Μπορεί ο Ρομπέρτ Τομά να μην έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους Γάλλους κριτικούς αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να κερδίσει το βραβείο “Quai des Οrfevres” για το έργο του “Οκτώ γυναίκες κατηγορούνται”. Η εμμονή του με τις αστυνομικές ιστορίες είναι κάτι που τον συντρόφευε από την εφηβική του ηλικία και αυτή ακριβώς η εμμονή τον οδήγησε να διεκδικήσει ένα θεατρικό είδος που μέχρι και τη δεκαετία του ΄60 άνηκε κατά κύριο λόγο στους Άγγλους. Η Άγκαθα Κρίστι είχε ιδρύσει τη δική της σχολή και διόλου εύκολο δεν ήταν να της πάρεις την πίτα μέσα από το στόμα. Το 1960 ο Ρομπέρτ Τομά έγραψε ένα έργο που έκανε και τον Άλφρεντ Χίτσκοκ να υποκλιθεί στη μαεστρία του. “Η Παγίδα“ μετρά περισσότερες από 30.000 παραστάσεις και αναμφισβήτητα θεωρείται από τα διαμαντάκια του είδους.
Το να κρατήσει ένας σκηνοθέτης αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών σε μια παράσταση σχεδόν δύο ωρών δεν είναι κάτι εύκολο. Πρέπει να μπορεί να συνδιαλέγεται με τα κωμικά και δραματικά μέρη με τέτοιον τρόπο που δεν θα επιτρέψει αφενός στο θεατή να κουραστεί και αφετέρου θα τον κάνει συνένοχο του. Ο Πέτρος Ζούλιας έχοντας για σύμμαχο την μετάφραση του Αντώνη Γαλέου κατορθώνει να βρει τα σκηνοθετικά πατήματα που θα του εξασφαλίσουν πως τίποτα δεν πρόκειται να προδώσει το σασπένς του έργου μέχρι και το τελευταίο λεπτό. Από την πρώτη στιγμή πλέκει το κουβάρι των ανατροπών δίνοντας γενναιόδωρα πληροφορίες στο κοινό καμωμένες με τέτοιον τρόπο που δεν προδίδουν την συνέχεια της ιστορίας. Ο σκηνοθέτης χωρίς να βιάζεται παρασύρει ακόμα και τους πιο μυημένους του είδους σε ένα παιχνίδι που κανείς δεν ξέρει ποιος λέει αλήθεια και ποιος ψέματα. Ακόμα περισσότερο στήνει μια συνθήκη και τη στιγμή που σε καλεί να παραδοθείς την ίδια ακριβώς στιγμή σε ωθεί να την αμφισβητήσεις. Και το παιχνίδι συνεχίζεται έως ότου ξετυλιχθεί και η πιο μικρή πιθαμή του κειμένου.
Το εντυπωσιακά ρεαλιστικό σκηνικό της Μαίρης Τσάγκαρη σε μεταφέρει με ακρίβεια στο χώρο δράσης της ιστορίας και σε συνδυασμό με τα κουστούμια της Ντένης Βαχλιώτη δομεί μια νουάρ ατμόσφαιρα που ενισχύει τη σκηνοθεσία.
Ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τις ερμηνείες των ηθοποιών. Γρήγορες ατάκες, βιτριολικό χιούμορ σε ένα καλοδουλεμένο υποκριτικό σύνολο. Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης ακροβατεί μεταξύ “Commedia dell ‘arte” και τραγικού ήρωα σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο αξιώσεων. Η χημεία που αναπτύσσεται με τον Τάκη Παπαματθαίου δεν σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από τη σκηνή. Ο έμπειρος Παπαματθαίου χτίζει μια persona και χωρίς να πέφτει στην παγίδα της επιθεωρησιακής ευκολίας κλέβει τις εντυπώσεις. Η Έφη Μουρίκη επιβάλει έξοχα το δικό της χώρο ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος δημιουργεί τις απαραίτητες παύσεις που επιτρέπουν στην πλοκή να αναπνεύσει χωρίς να μαρτυρούν το τέλος. Το ταπεραμέντο της Μαρίας Αντουλινάκη ακόμα κι αν θελήσεις να το προσπεράσεις είναι πράγμα αδύνατο. Την κατάλληλη στιγμή έρχεται και κεντρίζει το σενάριο βοηθώντας στην κλιμάκωση του έργου. Τέλος, ο Γιώργος Κωνσταντίνου χωρίς μανιέρες και φλυαρίες ξεχωρίζει για την αμεσότητα του κερδίζοντας το χειροκρότημα της πλατείας που για άλλη μια φορά τίμησε τον σπουδαίο ηθοποιό.