Θάνος Αλεξανδρής: «Το σκυλάδικο είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς»

Θάνος Αλεξανδρής: «Το σκυλάδικο είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς»
Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος

Αφορμή για τη συζήτηση που είχαμε με τον Θάνο Αλεξανδρή είναι η κυκλοφορία του τρίτου του βιβλίου, με τίτλο «Του Οσίου Αλμοδόβαρ ανήμερα» (Εκδόσεις Κάκτος), το οποίο περιλαμβάνει πορτρέτα ανθρώπων, στιγμές από τη νύχτα άλλων εποχών, αναμνήσεις με φίλους, σχόλια για την τηλεόραση και κείμενά του που δημοσιεύτηκαν στα ελληνικά μίντια.

Το βιογραφικό του σημείωμα ξεκινά ως εξής: «Γεννήθηκα στη Νέα Αρτάκη, σε ένα χωριό έξω από τη Χαλκίδα, και το μόνο που θυμάμαι από τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια είναι ότι δεν απόκτησα ούτε ένα φίλο». Το διαβάζω ξανά και ξανά και σκέφτομαι πόσο στη συνέχεια θα προκαλούσε τη συνεσταλμένη και ευγενική του ιδιοσυγκρασία με την πορεία του, όταν θα σπούδαζε στη Νομική, θα έπαιζε στο «Όνειρο καλοκαιρινής νυκτός» μπροστά στον Κάρολο Κουν, θα εμφανιζόταν δίπλα στον Γιώργο Μαρίνο, θα όργωνε τη νύχτα της επαρχίας, θα ασχολούνταν με τη δημοσιογραφία και θα παρουσίαζε δύο από τις πιο αμφιλεγόμενες εκπομπές της τηλεόρασης.

Τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει στη Νέα Αρτάκη. «Υπήρχε μια εποχή κατά την οποία δεν ήθελα να είμαι ούτε μια μέρα στο χωριό. Μεγαλώνοντας όμως αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι μνήμες είναι οι ρίζες στις οποίες ζητάει να επιστρέψει. Ξέρεις τι ωραία που είναι στην επαρχία; Είναι πιο απλά τα πράγματα, είναι απλοί οι άνθρωποι και αυτό μου αρέσει πολύ. Αυτό που λέμε “θεατράνθρωπος” ούτε καν το υπολογίζουν».

 

Το σύστημα αυτό δηλαδή δεν έχει καμία αξία εκτός των ορίων της μεγάλης πόλης;

Στην Αθήνα υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τρέφεται από το σταριλίκι. Στήνουν τους ανθρώπους πάνω σε βάθρα και τους θεοποιούν. Τους κάνουν να πιστέψουν ότι είναι πολύ σημαντικοί, τους καλούν σε συνεντεύξεις, τους κάνουν αφιερώματα. Αυτό συνήθως εξυπηρετεί διάφορες αυλές. Για όλα αυτά η επαρχία δεν νοιάζεται καν. Γι’ αυτό πιστεύω στο ένστικτο των καθημερινών ανθρώπων. Παρατηρούσα και από τη μητέρα μου αντιδράσεις όταν έβλεπε τηλεόραση. Συχνά με εξέπληττε όταν έλεγε για κάποιον «καλά, δεν ντρέπεται γι’ αυτά που λέει;».

 

Ωστόσο ο κόσμος της τέχνης σε γοήτευσε για χρόνια. Αν και ξεκίνησες τις σπουδές σου στη Νομική, σύντομα βρέθηκες να μαθητεύεις δίπλα στον Κουν και από εκεί πέρασες στη Μέδουσα με τον Γιώργο Μαρίνο. Πώς έγινε όλο αυτό;

Στο Θέατρο Τέχνης φοιτούσα κρυφά από τη μάνα μου. Την εποχή εκείνη ήμουν μέλος του ΕΚΚΕ (Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κίνημα Ελλάδας). Ένα βράδυ μετά την εισβολή στην Κύπρο πήγα στη Μέδουσα για να πουλήσω κάτι κουπόνια. Μέχρι τότε δεν με συγκινούσε ο Μαρίνος. Τη στιγμή όμως που κατέβαινα τα σκαλιά της Μέδουσας, η οποία τότε ήταν το Μέγαρο Μουσικής της νύχτας, έπαθα σοκ με όλο αυτό το σόου και μου κόλλησε στο μυαλό ότι ανήκα εκεί.

