Η πρόσφατη αγωνιώδης καταγγελία γνωστού ηθοποιού, που αναζήτησε διαμέρισμα προς μίσθωση για τον φοιτητή γιο του και συνάντησε τις παράλογες οικονομικές απαιτήσεις ιδιοκτητών, έφερε στο επίκεντρο τα τεράστια αδιέξοδα που εδώ και χρόνια αντιμετωπίζουν χιλιάδες οικογένειες στη χώρα μας.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα οι απαιτήσεις για την καταβολή ενοικίων εκτός πραγματικότητας οδηγούν ακόμη και στην αδυναμία φοίτησης πολλών επιτυχόντων στις πανελλαδικές εξετάσεις.
Δε νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη ματαίωση για ένα νέο άνθρωπο που ξεκινά τη ζωή με όνειρα και ελπίδες από το να μη σπουδάσει επειδή η οικογένειά του δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην καταβολή ενός απλησίαστου μισθώματος, αφού, όπως έχει παρατηρηθεί, το κόστος στέγασης αγγίζει πλέον το 60% του μέσου μηνιαίου μισθού.
Δυστυχώς, γι’ αυτήν τη βαθιά στεγαστική κρίση δεν υπάρχουν πολιτικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να την ανατρέψουν. Καθότι η κυβέρνηση ως υπηρετούσα τις νεοφιλελεύθερες λογικές «του αόρατου χεριού της αγοράς» δεν επιδεικνύει την ελάχιστη ενσυναίσθηση ώστε να προβεί σε οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση.
Ενώ οι προτάσεις της αντιπολίτευσης δεν εισακούγονται.
Αν και στην τελευταία αυτήν περίπτωση πρέπει να επισημανθεί ότι η προτεινόμενη από την αντιπολίτευση δημιουργία κοινωνικών κατοικιών, ακόμη και αν υλοποιηθεί, έχει μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα που δεν απαντά στις ανάγκες του σήμερα. Ενώ και η πρόταση για επιδότηση των ενοικίων δεν θέτει φραγμούς στην αισχροκερδή αντίληψη πολλών ιδιοκτητών, αφού οι ανά έτος διογκούμενες αυξήσεις των ενοικίων μπορούν να «καταβροχθίσουν» τις όποιες επιδοτήσεις.
Επίσης, η ερμηνεία του φαινομένου μέσα από την τουριστικοποίηση ή τη χρηματιστικοποίηση της στέγης στις πόλεις ή ακόμη και μέσα από τον ρόλο των μεσιτών προσφέρει αιτιολογήσεις αλλά καμία λύση στο άμεσο μέλλον.
Ετσι, έχουμε φτάσει στο σημείο να αποδεχόμαστε ως περίπου «αναγκαίες» τις τερατώδεις αυξήσεις των ενοικίων, χωρίς να αναλαμβάνεται καμία πρωτοβουλία για να υπάρξει σήμερα το ελάχιστο νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των ενοικιαστών.
Ομως σε άλλες χώρες της Ευρώπης έχουν αναληφθεί πρωτοβουλίες για τη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης των ενοικίων.
Για παράδειγμα, η πόλη της Βαρκελώνης δημιούργησε ένα σχέδιο με γεωγραφικούς περιορισμούς ως προς τις νέες βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων, ενώ επίσης καθόρισε με νόμο τιμές αναφοράς ενοικίων, προβλέποντας ότι οι δαπάνες για τη στέγαση δεν θα υπερβαίνουν το 30% του εισοδήματος του νοικοκυριού. Αλλά και στο Βερολίνο, αν και στην πορεία υπήρξαν συνταγματικά προβλήματα, θεσμοθετήθηκε το πάγωμα των ενοικίων, καθώς και ο καθορισμός μέγιστου επιτρεπτού ενοικίου, δηλαδή ποσού κυρίως μεταξύ 6,45-9,80 ευρώ ανά τ.μ. ανάλογα με την ηλικία και την κατάσταση του κτιρίου.
Είναι πια σαφές ότι η κρίση στέγης στη χώρα μας έχει πάρει τραγικές διαστάσεις που δεν αφορά βέβαια μόνο φοιτητές, αλλά και εργαζόμενους, επαγγελματίες και συνταξιούχους.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί πια να κρύβεται πίσω από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς ούτε να ενεργεί μόνον υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών. Χρειάζονται άμεσες νομοθετικές πρωτοβουλίες και μέτρα.
Και αν η κυβέρνηση δεν θέλει, η αντιπολίτευση οφείλει τώρα να καταθέσει προτάσεις νόμου που θα αφορούν όλο το φάσμα της άμεσης προστασίας των ενοικιαστών, όπως την παράταση των μισθώσεων, το πάγωμα των αυξήσεων των ενοικίων, τον καθορισμό ανώτατου επιτρεπόμενου μισθώματος που μπορεί να προκύπτει ως ποσοστό επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, την αύξηση του χρόνου διαρκείας των μισθώσεων, τη ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων κ.λπ.
Ουδείς δικαιούται να συντηρεί το «δικαίωμα» των ιδιοκτητών να κερδοσκοπούν και να παραμελεί το συνταγματικό, κατοχυρωμένο δικαίωμα στη στέγη και την αξιοπρεπή διαβίωση.
*Ο Μαρίνος Σκανδάμης είναι διδάκτωρ Νομικής – δικηγόρος, τομεάρχης Προστασίας Πολίτη στο ΠΑΣΟΚ–ΚΙΝΑΛ