Θανάσης Πολυκανδριώτης: Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής που έβγαλε η χώρα

Θανάσης Πολυκανδριώτης: Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής που έβγαλε η χώρα
Ο Θανάσης Πολυκανδριώτης με τον Στέλιο Καζαντζίδη στην ταινία «Ο γεροντοκόρος» του Ορέστη Λάσκου (1967)

Ο συνθέτης και μουσικός Θανάσης Πολυκανδριώτης καταγράφει στιγμές του με τον Στέλιο Καζαντζίδη από τις μέρες της Κυψέλης τη δεκαετία του 1960.

Τον Στέλιο τον γνώρισα σε παιδική ηλικία, εγώ πρέπει να ήµουν δεκαπέντε ή δεκαέξι χρονών όταν πήγαµε να τον δούµε µαζί µε τον πατέρα µου, που ήταν φίλοι, στο σπίτι του στην Κυψέλη που ήταν µαζί του και η κυρα-Γεσθηµανή, η µάνα του που την υπεραγαπούσε. Πρώτη επαφή καλλιτεχνική είχα µαζί του το 1973, όταν κάναµε πρόβες στο κουτούκι του Νίκου Παντέλου, κάπου σε ένα στενό στην Αχαρνών, για να πάµε στο Λονδίνο για κάποιες συναυλίες που δεν έγιναν ποτέ.

Επαιξα µπουζούκι σε πολλά τραγούδια της δισκογραφίας του και το 1988 ευτύχησα να µε τραγουδήσει στον δίσκο «Ελεύθερος» και να κάνω επιτυχίες µαζί του το «Ζηλεύω τα πουλιά», «Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους» και το «Αν ρωτάς, να σου πω». Από τότε γίναµε φίλοι οικογενειακοί, αφού αρκετές φορές βρεθήκαµε και ήπιαµε κρασί, µιλήσαµε είτε στο σπίτι του είτε στο δικό µου και τότε κατάλαβα τι άνθρωπος είναι τελικά. Το 1995 τραγούδησε τέσσερα τραγούδια µου, µε πιο σηµαντική στιγµή για µένα το τραγούδι «Υµνος στη ζωή» σε ποίηση Ναζίµ Χικµέτ. Το 1998 τραγούδησε δύο τραγούδια µου σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το «Να µη µε λένε Στέλιο» και το «Εγώ ποτέ δεν τραγουδώ».

Με τα καλλιτεχνικά ήταν ευλογία που µε τραγούδησε, αλλά για µένα που τον γνώρισα σε βάθος πολλά ήταν τα καλά του: ήταν ένα µεγάλο παιδί, αληθινός στις παρέες του, πίστευε στον άνθρωπο, είχε πάνω απ’ όλα την µπέσα και απεχθανόταν την απληστία. Τον θεωρώ φίλο και τον µεγαλύτερο τραγουδιστή που έβγαλε ποτέ αυτή η χώρα. Ηταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας που όποιος του χτυπούσε σίγουρα θα του έδινε ένα ποτήρι νερό.

Το εξώφυλλο του δίσκου «Τα βιώματά μου»

 

Κάποιο βραδάκι πήγαµε µε τις γυναίκες µας και τον Νίκο Τζανιδάκη µε την Πόπη για µεζέ έξω από την Ελευσίνα σε µια ταβέρνα. Τότε ήταν που του είχα δώσει το τραγούδι «Τα βιώµατά µου». ∆εν ήθελε να το τραγουδήσει και όταν φτάσαµε εκεί µου λέει: «Ελα, πάµε στην κουζίνα να δούµε τι έχει. Εκεί ήταν µια κυρία ηλικιωµένη που τη ρωτάει ο Στέλιος: “Τι καλό έχεις, γιαγιά µου, να φάµε;». Μας λέει κάποια φαγητά και ξαφνικά µε πιάνει από τον ώµο και λέει στην κυρία: «Για πες µου τι είναι τα βιώµατα…». Εκείνη τον κοιτάζει στα µάτια και του λέει: «Το βιος, γιε µου». Γυρίζει και µου λέει: «Βλέπεις, ακόµη κι αυτή η µεγάλη γυναίκα δεν ξέρει τι είναι τα βιώµατα». Του απαντώ: «Στέλιο µου, µα σου απάντησε µε τον τρόπο της, εσύ κι αν έχεις βιώµατα τόσα χρόνια µε αυτά που έχουν δει τα µάτια σου και έχουν ακούσει τα αυτιά σου». Σε λίγες µέρες τραγούδησε «Τα βιώµατά µου λιώνουν σίδερα». Ηταν δύσκολο να πει αµέσως «ναι» στο τι θα τραγουδήσει, ήθελε να το ψάξει καλά, να είναι ο ίδιος πεισµένος γι’ αυτό που θα πει.

Οταν ο Χαψιάδης µου έφερε το ποίηµα «Υµνος στη ζωή» του Ναζίµ Χικµέτ και το διάβασα του είπα: «Λευτέρη, αυτήν τη φράση που λέει “η ζωή […] που ’ναι σιχαµένη” δεν µπορεί να την τραγουδήσει κανείς άλλος εκτός από τον Στέλιο». Οταν του έδωσα να διαβάσει τον στίχο είπε: «Αυτό θα το πω εγώ». «Ωραία», του λέω, «θα σ’ το φτιάξω µε ένα µπουζούκι και είκοσι βιολιά». Με κοίταξε και ήταν σαν να µου έλεγε «το περιµένω». Πράγµατι, πήγαινε τρεις µήνες στο στούντιο αλλά δεν µπορούσε να το πει. Μου έλεγε ο Νίκος ότι ήταν πολύ φορτισµένος. Ωσπου µια νύχτα στις τρεις η ώρα µε παίρνει τηλέφωνο και µου λέει: «Το τραγούδησε τώρα και φεύγουµε από το στούντιο». Εγώ δεν κοιµήθηκα από την αγωνία µου και το πρωί έφυγα να πάω να το ακούσω. Συνταρακτική η ερµηνεία του και κατάλαβα γιατί του ήταν δύσκολο.

Documento Newsletter