«Τη στιγμή που κατέβαινα τα σκαλιά της Μέδουσας, η οποία τότε ήταν το Μέγαρο Μουσικής της νύχτας, έπαθα σοκ με όλο αυτό το σόου και μου κόλλησε στο μυαλό ότι ανήκα εκεί». Κάπως έτσι ξεκίνησε η αλμοδοβαρική πορεία του Θάνου Αλεξανδρή

 

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Γιώργο Μαρίνο;

Για έναν χρόνο πηγαινοερχόμουν. Έφτανα μέχρι την πόρτα της Μέδουσας και ξανάφευγα. Ήμουν πολύ αμήχανος και συνεσταλμένος, ένα χωριατάκι ήμουνα 19 χρόνων. Ώσπου ένα βράδυ ήπια λίγο κονιάκ για να πάρω θάρρος και κατέβηκα τα σκαλιά. Πήγα στο καμαρίνι του Μαρίνου και του είπα ότι ήθελα να δουλέψω μαζί του. Εκείνος εντυπωσιάστηκε όταν έμαθε ότι ήμουν στη σχολή του Κουν και στη Νομική – τότε αυτά φάνταζαν εξαιρετικά. Μου ζήτησε να περάσω από οντισιόν όπου τραγούδησα το «Ακορντεόν» του Λοΐζου. Ετσι, με κράτησε για δύο χρονιές. Βέβαια, ο Κουν απαγόρευε να δουλεύεις παράλληλα με τη σχολή και αναγκάστηκα να φύγω από εκεί και να τελειώσω μια άλλη.

 

Τι έμαθες δίπλα του;

Ο Μαρίνος είχε πάρει το σόου, ένα είδος που θεωρούνταν ευτελές τότε –όπως οτιδήποτε είχε σχέση με τη νύχτα–, και το είχε κάνει ακριβή τέχνη. Ήταν πολύ αυστηρός, μαζί του έμαθα να πειθαρχώ. Έδινε ραντεβού στις έξι το απόγευμα, αν πήγαινες έξι και δέκα μπορούσε ακόμη και να σε διώξει. Κοντά του έμαθα τι εστί καλλιτέχνης. Στην Πλάκα τότε κυριαρχούσαν οι μπουάτ με τα πολιτικά τραγούδια. Από τη μια ήταν ο Πάνος Τζαβέλλας, ο Μανώλης Μητσιάς, η Τάνια Τσανακλίδου, ο Νικόλας Άσιμος και από την άλλη ο Μαρίνος που φάνταζε σαν μια Νέα Υόρκη σε ξένο σώμα.

 

Το κοινό του Τζαβέλλα δεν θα πήγαινε στον Μαρίνο φαντάζομαι.

Ένα μέρος του κοινού θεωρούσε τον Μαρίνο ακόμη και τον Κουν ανθρώπους του συστήματος επειδή δεν ήταν πολιτικοποιημένοι. Ωστόσο είχα συναγωνιστές που ήρθαν να με δουν στη Μέδουσα και ενθουσιάστηκαν. Κι εγώ με μεγάλη χαρά πήγαινα στην μπουάτ όπου τραγουδούσε η Λήδα Χαλκιαδάκη και η Δανάη Στρατηγοπούλου απήγγειλε Λόρκα και άλλους ποιητές. Η νέα γενιά μού αρέσει γιατί μπορεί να λέει πως γουστάρει Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Πάολα ταυτόχρονα. Εγώ τότε είχα ενοχές γιατί μου άρεσαν ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις αλλά λάτρευα την Κλειώ Δενάρδου, τη Μαρίνα, την Τάμμυ, την Τζελσομίνα, τον Δάκη, τον Χρυσό. Κι έτσι όταν έρχονταν στο σπίτι οι φίλοι και συναγωνιστές είχα πάνω πάνω τα τραγούδια με τη Μαρία Δημητριάδη και όλα τα άλλα τα έκρυβα γιατί θεωρούνταν ιεροσυλία να πεις ότι σου αρέσει ο Δάκης. Και με έπιανε η ενοχή μου, τι θα κάνω με την καριέρα μου, γιατί δεν ήταν το στιλ μου να λέω επαναστατικά.

