Συνάντησα τον Θανάση Γκαϊφύλλια την ημέρα του συλλαλητηρίου στην Αθήνα για την ονομασία της Μακεδονίας. Δεν κατηφόρισε γι’ αυτό από την Κομοτηνή, αλλά για να παρουσιάσει ένα μουσικό αφιέρωμα για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θράκη.
Η μουσική πορεία του Θανάση Γκαϊφύλλια χαρακτηρίστηκε από το νέο κύμα και τη ροκ, συνεργάστηκε με τους σημαντικότερους καλλιτέχνες αυτού του χώρου και έχει σφραγίσει με τις μουσικές και την ιδιαίτερη ερμηνεία του τραγούδια όπως η «Εκδρομή» σε ποίηση του Μάνου Ελευθερίου.
Άνθρωπος γλυκός, πράος, που όμως διατηρεί τη δυναμικότητά του, με άποψη ριζοσπαστική για όλα τα θέματα. Αναπόφευκτα, η συζήτησή μας ξεκίνησε από την πολιτική: «Καταφέραμε και γίναμε οι παρίες της Ευρώπης. Πάντα άλλοι φρόντιζαν για τη μοίρα μας, από τότε που γίναμε προτεκτοράτο της Δύσης μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σήμερα βιώνουμε την παγκοσμιοποίηση του χρήματος. Στις κυβερνήσεις έχουν τοποθετηθεί πρώην υπάλληλοι τραπεζών κι εμείς έχουμε την ψευδαίσθηση ότι τους εκλέγουμε και αναλωνόμαστε σε κομματικές διαμάχες».
Γιατί η Αριστερά δεν καταφέρνει να συσπειρώσει τον κόσμο, αντιθέτως αυξάνεται η αποδοχή της εγκληματικής Χρυσής Αυγής;
Γιατί ο Έλληνας έχει τον ατομισμό μέσα του. Θα πω κάτι τετριμμένο: τα κατάλοιπα της συμπεριφοράς του εντοπίζονται στην τουρκοκρατία. Εμαθε να μην εμπιστεύεται το κράτος και να προσπαθεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις του απέναντί του. Λειτουργεί στην ημιπαρανομία. Βολεύτηκε με αυτήν τη νοοτροπία και όποιος τόλμησε να του χαλάσει το ραχάτι μαύρο φίδι που τον έφαγε. Ορα Καποδίστριας. Πήγε να τους ξεβολέψει, τι το ήθελε; Δεν τον ήξερε τον Έλληνα όταν ήρθε. Η κυβέρνηση που έχουμε προσπαθεί, αλλά τι να σου κάνει με το 3%. Γιατί αυτό είναι το ποσοστό που έχει πραγματικά. Από την αρχή ήμουν επιφυλακτικός ως προς το τι μπορεί να καταφέρει, εφόσον όλα ήταν υπογεγραμμένα και δεσμευτικά. Αυτά περίμενα να κάνει, τα λίγα. Δεν της επιτρέπουν περισσότερα. Μακάρι να καταφέρει να ξεφύγει. Ποιος ξέρει, μπορεί να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις. Η Χρυσή Αυγή από την άλλη δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αφού ξεθάρρεψαν τα δισέγγονα των δωσίλογων… Σε ένα ταραγμένο περιβάλλον η μάζα θα πάει με τη συμμορία των λύκων. Ξυπνούν άγρια ένστικτα πια.
Να μιλήσουμε για την τέχνη σας. Πως ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με τη μουσική;
Στην φιλαρμονική του δήμου, στην Κομοτηνή. Από 10 χρονών ξεκίνησα να παίζω κλαρίνο. Δεν μου έφτανε όμως να παίζω τραγούδια άλλων. Σκάρωνα και δικά μου. Ήμουν ταλεντάκι (γέλια). Η οικογένειά μου δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική. Μάλιστα τη κιθάρα μου την είχαν αγοράσει για τον πρωτότοκο αδερφό μου, αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία κι έτσι την πήρα εγώ.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Όταν ήμουν 20 χρόνων για να παρουσιάσω τα τραγούδια μου στη Λύρα, σε αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, τον Αλέκο Πατσιφά. Μου τον είχαν συστήσει, λανθασμένα όμως, ως Κατσιφά. Όταν τον ζήτησα γελούσαν όλοι και δεν ήξερα γιατί! Με έβαλε να παίξω τα τραγούδια μου (μάλιστα δεν είχα την κιθάρα μου μαζί και μου έδωσε του Σαββόπουλου). Σε λίγη ώρα μου συνέταξε συμβόλαιο. Βγήκε λοιπόν το πρώτο μου δισκάκι με τα τέσσερα αυτά τραγούδια. Αλλά εγώ εν τω μεταξύ είχα παρουσιαστεί στρατιώτης. Άκουγα στο ραδιόφωνο διαφήμιση για το δισκάκι μου. Τι χαρά! Το άτυχο όμως ήταν ότι υπηρέτησα 27 μήνες τότε που ήμουν στην επικαιρότητα. Ενώ είχα αρχίσει τις εμφανίσεις με τον Γιώργο Ζωγράφο, τις διέκοψα. Τραγουδούσα στην αφρόκρεμα του πνεύματος και πάνω που άρχισα… Τελειώνοντας τη θητεία μου ξεκίνησα πάλι από την αρχή. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατάφερα να αποκτήσω τον δικό μου χώρο, την Πέμπτη Εποχή στην Πλάκα. Ήταν απίστευτη η πορεία μου, ήμουν πολύ ευχαριστημένος.
