις ανοιχτά πολιτικό θέατρο και μάλιστα να καταπιάνεσαι με την προσωπικότητα του Νίκου Μπελογιάννη, αποτελεί από μόνο του ρίσκο και απαιτεί ηρωισμό. Ο Ανδρέας Ζαφείρης, εμπνέεται από τη ζωή, τη σπουδαία και τη μεγάλη του Έλληνα κομμουνιστή που έγινε παγκόσμιο σύμβολο ήθους, ανθρωπιάς και αγωνιστικότητας και την μετατρέπει σε σκηνική δράση. Όχι σαν μνημόσυνο, όχι σαν κενή δοξολογία, όχι σαν κούφια εικονογραφία. Το χρονικό της δίκης με τις κατασκευασμένες κατηγορίες, η δυναμική ιστορική παρουσία του διανοούμενου ήρωα που έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία των λαϊκών αγώνων, του πατριώτη που ισοπέδωσε με την απολογία του την πατριδοκαπηλία των δικαστών του, ιχνογραφείται στον Χώρο 2510 σαν ένα γαρύφαλλο που ανθίζει στο τσιμεντένιο σήμερα, όμοιο με εκείνο που απαθανατίστηκε στο τσιμεντένιο τότε.
Ένα κείμενο-λυγμός, που δεν παρασύρεται από επιτηδευμένο εκβιασμό συναισθημάτων, αλλά αφήνει την ίδια την ιστορία να μιλήσει, μέσα από μια αφαιρετική, λιτή σκηνοθεσία που επενδύει στην αρτιότητα της από σκηνής επικοινωνίας του Σωτήρη Τασούλα και της Σταυριάνας Καδή οι οποίοι ενσαρκώνουν τον Νίκο Μπελογιάννη και τη σύντροφό του Έλλη Παππά. Ερμηνείες παράλληλες, όπως οι ζωές των ηρώων τους που στέκονται ακριβώς στο ύψος αυτών των ανθρώπων που εξύψωσαν τον ορισμό του Ανθρώπου, μέσα από την δράση τους.
Παράσταση, στην οποία η μυθοπλασία υποκλίνεται στην ίδια τη ζωή, και με το πνεύμα του ιστορικού ρεαλισμού υποχωρεί και αφήνει τη σκηνή ελεύθερη να ξετυλιχτεί η νεότερη ιστορία της Ελλάδας στον διαμορφωμένο από φωτογραφικά ντοκουμέντα και πρωτοσέλιδα των εφημερίδων την εποχής σκηνικό χώρο. Άλλωστε, ποια μυθοπλασία μπορεί να σταθεί ισχυρότερη από το «μπόι των ονείρων» τέτοιων Ανθρώπων…