 

Με το σκυλάδικο τι σχέση είχες τότε;

Δεν το είχα ανακαλύψει ακόμη. Νόμιζα ότι σκυλάδικο ήταν ο Πάριος. Τα δώδεκα χρόνια που πέρασα αργότερα στα σκυλάδικα ήταν η ωραιότερη περίοδος της ζωής μου.

 

Φαντάζομαι ότι δεν ήταν εύκολο να δουλεύεις σε αυτά τα μαγαζιά.

Όταν άρχισα να δουλεύω στα μπουζούκια μη νομίζεις ότι έγινε αποδεκτό από συμφοιτητές και φίλους διανοούμενους. Όταν ξεκινούσα αυτούς τους χώρους τους λοιδορούσαν. Στην πορεία όχι μόνο τους αποδέχτηκαν, αλλά τους απογείωσαν με δόξα και τιμή. Όλο αυτό έγινε στο πλαίσιο του καλτ, αλλά δυστυχώς όπου έχουν μπλεχτεί οι διανοούμενοι τα καταστρέφουν. Το σημειολογούν πολύ, το υπεραναλύουν. Βγάζουν βιβλία για να σημειολογήσουν τι; Την καύλα; Δεν σημειολογείται η καύλα. Και δεν γράφεται. Πρέπει να τη ζήσεις και να τη νιώσεις. Εδώ άνθρωποι που δεν ξέρουν τη νύχτα μπαίνουν σε αίθουσες πανεπιστημίου και δίνουν διαλέξεις. Η μόνη φωτεινή εξαίρεση ήταν ο Κωστής Παπαγιώργης.

 

Δεν είναι εκ των πραγμάτων αλαζονικό να αντιμετωπίζεται μια κατάσταση ως καλτ;

Ναι, με εκνευρίζει αυτός ο όρος. Το σκυλάδικο είναι κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Όπως οτιδήποτε αυθεντικό, πρώτα το ανακαλύπτει ο λαός. Και πρέπει να περάσουν δεκαετίες για να το ανακαλύψουν οι διανοούμενοι και να το υιοθετήσουν ώστε να επωφεληθούν από αυτό. Πιστεύω για κάποια πράγματα ότι πρέπει να μένουν εντός των τειχών τους. Το σκυλάδικο δεν ήταν ένας χώρος για όλους. Δεν ήταν γκέτο, αλλά απέρριπτε τους άσχετους και πιστεύω ότι μπήκαν πολλοί άσχετοι και το διαπόμπευσαν, το ξεφτίλισαν.

 

Από την εποχή της φάσης των νυχτερινών μαγαζιών

 

Τι άλλαξε και τελείωσε η εποχή του;

Πολλοί είναι οι λόγοι. Ακόμη και το ότι όταν έπεσε ο σοσιαλισμός άρχισε η κάθοδος των κοριτσιών από Ρωσία και Βαλκάνια. Τα μπουζούκια μέχρι τότε στηρίζονταν στις Ελληνίδες. Από εκείνη την εποχή και μετά ο κάθε εργάτης ή γεωργός μπορούσε να βρει μια δίμετρη Ρωσίδα με ελάχιστα χρήματα, ενώ στα μπουζούκια για να έχει μια μεσόκοπη –αν την είχε ποτέ– έπρεπε να πουλήσει χωράφι. Σταδιακά λοιπόν άρχισαν να δουλεύουν πολύ τα μπαράκια και να εξαφανίζονται τα μεγαλύτερα μαγαζιά. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι άλλαξε η ανθρωπογεωγραφία, δηλαδή άρχισαν να φεύγουν οι μεγάλες ηλικίες που κρατούσαν τα μπουζούκια. Ήδη από τη δεκαετία του ’90 στα πρώτα τραπέζια άρχισαν να έρχονται νέοι. Ο νέος είχε από πέντε γκόμενες ο καθένας, δεν χρειαζόταν την τραγουδίστρια. Αυτά τα μαγαζιά μέχρι τότε κρατιούνταν από μεγάλους λογαριασμούς λόγω καψούρας με την τραγουδίστρια ή τη χορεύτρια.

