«Υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για μια γυναίκα να πεθάνει για τον άντρα της;»
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του ευριπίδειου λόγου είναι ο τρόπος που χαρακτήρες ήδη γνωστοί και δομημένοι ξανά συστήνονται παίρνοντας νέα μορφή. Ο μύθος του Αδμήτου και της Άλκηστης ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην αρχαιότητα ενώ κυκλοφορούσε με παραλλαγές σαν λαϊκό παραμύθι. Τους συναντάμε σε πλαίσιο μύθων στον Ησίοδο και στον Όμηρο, αλλά και σε μικρότερους ποιητές όπως ο Αντιφάνης.
Ο Ευριπίδης στην Άλκηστη καταπιάνεται με μια ιστορία που ενσωματώνει τρία μοτίβο πολύ οικεία στην λαϊκή παράδοση. Από την μια έχουμε την εθελούσια προσφορά της ζωής ενός προσώπου κι από την άλλη τα γεγονότα που πυροδοτούνται από αυτή την απώλεια. Τρίτο είναι το μοτίβο της επιστροφής αυτού του ανθρώπου από τον κόσμο των νεκρών. Το πιο θαυμαστό είναι πως ο Ευριπίδης παίρνει έναν «χαριτωμένο» μύθο και τον γεμίζει με ερωτήματα ανοίγοντας έναν ουσιαστικό διάλογο για την αγάπη, τον θάνατο και τη θυσία. Κάνει όμως και κάτι ακόμα πιο σπουδαίο. Πέρα από το αν τελικά ο Άδμητος είναι δειλός, η Άλκηστη δεν είναι μόνο μια ερωτευμένη γυναίκα που κάνει το χρέος της, είναι μια γυναίκα που ορθώνει το ανάστημα της καταλύοντας το στερεότυπου του αδύναμου φύλου. Την στιγμή που η Άλκηστη αυτό προτείνεται τιμωρεί την πόλη και την γελοιοποιεί και για αυτό όταν επιστρέφει τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο.
Ο Γιόχαν Σίμονς στήνοντας έναν καταυλισμό και έχοντας πάντα το θάνατο σε διαρκή υπενθύμιση με την παρουσία νεκροφόρας να αποτελεί μέρος του σκηνικού του Johannes Schütz, θέτει τη γυναίκα στο κέντρο της παράστασης του. Με σύμμαχο του την μετάφραση της Anne Carson μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες ποιήτριες και μελετήτριες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας καταφέρνει ένα ρηξικέλευθο σχόλιο για τις γυναίκες που εκπαιδεύτηκαν πως η αγάπης τους οφείλει να συνοδεύεται με αυτοθυσία, με κακοποίηση ακόμα και με θάνατο. Η Άλκηστη πεθαίνει για να σώσει έναν άντρα που ψάχνει να μετατοπίσει αλλού το βάρος της μοίρας του. Ο Άδμητος πρώτα απευθύνεται στον πατέρα του και στη συνέχεια δέχεται «συντετριμμένος» τη θυσία της γυναίκας του και μητέρας των παιδιών του. Όση ώρα μιλάει η Άλκηστη θρηνώντας τη μοίρα της και αποχαιρετώντας τα παιδιά της απευθύνεται στον Άδμητο λέγοντας του «Αρκετοί δεν πέθαναν για την αγάπη σου» με τον Άδμητο να τακτοποιεί συνεχώς το ζωνάρι του, σύμβολο φαλλικής κυριαρχίας.
