Θεατρικά Documenta: «Ακούω ήχον κώδωνος», σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου

«Οι περισσότεροι υπουργοί τον βάζουν στα ψυγεία, ο πολύ πολιτισμός βλάπτει στην υγεία»

Ο Μποστ, Μέντης ή Χρύσανθος Μποσταντζόγλου όπως ήταν το αληθινό του όνομα, ο πατέρας της «Μαμάς Ελλάς» του «Πειναλέων» και της « Ανεργίτσας» μέσα από τη στήλη το «Μποστάνι του Μποστ» (1958)καυτηριάζε τα κακώς κείμενα, αρχικά με τα σκίτσα και τα χρονογραφήματα του και αργότερα με τα δεκαπεντασύλλαβα θεατρικά του. Εμπνέεται από ήρωες της αρχαιότητας και της ελληνικής επανάστασης. Οι φιγούρες του μοιάζουν λες και έχουν βγει από τον υπερρεαλιστικό κόσμο του Εγγονόπουλου ή ακόμα καλύτερα από τοιχογραφίες του Θεόφιλου. Οι καταβολές του Μποστ από την Κωνσταντινούπολη και αργότερα από τις λαϊκές συνοικίες της Ρουμανίας συνέβαλαν σε μια πολυσχιδή και ανυπότακτη προσωπικότητα που τον έφτασε μέχρι το ΕΑΜ και την Εθνική Αντίσταση.

Δυστυχώς, οι λόγιοι και «πνευματικοί ταγοί» εκείνοι της εποχής δεν αναγνώρισαν το ταλέντο του. θέλετε γιατί ήταν κουμουνιστής, θέλετε γιατί ήταν πολύ αιχμηρός στα σκίτσα και τους λόγους τους; Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία γιατί ο Μποστ σφράγισε μια εποχή έντονων κοινωνικοπολιτικών και πολιτισμικών μεταλλάξεων που μέχρι και σήμερα μοιάζει σουρεαλιστικά οικεία.

Το Θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου και της Λήδας Πρωτοψάλτη 50 ολόκληρα χρόνια τίμησε το ελεύθερο, ανεξάρτητο θέατρο και από το 1987 μέχρι το 1999, η λεγόμενη Μποστική περίοδος, τα έργα του μεγάλου σατυρικού συγγραφέα βρήκαν καλλιτεχνική στέγη.

Η θεατρική παράσταση «Ακούω ήχον κώδωνος» αποτελεί το απόσταγμα αποσπασμάτων των σημαντικότερων θεατρικών έργων του Μποστ σε σύνθεση και σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου. Συνολικά 20 ήρωες του Μποστ συναντιούνται πάνω στη σκηνή με τους θεατές να έχουν την ευκαιρία να δουν τη Φαύστα, τη Μήδεια, τον Ιάσων, το Ριτσάκι, την Καλόγρια, τη Μαρία Πενταγιώτισσα, τον Κολόμβο, τον κ. και την κ. Ιατρού, τον Πάρη, την Μαριάνθη και φυσικά τον πάτερ Αμβρόσιο.

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου πιστός στο πολιτικό σύμπαν του Μποστ ανέδειξε όλη την κοινωνική παραδοξότητα που περιγράφει ο συγγραφέας κάνοντας τη δραματουργική σύνδεση με το τώρα και την υπερφίαλη επαιτούσα Ελλάς που δεινοπαθεί από την ξενομανία της, τα δάνεια με τους Γερμανούς, τους αναξιόπιστους κριτικούς, το πομπώδες παίξιμο και τη σοβαροφάνεια των ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων, τα πουλημένα Μέσα, τους πρόσφυγες που χάνονται και τους καταπίνουν ψάρια, τους πολιτικούς που δεν δίνουν δεκάρα για τον πολιτισμό και πάνω από όλα για την κοινωνική υποκρισία και τα κουσούρια που δεν μας αφήνουν να πάμε τη ζωή μας λίγο παραπέρα.

Πάνω στη σκηνή ένας 15μελής θίασος μπουκέτο που τηρώντας το μέτρο και τη μουσικότητα του 15σύλλαβου που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας κατάφερε χωρίς να υπέρ παίζει και να «κωμικίζει» να διατηρεί αφενός το ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα του κειμένου και αφετέρου να  προστατεύεται από μανιέρες και υπερβολές που, δυστυχώς, αρκετές φορές έχουμε δει σε έργα του Μποστ. Οι χαρακτήρες αποδόθηκαν με αμεσότητα κι η καθαρεύουσα ποτέ ξανά δεν υπήρξε πιο απολαυστική στο άκουσμα της.  Ομοιοκαταληκτικές στροφές, σκέρτσο και λυρισμός από έναν καλοκουρδισμένο θίασο. Τα εύσημα στους Αργύρη Παυλίδη, Γιώργο Ζιόβα, Ευδοκία Σουβατζή,  Άννα Μονογιού, Εύα Καμινάρη, Άρη Τρουπάκη, Μαρία Νίκα, Αναστασία Κονίδη,  Δήμητρα Κόκκορη,  Γιλμάζ Χουσμέν, Χρήστο Καρύπη και Διονύση Τσακνή.

Άφησα τελευταίους την Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Θανάση Παπαγεωργίου και υπάρχει λόγος. Παρατηρώντας το παίξιμο αυτών των δύο σπουδαίων ηθοποιών αντιλαμβάνομαι για ακόμη μια φορά πόσο κόπο έχει η επαφή με την κωμωδία. Ανεπιτήδευτη σεμνότητα και δυο καθαρές ερμηνείες που στιγμή δεν ξέφευγαν από τη σοβαρότητα που απαιτεί η υποκριτική προσέγγιση ενός σατυρικού κειμένου. Καμία ευκολία και προσπάθεια εντυπωσιασμού, μόνο ατόφιο θέατρο.

Τα σκηνικά και τα κουστούμια της Λέα Κούση ζωντανεύουν ξεχωριστά τους ήρωες του Μποστ, όπως τους έχουμε γνωρίσει μέσα από τα σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα. Έντονα χρώματα, ανακατεμένες υφές και μια έντεχνη υπερβολή που τους ταίριαζε πολύ. Τα μουσικά μέρη των Βασίλη Δημητρίου και  Διονύση Τσακνή είχαν στοιχεία οπερέτας αναμεμιγμένα με ραπ και ζεμπέκικο, όμως υπήρχαν σημεία που δεν ακολουθούσαν πιστά τον ρυθμό του κειμένου με αποτέλεσμα να υπάρχουν στιγμές, ευτυχώς λίγες, που μας πετούσαν έξω κάνοντας μικρές «κοιλιές».

Το ελληνικό θέατρο χρειάζεται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τον πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό ως αντίβαρο της δυστοπίας που ζούμε σε συνθήκες πρωτοφανούς απαξίωσης του πολιτισμού από τα θεσμικά όργανα που μοιάζουν να τον φοβούνται.