 

Δηλαδή ο πυρήνας του σκυλάδικου ήταν αποκλειστικά η καψούρα;

Εννοείται. Και να σου πω την αλήθεια, όλη αυτή η διαδικασία ήταν πολύ γοητευτική. Καθένας έμπαινε στο μαγαζί για κάποιο σκοπό. Δεν ερχόταν για να ακούσει δυο τραγούδια· όχι ότι δεν υπήρχαν κι αυτοί που πήγαιναν για να πιουν, να μερακλώσουν και να φύγουν. Υπήρχαν όμως οι προύχοντες, οι γεωργοί που έπαιρναν τις μεγάλες επιδοτήσεις. Θυμάμαι μια φορά κάποιον που κράταγε μια μαύρη σακούλα με χιλιάρικα από την επιδότηση που είχε πάρει και παρακάλαγε μια χορεύτριά μου να του κάτσει. Όλοι αυτοί θέλανε να ρίξουν την τραγουδίστρια. Η μαγκιά της κοπέλας ήταν βέβαια να κάνει κονσομασιόν αλλά να μην κάτσει, γιατί αν καθόταν με την πρώτη θα έχανε τον πελάτη. Έτσι τους είχαν και τους ταλαιπωρούσαν δυο τρεις μήνες μέχρι που τελείωνε η επιδότηση, έπειτα πουλούσαν κάνα χωράφι κ.λπ. Και επειδή υπάρχει μια παρεξήγηση, όταν λέμε κονσομασιόν δεν εννοούμε ότι πήγαιναν οπωσδήποτε στα κρεβάτια οι κοπέλες ή οι άντρες. Κονσομασιόν είναι οι δημόσιες σχέσεις, αυτό δηλαδή που γίνεται και στις διαφημιστικές εταιρείες και στην τηλεόραση και σε άλλους χώρους.

 

Τι έμαθες για την ανθρώπινη φύση μέσα σε αυτά τα μαγαζιά;

Μέχρι τα 18 δεν είχα βγει από το σπίτι μου. Ζούσα μια ζωή με νηστεία, προσευχή και ψαλμωδίες – ήμουν παπαδάκι. Μέχρι τότε δεν είχα ούτε έναν φίλο, δεν ήξερα καν τι είναι η καφετέρια. Για πρώτη φορά πήγα στην Αθήνα όταν πέρασα στη Νομική, παρότι η Αρτάκη απέχει μόλις τρία τέταρτα. Άρα, έχοντας μια υπέροχη οικογένεια με πολλή αγάπη και ζώντας στην απομόνωση δεν ήμουν γνώστης των ανθρώπων. Στη νύχτα όμως, που το αλκοόλ απελευθερώνει, άρχισα να παρατηρώ καλύτερα και μπορώ να σου πω ότι στη νύχτα γνώρισα εκπληκτικούς ανθρώπους που ακόμη κι αν έκαναν περίεργες ή παράνομες δουλειές είχαν μπέσα, ένα ήθος περίεργο. Όταν λόγω Μαλβίνας μεταπήδησα από τη νύχτα στη δημοσιογραφία εξεπλάγην. Δεν υπήρχε εκεί η γενναιοδωρία των ανθρώπων της νύχτας.

 

Με τη Μαλβίνα Κάραλη γνωριζόσασταν από παιδιά;