Εν μέσω δικτατορίας μεσουρανούσατε στο Κύτταρο με τους Socrates, τον Πουλικάκο, τους Εξαδάχτυλους, σε σκληρές στιγμές ροκ.
Ναι, το νέο κύμα είχε αρχίσει πια να δύει και με το Κύτταρο ανέτειλε η νέα ροκ σκηνή, το 1971. Φαντάσου, παίζαμε επτά ημέρες την εβδομάδα, δυο προγράμματα την ήμερα. Και Κυριακάς και εορτάς τρία: πρωί, μεσημέρι, βράδυ! Το μαγαζί ήταν πάντα κατάμεστο και τραγουδούσα πολύ σκληρά τραγούδια όπως το «Παλιοκουφάλες, ανάληψη μυρίζει ο αέρας».
Πώς γλιτώνατε τους ελέγχους εκείνη την εποχή;
Την ευθύνη για τα μαγαζιά την είχε η αστυνομία. Ο στρατός αναμειγνυόταν στη λογοκρισία, καραβανάδες ήταν. Όταν τους υποβάλλαμε κατάσταση με τα τραγούδια που θα παίζαμε δηλώναμε ότι θα λέμε Πιτσιλαδή, Κατσαρό κ.ά. Έπεται ότι θα έρχονταν οι ασφαλίτες να ελέγξουν. Κι εάν έρχονταν, τους κερνούσαν ποτό και έφευγαν. Κάποια στιγμή θυμάμαι ο Μαμαγκάκης, για να το διασκεδάσει το πράγμα, είχε υποβάλει ένα τραγούδι – τους στίχους και την παρτιτούρα. Τα λόγια ήταν «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς» και η μουσική ήταν του εθνικού ύμνου. Και πήρε την έγκριση. Είχε πέσει το γέλιο της αρκούδας! Αυτά όμως μέχρι το Πολυτεχνείο. Μετά έγινε η χούντα του Ιωαννίδη που ήταν απίστευτης σκληρότητας δικτάτορας. Έβγαλε την ΕΣΑ και έκλεισαν όλα τα μαγαζιά· και το δικό μου. Τότε πήγα και τραγουδούσα με τον Ξυλούρη, τη Δόμνα Σαμίου, τη Μαρίζα Κωχ, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη.
Με τη Μαρίζα Κωχ μάλιστα δώσατε μια σειρά συναυλιών στην Σοβιετική Ένωση.
Ναι, το 1975 στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών με τις σοσιαλιστικές χώρες η Μαρίζα Κωχ ηγήθηκε ενός πολυάνθρωπου καλλιτεχνικού σχήματος και περιοδεύσαμε σε Ουκρανία, Γεωργία, Ρωσία, Αζερμπαϊτζάν. Μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ιδίοις όμμασι τη σοσιαλιστική καθημερινότητα. Μας υποδέχθηκαν με απρόσμενη αγάπη και ζεστασιά. Φιλόξενοι, φιλότεχνοι και καλλιεργημένοι γέμιζαν τα υπέροχα θέατρα και μας αποθέωναν. Κάπου στο βάθος όμως διέκρινες μια κόπωση από τη διαρκή αναμονή των καλύτερων ημερών. Ήθελαν, κυρίως οι νέοι, να απολαύσουν λίγα από τα αγαθά της ειρήνης που απολάμβαναν στη δύση και η μονολιθική κομματική νομενκλατούρα τούς το απαγόρευε.