Η παράσταση έχει στοιχεία παρωδίας και μιούζικαλ που προσωπικά δεν με ενόχλησαν καθόλου. Ούτε όταν η Άλκηστη με ένα βαριετέ νούμερο χόρευε το «Ich liebe das Leben» επαναλαμβάνοντας το «η ζωή είναι ωραία όταν αγαπάς» την ίδια στιγμή που παρέδιδε τη ζωή της στο θάνατο. Ούτε η απλώστρα με τα ρούχα που διπλώνουν ο Άδμητος κι ο Ηρακλής -δύο ισχυρά πρότυπα αντρών- στην τελευταία πράξη με ξένισε γιατί πολύ έξυπνα ο Σίμονς κλείνει το μάτι στην πατριαρχεία. Όσο για το εκκλησιαστικό όργανο και γενικότερα τα έντονα μουσικά ιντερμέδια είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του ολλανδού σκηνοθέτη, επίσης δημιουργούν έναν περίφημο διάλογο ανάμεσα στα διαλογικά και χορικά μέρη. Στην ορχήστρα τέσσερις σοπράνο ερμηνεύουν σε λιμπρέτο αποσπάσματα από την τρίπρακτη όπερα του Κ.Β. Γκλουκ μεταγραμμένη από τον Βέλγο συνθέτη Steven Prengels. Αυτό που σε στιγμές με πέταξε έξω από την παράσταση είναι πως όλα αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία δεν κατάφεραν να αποκτήσουν κοινό σώμα που θα επέτρεπε στο έργο να απογειωθεί.
Δεν έχει σημασία ούτε αν ο Γιόχαν Σίμονς είχε διαβάσει προηγούμενες διασκευές του έργου του Ευριπίδη ούτε αν κατάφερε να πρωτοτυπήσει. Η τέχνη δεν είναι αγώνας δρόμου όσο για το αν υπάρχει παρθενογένεση είναι μια μεγάλη συζήτηση. Αυτές οι αναλύσεις είναι για όσους αδυνατούν να διαβάσουν την παράσταση και καταφεύγουν σε συγκρίσεις. Φυσικά, και δεν είδαμε κάτι καινούργιο. Από την δεκαετία του ΄70 υπάρχουν αυτοί οι νεωτερισμοί με την ποπ κουλτούρα να μας συστήνεται. Το σημαντικό είναι πως ο Ολλανδός σκηνοθέτης ερμήνευσε σωστά τον ευριπίδειο λόγο και ανέδειξε τη γυναίκα ως σύμβολο ιερό που υψώνει το ανάστημα της σε μια ζωή που την έχει εξαναγκάσει να αγαπά εξωραΐζοντας τον πόνο και για αυτό στην τελευταία σκηνή η Άλκηστη είναι απαθής και αδυσώπητη μπροστά στον έκπληκτο Άδμητο.
Τα κουστούμια της Greta Goiris ήταν ένα από τα προβλήματα της παράστασης που δεν είχαν κανέναν συσχετισμό ούτε με το έργο αλλά ούτε και μεταξύ τους. Εν αντιθέσει οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι υποδειγματικές. Κατάφεραν παρόλο που δεν είναι εξοικειωμένοι να παίζουν σε ανοιχτούς χώρους να «ανοίξουν» την παράσταση σε όλο το θέατρο χωρίς να τους καταπιεί η σκηνή. Η βραβευμένη Elsie de Brauw στον ρόλο της Τροφού έκλεψε τις εντυπώσεις μαζί με τον γνώριμο -από την ταινία « De Patrick» του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- Pierre Bokma στον ρόλο του Ηρακλή.
Επειδή, πολύ φασαρία δημιουργήθηκε για θεατή που αναφώνησε «αίσχος» και άλλους να αποχωρούν πριν το τέλος της παράστασης επιτρέψτε μου ένα σχόλιο. Η άποψη ενός σκηνοθέτη δεν είναι απαραίτητο να είναι αρεστή πόσω μάλλον καθολικά αποδεκτή. Είναι υποκριτικό να επιθυμούμε νέες αναγνώσεις κι από την άλλη να είμαστε έτοιμοι να πυροβολήσουμε κάθε τι διαφορετικό, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως όλα δεν κρίνονται. Προσωπικά ευχαριστήθηκα ιδιαίτερα την απόκλιση εντυπώσεων που δημιούργησε η Άλκηστη του Γιόχαν Σίμονς γιατί αυτή η αντιπαράθεση είναι ένας περίφημος οιωνός για την τέχνη!