Τη γνώρισα όταν ήμουν περίπου στα 14, προτού εκείνη μπει στα μίντια και ασχοληθεί με όλα αυτά για τα οποία έγινε γνωστή· ήταν η σταρ της Χαλκίδας. Ήταν σταρ από τα 13 της όταν ζωγράφισε γυμνή την Αγία Παρασκευή, την πολιούχο της πόλης. Αυτό δημιούργησε σάλο και από εκεί άρχισε να χτίζει τον μύθο της. Κατά σύμπτωση, ο αδερφός μου άνοιξε την πρώτη μπουτίκ της Χαλκίδας ακριβώς απέναντι από το βιβλιοπωλείο του τότε άντρα της, του Βαγγέλη Κάραλη. Η Μαλβίνα τότε ήταν όπως η Έλενα Ναθαναήλ στα νιάτα της, μια θεά, και όλα τα παιδιά μαζευόμασταν απέξω να τη δούμε. Την έζησα πολλά χρόνια. Ήταν η πρώτη στην οποία είπα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, η πρώτη στην οποία μίλησα για τον Μαρίνο, για τα μπουζούκια. Είχε γοητευτεί από τα μπουζούκια και μια φορά που δεν είχα κοπέλα μού ζήτησε να την πάρω μαζί μου. Της εξήγησα ότι αυτό δεν ήταν εύκολο, τα μπουζούκια δεν είναι λογοτεχνία. Αν ερχόταν, θα έπρεπε να κάθεται στα τραπέζια και να κάνει κονσομασιόν, να προσπαθεί να πείσει τον πελάτη να της ανοίξει σαμπάνια, να σπάσει πιάτα. Το έχω μετανιώσει λίγο που τελικά δεν το κάναμε. Θα είχαμε βγάλει μερικές ωραίες φωτογραφίες.

 

Αργότερα ωστόσο συνεργαστήκατε για χρόνια κάνοντας πράγματα ασυνήθιστα για την εποχή. Υπάρχει κάτι που θυμάσαι έντονα;

Την περίοδο που έκανε την εκπομπή «Η πόλις εάλω» στο Seven-X, στην οποία ήμουν διευθυντής παραγωγής, γυρνούσαμε όλη τη νυχτερινή Αθήνα. Πηγαίναμε μαζί σε μπουζούκια, σε κλαμπ, παντού και παίρναμε τηλεοπτικά πλάνα τα οποία μετά η ίδια στο στούντιο σημειολογούσε με τα κουλτουριάρικά της. Μια φορά, χειμώνας ήταν, μου ζήτησε να πάμε στη Φυλής. Πήγαμε λοιπόν και σταθήκαμε έξω από ένα μπουρδέλο όπου ένας ξαναμμένος φαντάρος που μετρούσε τα κέρματά του για να μπει μέσα έμεινε να την κοιτάζει αποσβολωμένος να απαγγέλλει στίχους από τα «Άνθη του Κακού» του Μποντλέρ. Κάποια στιγμή μαζεύτηκε κόσμος και άρχισαν όλοι να βρίζουν, αλλά αντί να φύγουμε η Μαλβίνα ήθελε να μείνουμε για να απαγγείλει και Χειμωνά. Ο κόσμος έβριζε και εκείνη το απολάμβανε.

 

Η λάμψη των νυχτερινών 80s

 

Εκείνη την περίοδο ξεκινήσατε και την εκπομπή «Trash TV»;

Η λέξη trash για πρώτη φορά ακούγεται τότε στο ελληνικό τηλεοπτικό λεξιλόγιο, μιλάμε για το 1996. Ήταν μια ιδέα της Μαλβίνας και αυτό που κάναμε ήταν να παίρνουμε ανθρώπους που δεν θεωρούνταν πρώτη επιλογή από άλλες εκπομπές και να κάνουμε ποίηση, κάτι έξω από τα συνηθισμένα. Την εποχή εκείνη κανείς δεν ήθελε μια τέτοια εκπομπή. Η Μαλβίνα για να ψήσει τον Κουρή του έλεγε ότι εγώ και ο Θανάσης Αναγνωστόπουλος που θα την παρουσιάζαμε είχαμε γνωριμίες, ότι θα φέρναμε στην εκπομπή τη Μαρινέλλα, τον Πάριο και τη Μοσχολιού. Ο άλλος ενθουσιάστηκε. Αντί για Μαρινέλλα, εμείς είχαμε στην εκπομπή την Κατερίνα Σνάιντερ και την Καλή Φέρρη. Κάποια στιγμή είδε ο Κακουλίδης τον Κουρή και του είπε ότι στο κανάλι του είχε την καλύτερη εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης. Έπειτα από αυτό ο Κουρής, ο οποίος μέχρι τότε δεν ήξερε καν την εκπομπή, άρχισε να μας δίνει κάποια λεφτά της πλάκας. Ο τελευταίος που μετέφερε το γοβάκι της Ρούλας Κορομηλά έπαιρνε 500 χιλιάδες δραχμές και εμείς, παρουσιαστές σε μια εκπομπή που έκανε φοβερή τηλεθέαση, παίρναμε 100 χιλιάδες και άμα. Κάθε φορά που πήγαινα να πληρωθώ με ρωτούσε ο ταμίας στο λογιστήριο αν δούλευα στο κανάλι.