Και το χειρότερο ήταν πως έβλεπαν τους πειρασμούς πίσω από τις βιτρίνες των καταστημάτων Μπιριόσκα αλλά δεν μπορούσαν να τα αγοράσουν με ρούβλια, μόνον με συνάλλαγμα. Η μαύρη αγορά οργίαζε, ακόμη και στην ασφυκτικά ελεγχόμενη Κόκκινη Πλατεία. Λίγα χρόνια αργότερα έβλεπα με θλίψη σε ζωντανή μετάδοση τις οδομαχίες στους κεντρικούς δρόμους της Μόσχας, της Τιφλίδας και του Μπακού και τον Γέλτσιν να μεθάει με βότκα και εξουσία την ώρα που τα πάντα κατέρρεαν.
Αλήθεια, γιατί εν μέσω όλης αυτής της επιτυχίας αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Κομοτηνή;
Η μεταπολίτευση παρέσυρε τα πάντα. Εάν ήθελα να παραμείνω στον χώρο θα έπρεπε να κάνω συμβιβασμούς. Απογοητευμένος, προτίμησα να γυρίσω σπίτι μου. Άνοιξα ένα δισκοπωλείο-βιβλιοπωλείο, το Κύτταρο, το οποίο έγινε σημείο αναφοράς στην Κομοτηνή. Εκανα τις δικές μου δισκογραφικές παραγωγές όπως τις ήθελα. Και οικονομικά ήμουν ευχαριστημένος αφού είχα βρει τρόπο και μέσα από το μαγαζί πουλούσα τους δίσκους μου σε όλες τις γωνίες της Ελλάδας. Ειλικρινά σ’ το λέω, δεν έχω κανένα παράπονο από αυτά που έκανα. Τελικά το μαγαζί ολοκλήρωσε τον κύκλο του το 2003, αφού κατέρρευσε η δισκογραφία. Για εμάς τους παλιούς διαλύθηκε ό,τι ξέραμε. Τώρα οι νέοι θα βρουν καινούργιους τρόπους.
Στη Θράκη συμβιώνετε με τη μουσουλμανική μειονότητα. Υπάρχουν εθνικιστικές εξάρσεις;
Υπάρχουν και μάλιστα η χειρότερη ήταν η δική μας το 1990. Ενας μουσουλμάνος σκότωσε έναν χριστιανό γιατί διαφώνησαν για το θέμα των σχολικών βιβλίων. Και τότε, αντί να διατηρηθεί η δέουσα ψυχραιμία, υποδαυλίστηκε από σκοτεινά κέντρα μια διαδήλωση με καμιά διακοσαριά άτομα που περιόδευσαν στην αγορά και έσπασαν τα καταστήματα των μουσουλμάνων. Ήταν φρίκη να βλέπεις την πόλη να καταστρέφεται. Η αστυνομία απλώς παρακολουθούσε. Δίπλα στο δικό μου μαγαζί είχε ο Νεντίν ένα μικρό μαγαζάκι που πουλούσε πουλιά και ψάρια και μόλις είδε ότι έρχονταν για το μαγαζί του, πήρε πέτρα και έσπασε ο ίδιος τη βιτρίνα, για να μη του σπάσουν τα ενυδρεία. Ήταν ότι πιο ηλίθιο μπορούσαμε να κάνουμε. Εμείς ως πλειονότητα πρέπει να δίνουμε το χέρι, όχι να επιτρέπουμε στους τραμπούκους να καταστρέφουν το μέλλον της πόλης και της χώρας. Η συμβίωση αυτή απαιτεί να καταθέτουμε καλές προθέσεις, καθημερινά, όλοι μας. Να έχουμε οδηγό το ότι ο μόνος δρόμος είναι αυτός της ειρηνικής συνύπαρξης. Μέχρι τώρα τα έχουμε καταφέρει –σχεδόν– καλά. Είμαστε το γαλατικό χωριό της Θράκης που αντιστέκεται.
Σήμερα με τι ασχολείστε κ. Γκαιφύλλια;
Γράφω όλο και λιγότερο πια. Ασχολούμαι με το να στηρίζω νέους μουσικούς. Θέλω να είμαι χρήσιμος. Είμαι πολύ ευχαριστημένος εάν μπορώ να προσφέρω όπου υπάρχει ανάγκη για κοινωνική προσφορά.
Eυχαριστώ θερμά τον Θανάση Γκαιφύλλια για την παραχώρηση των φωτογραφιών από το προσωπικό του αρχείο.
INFO Ο δίσκος του Θανάση Γκαϊφύλλια «Stavento» επανακυκλοφόρησε το 2017 σε 200 αριθμημένα αντίτυπα βινυλίου
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento στις 25/2/2018