Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γυρνάει από την ημέρα που ανέλαβε την εξουσία, εδώ και δύο χρόνια περίπου, τη χώρα σαράντα χρόνια πίσω.
Τα στελέχη της που ανδρώθηκαν στη ΔΑΠ των δεκαετιών του ’80 και του ’90 θέλουν να επιβάλουν στους πολίτες τις πολιτικές της Θάτσερ και του Ρίγκαν με το όνειρο των οποίων γαλουχήθηκαν και δεν μπόρεσε η κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη να επιβάλει όταν κέρδισε τις εκλογές με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία το μακρινό 1990. Επιδιώκουν με τους νόμους που ψηφίζουν στη Βουλή την ιστορική τους δικαίωση τη χρονική στιγμή κατά την οποία η κρίση του καπιταλισμού ελέω πανδημίας επιβάλλει ισχυρότερο κράτος για κοινωνική συνοχή, όπως ιστορικά συμβαίνει όταν το καπιταλιστικό σύστημα νιώθει να κλονίζεται.
Οταν στις ΗΠΑ, την κοιτίδα του καπιταλισμού, ο πρόεδρος Μπάιντεν ισχυροποιεί το κράτος και τις κοινωνικές δομές με τρισεκατομμύρια δολάρια, η «μικρή» κυβέρνηση Μητσοτάκη πράττει το ακριβώς αντίθετο. Με όλους τους τρόπους διώχνει το κράτος από την οικονομία.
Υλοποιώντας φανατικά τις προεκλογικές υποσχέσεις και υποχρεώσεις της προς τον ΣΕΒ, με το εργασιακό νομοσχέδιο και το αντίστοιχο για την επικουρική ασφάλιση, κάνει το χατίρι σε λιγότερες από δέκα μεγάλες εταιρείες και βέβαια στις τράπεζες. Χωρίς να ενδιαφέρονται για το τι ακριβώς συντελείται στην παγκόσμια οικονομία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι ασπόνδυλοι «σοφοί» συνεργάτες του, βρισκόμενοι εκτός τόπου και χρόνου και σκεπτόμενοι μόνο το προσωπικό τους συμφέρον, στέλνουν την ελληνική κοινωνία στην άβυσσο της ανεργίας και μιας ακόμη κρίσης.
Η μεγάλη συγκέντρωση της περασμένης Πέμπτης ενάντια στο εργασιακό νομοσχέδιο δείχνει ότι υπάρχουν ακόμη στοιχεία αντίδρασης στην ελληνική κοινωνία που δεν θα αφήσουν να υλοποιηθούν τα σχέδια της χειρότερης μεταπολιτευτικά κυβέρνησης.