 

Το «Trash TV» ήταν πολύ κόντρα στο υπόλοιπο τηλεοπτικό τοπίο. Ήταν η πρώτη στο είδος της εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης;

Ναι, δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Τότε ήταν στις μεγάλες του δόξες το λαϊφστάιλ, ένας κόσμος φαντασμαγορικός που θύμιζε κάτι από Μαντάμ Σουσού. Εμείς, κόντρα σε όλο αυτό, θέλαμε να φτιάξουμε μια δική μας αυλή των θαυμάτων. Το «Trash TV» και αργότερα η «Καρακορτάδα» ήταν ένας εικονικός κόσμος όπου η Ελενα Βασιλάκη, που ήταν μια πολύ γλυκιά γριούλα, ήταν η Μις Υφήλιος, κάποιος άλλος ήταν ο Εθνικός Κομμωτής της Κορίνθου και μαζί τους στην ίδια ομάδα ήμασταν κι εμείς. Ολοι μαζί ήμασταν οι ωραιότεροι και οι καλύτεροι και ήμασταν ευτυχισμένοι με αυτό, το κάναμε με αγάπη, δεν κοροϊδεύαμε, όπως έγινε αργότερα με εκπομπές τύπου «Παρατράγουδα».

 

Θα ήθελες να ξανακάνεις τηλεόραση;

Κάναμε τηλεόραση σε μια εποχή κατά την οποία υπήρξε αληθινή ελευθερία και στα μικρά κανάλια είχες την άνεση να κάνεις το όνειρό σου πραγματικότητα χωρίς να το πάρει είδηση ούτε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης. Τώρα τι; Η εξέλιξη της ανοησίας που και τότε κυριαρχούσε έγινε πιο ανοησία και σύσσωμος ο τηλεοπτικός κόσμος την αναπαράγει καθημερινά και τη σημειολογεί με πάθος χωρίς να υπάρχει ούτε ένα πρόσωπο πεφωτισμένο, για να ’χουμε και ’μεις σημείο αναφοράς. Και ως θεατής και ως δημιουργός νιώθω ότι η τηλεόραση έχει τελειώσει. Να κάνω «Trash TV» και «Καρακορτάδα» ξεχάστε το, γιατί οι ιθύνοντες θα πάθουν εγκεφαλικό. Αυτό που θα μου πήγαινε και θα μπορούσε να γίνει επιθεωρησιακό θα είχε να κάνει με μαγειρική, που πιστεύω είναι το μοναδικό ταλέντο που διαθέτω. Για να γίνεις όμως μάγειρας σε τηλεοπτική εκπομπή σήμερα πρέπει να γίνεις σεξουαλικό αντικείμενο του πόθου και, λυπάμαι, δεν προλαβαίνω σε δυο μήνες που θα λήξει το lockdown. Τέλος, για να κάνεις τηλεόραση πρέπει να ’χεις κονέ με σόμπες, υαλουρονικά, ρόμπες που θεραπεύουν την ισχυαλγία και μαξιλάρια που στέλνουν στο διάολο το αυχενικό. Φαντάζεσαι να έκανε σήμερα τηλεόραση η Μαλβίνα και για να αρπάξει τη χορηγία να έπρεπε να εξηγήσει στον Ριχάρδο με όλες τις λεπτομέρειες το κόνσεπτ της εκπομπής της;

INF0

Το βιβλίο «Του Οσίου Αλμοδόβαρ ανήμερα» του Θάνου Αλεξανδρή κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάκτος

Documento Newsletter