«Η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή»
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσουμε οπωσδήποτε τα έργα του Ντοστογιέφσκι και να τα εντάξουμε σε μια φιλοσοφική νόρμα, κάτι που είμαι σίγουρη θα απεχθανόταν, τότε θα κάναμε λόγο για τραγωδίες μιας ιδιότυπης μορφής, που κυρίαρχο στοιχείο είναι η ανατροπή. Στον αφηγηματικό καμβά της μυθιστορίας του Ρώσου συγγραφέα όλα ξεκινούν με κάτι προβλέψιμο για να εξελιχθούν αργότερα σε πύρινη δαμόκλειο σπάθη πάνω από τα υπαρξιακά ερωτήματα που θέτει ο ίδιος ο άνθρωπος για το μέγα μυστήριο της ζωής.
Μια αποκάλυψη είναι και το «Όνειρο ενός γελοίου» που γράφτηκε στα μέσα του 1877, στο περιοδικό που εξέδιδε ο Ντοστογιέφσκι με τίτλο «Το ημερολόγιο ενός συγγραφέα» και αναφέρεται στην ενσάρκωση του ανθρώπου που πασχίζει να βρει τα πατήματά του σε μια συνθήκη ζωής που μόνο από ευδαιμονία δεν χαρακτηρίζεται. Μια τραγωδία προσώπου που δεν επιδιώκει τη σύνθεση αλλά τη διαίρεση. Οι ντοστογιεφσκικοί ήρωες δεν είναι λαμπεροί ούτε εύκολοι, όπως δεν ήταν και η ζωή του συγγραφέα. Μην περιμένετε να δείτε κανέναν από μηχανή θεό ούτε χρησμούς που θα δώσουν τη λύση. Η διαδρομή είναι συναισθηματικά ακανθώδης και μέσα από πόνο έρχεται η συνειδητότητα, κάτι το οποίο εξαρτάται κι από τις αντοχές του καθενός.
Μόνο τυχαία δεν είναι η επιλογή του συγκεκριμένου έργου από τον Άρη Σερβετάλη και την Έφη Μπίρμπα. Το «Όνειρο ενός γελοίου», το πιο αισιόδοξο έργο του Ντοστογιέφσκι, σε καλωσορίζει σε ένα σύμπαν προκατακλυσμιαίο, μυστηριακό, όπου πραγματικότητα και όνειρο βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία. Δραματουργικά η παράσταση δεν μένει μόνο στο κείμενο. Υπάρχουν ολόκληρες προσθήκες όπως το ξεκίνημα της που βρίσκει τον Άρη Σερβετάλη στην πλατεία να προσπαθεί να βρει τον δρόμο προς τη σκηνή, όπου στηριζόμενος στις πατερίτσες του γίνεται ένα με τους θεατές αυτοσχεδιάζοντας και στην ουσία προετοιμάζοντας τους θεατές για αυτό που θα ακολουθήσει.
Ο ήρωας της νουβέλας θέλει να πεθάνει, γιατί απλά δεν βρίσκει κανένα νόημα στη ζωή του μα ακόμα και τότε επινοεί το όνειρο για να εξασφαλίσει μια τελευταία ευκαιρία που ίσως του αποκαλύψει τις απαντήσεις που αναζητά. Μπροστά στις ερωτήσεις και στο κλάμα του κοριτσιού δεν λυγίζει και εύστοχα η Έφη Μπίρμπα δίνει χώρο σκηνοθετικά στην εικόνα ενός μικρού παιδιού που κανείς δεν το φροντίζει και υποφέρει εξαιτίας της σκληρότητας των μεγάλων. Είναι ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβο, στο ντοστογιεφσκικό έργο, η παρουσία ενός βρέφους ή μικρού παιδιού που συμβολίζει την αγνότητα, έτσι και εδώ ο ήρωας φέρεται με βάναυσο τρόπο στο κορίτσι που είναι ότι πιο κοντά στην πρώτη ύπαρξη μας, αυτή που ακόμα -σύμφωνα με τις θεολογικές προσεγγίσεις- δεν έχει ακόμα αλλοιωθεί από την ασχήμια μας. Στον αντίποδα αυτής της πράξης έχουμε την εισαγωγή στο όνειρο, όπου αποκαλύπτεται ένας κόσμος πριν το προπατορικό αμάρτημα, πριν οι άνθρωποι αλλοιωθούν από το φθόνο και τη φιλαυτία. Μόνο που και εκεί υπάρχει επανάληψη του προπατορικού αμαρτήματος μιας κι ο ήρωας μας κατά την επίσκεψη του τους διαφθείρει, σαν μολυσματική αρρώστια.
Στην σκηνοθετική προσέγγισή της Έφης Μπίρμπα ο άνθρωπος διατηρεί το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής του για το αν θέλει να συνεχίσει την κληρονομική διαδοχή του προπατορικού αμαρτήματος ή θέλει να αντισταθεί. Έτσι κι αλλιώς η ομορφιά του έχει αποκαλυφθεί οπότε η επιλογή είναι ξεκάθαρα δική του. Αυτό που οικοδόμησε η σκηνοθέτρια θυμίζει καθαρτήριο που τα περικλείει όλα. Αγωνία, συνειδητοποίηση, συντριβή που μέσα από την οδύνη φανερώνεται η μεγαλύτερη αλήθεια που δεν είναι άλλη από την άνευ όρων αγάπη για τον άλλον άνθρωπο.
Ο Άρης Σερβετάλης έχοντας τεράστια ερμηνευτική δύναμη καταφέρνει να περιγράψει όλη την διαδρομή του ήρωα εντρυφώντας πολύ αποτελεσματικά στο αιτούμενο έργο του Ντοστογιέφσκι. Σε όλη την διάρκεια της παράστασης ακροβατεί διαρκώς σε έπιπλα, σε έννοιες, σε αντιφάσεις και με αξιοθαύμαστη κινησιολογία αναδεικνύει το σκηνικό λεξιλόγιο του κειμένου. Δυνατή στιγμή η ανάβαση του στα στοιβαγμένα έπιπλα που ανοίγοντας τα χέρια του σε σχήμα σταυρού ως άλλος αιώνιος άνθρωπος δίνει και την εννοιολογική πρόθεση της παράστασης.
Το σκηνικό που επιμελείται η Έφη Μπίρμπα είναι μια δεξαμενή νερού, καρέκλες και άλλα χρηστικά έπιπλα που επιπλέουν, στριμώχνονται, στοιβάζονται, χρησιμοποιούνται ως γέφυρες και άλλοτε εγκλωβίζουν τη ζωή του ήρωα. Η συνεχή επαφή με το νερό, οι παφλασμοί, οι ομόκεντροι κύκλοι που δημιουργούνται και αναδεικνύονται από τους φωτισμούς του Γιώργου Καρβέλα δημιουργούν ένα ρευστό περιβάλλον που συνηγορεί στο παιχνίδι μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Ακόμα και η κίνηση των ηθοποιών είναι καμωμένη με τέτοιον τρόπο που δημιουργείται η εντύπωση ενός αόρατου πέπλου.
Η Έφη Μπίρμπα σε μια έντιμη και καλοδιαβασμένη ανάγνωση του κειμένου καταφέρνει μια κατάβαση στο απύθμενο και βαθιά υπαρξιακό κόσμο του Ντοστογιέφσκι δείχνοντας σε μια κατεύθυνση περισσότερο πνευματική που όμως δικαιολογείται απόλυτα από το περιεχόμενου του έργου.