Για τη «Μάνα αυτουνού… Ελλη Ζάχου Ταχτσή» της Κικής Μαυρίδου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη, που ανεβαίνει στον Πολυχώρο Vault.
Με την αισθητική της σκηνικής λιτότητας –που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στο σκηνικό περιβάλλον αλλά περιλαµβάνει µια συνολική σκηνοθετική αντίληψη για την τοποθέτηση και τη δράση του ηθοποιού στον σκηνικό χώρο– ο Βαγγέλης Λάσκαρης, διαβάζοντας το κείµενο της Κικής Μαυρίδου για τη µητέρα του Κώστα Ταχτσή, έδωσε χώρο και ανάσα στον λόγο. Ο συµβολισµός αυτονόητος: µόνο ο λόγος θα µπορούσε να εικονογραφήσει τη σχέση ενός λογοτέχνη µε τη µητέρα του, ένας λόγος που ενώ έµεινε ανείπωτος, ανοµολόγητος και άφατος, πήρε σάρκα και οστά στο χαρτί, µέσα από το έντονα αυτοβιογραφικό έργο του αδικοχαµένου συγγραφέα.
Γιατί είναι αυτή η απουσία αλληλοκατανόησης –πέραν της προφανούς φυσικής απουσίας– το δοµικό υλικό της συγκεκριµένης σχέσης µάνας και γιου που όρισε και οδήγησε τις ζωές τους. Η Κική Μαυρίδου έγραψε το κείµενο όχι µόνο µε αγάπη για τους δύο ήρωες, αλλά διαχέοντας αυτήν ακριβώς την κατανόηση που τόσο τους έλειπε και τόσο µάταια ενδόµυχα αναζητούσαν. Μια δυναµική µητέρα, δυναστική, πολλές φορές σκληρή, ικανή ακόµη και να αµφισβητεί και να ακυρώνει το ίδιο της το παιδί, και ένας γιος που, ενώ ένιωθε και βίωνε την απαξίωση και την απόρριψη, ανδρώθηκε µέσα σε αυτήν, καταλήγοντας ακριβώς στην ίδια ωµότητα και κυνικότητα. Και οι δύο δικαιολογούνται και οι δύο αυτοϋπερασπίζονται και οι δύο συντρίβονται από την ανικανοποίητη αγάπη.
Πολλά βιογραφικά στοιχεία πλέκονται αρµονικά µε κάποια µυθοπλαστικά ψήγµατα για να δώσουν ένα κείµενο ζωντανό, δυνατό και στο βάθος του αληθινό, σκιαγραφώντας µέσα από αυτήν τη σχέση µια εποχή στην οποία άντρας και γυναίκα δεν είχαν απλώς έµφυλο διαχωρισµό αλλά αυστηρά προδιαγραµµένους ρόλους και ιδιότητες.
Η Ράνια Σχίζα ερµηνεύει την Ελλη Ταχτσή οικοδοµώντας την προσωπικότητά της βασιζόµενη σε δύο καθοριστικές συναισθηµατικές αποχρώσεις. Είναι η πίκρα και η ικανοποίηση που συντρόφευσαν την Ελλη Ταχτσή σε όλη τη ζωή της. Η ικανοποίηση για ό,τι κατάφερε, η πίκρα για όσα στα οποία απέτυχε. Ολα –πείσµατα, εµµονές, δίψα για χειραφέτηση, έρωτες– µέσα σε αυτά τα δύο συναισθήµατα βαφτίζονται. Και αυτή η πίκρα και η ικανοποίηση, τόσο αντίθετες και τόσο παράλληλες, γίνονται τα ερµηνευτικά όπλα της ηθοποιού σε ένα καθηλωτικό αποτέλεσµα που διαταράσσει και ξεπερνά τη σκηνική στατικότητα. Ο λόγος αποκτά κίνηση και ζωή και το κλειστό µπαούλο όπου κάθεται «ανοίγει» και «αδειάζει» σαν ψυχή εξοµολογούµενη, σαν συνείδηση που αναζητά δικαίωση.
Η µουσική του Μάνου Αντωνιάδη χρωµατίζει τις αναµνήσεις, η σκηνογραφία και το κοστούµι του Γιώργου Λιντζέρη δίνουν τόπο και χώρο στην αφήγηση, τα φώτα του Βαγγέλη Μούντριχα ρίχνουν προβολέα φωτίζοντας επίκεντρα και περιθώρια. Καταλυτική η συµβολή της φωνής του Νίκου Καραθάνου που ακούγεται στα λόγια και στις σκέψεις του Κώστα Ταχτσή.