Πρόκληση το ακαταδίωκτο για τα μέλη του ΔΣ στο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης.
Σοβαρά ερωτήματα για τις πραγματικές προθέσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη ανακύπτουν μετά τη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου για το νέο ασφαλιστικό, αφού όπως προκύπτει τα πρόσωπα που θα διαχειρίζονται και θα επενδύουν τις εισφορές των νέων εργαζομένων δεν θα μπορούν να διωχθούν ποινικά για οποιαδήποτε πράξη τους.
Πρόκειται για την τέταρτη φορά που η κυβέρνηση νομοθετεί ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση, προτίθεται να νομοθετήσει το ακαταδίωκτο, να παρέχει δηλαδή δικαστική ασυλία σε πρόσωπα τα οποία κατέχουν καίριες θέσεις και διαχειρίζονται τα χρήματα και τις τύχες του ελληνικού λαού.
Αναλυτικότερα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του σχεδίου νόμου πρόκειται να συσταθεί το λεγόμενο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, αρμοδιότητα του οποίου θα είναι να διαχειρίζεται τα χρήματα που θα καταβάλλουν οι νέοι εργαζόμενοι.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το οποίο έρχεται σαν λαίλαπα να καταβαραθρώσει αυτονόητα μέχρι σήμερα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, το ταμείο θα τζογάρει στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές τα χρήματα που οι εργαζόμενοι θα πληρώνουν κάθε μήνα. Οι υπεύθυνοι ωστόσο γι’ αυτές τις επενδύσεις, οι οποίες αυτονοήτως εμπεριέχουν ρίσκο, δεν θα λογοδοτούν.
Νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας
Όπως προκύπτει συγκεκριμένα από το άρθρο 19 του σχεδίου νόμου, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ταμείου δεν θα μπορούν να διωχθούν για οποιαδήποτε πράξη τους. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη νομιμοποιεί προκαταβολικά οποιαδήποτε ενδεχόμενη αυθαιρεσία τους. Το εν λόγω άρθρο προβλέπει ότι τα μέλη της διοίκησης του ταμείου δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν υπέχουν ποινική ή αστική ευθύνη ακόμη και για πράξεις ή παραλείψεις τους, εκτός αν ενήργησαν με δόλο, με βαριά αμέλεια ή με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτο πρόσωπο παράνομο όφελος ή να βλάψουν το δημόσιο.
Επιπλέον κατά τον νόμο του υπουργείου Εργασίας δεν έχουν αστική ευθύνη έναντι ιδιωτών για πράξεις που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους. Πρακτικά δηλαδή, σε περίπτωση που από λάθος και πάντοτε στο πλαίσιο της επένδυσης χαθούν χρήματα των ασφαλισμένων, οι υπεύθυνοι γι’ αυτό δεν θα έχουν την παραμικρή ευθύνη.
Το ακαταδίωκτο για τους τραπεζίτες
Η πρώτη φορά που η κυβέρνηση της ΝΔ θέσπισε το ακαταδίωκτο για συγκεκριμένη κάστα ήταν τον Νοέμβριο του 2019, μόλις τέσσερις μήνες μετά την επικράτησή της στις εθνικές εκλογές. Ήταν τότε που ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας προχώρησε σε αλλαγή άρθρου του Ποινικού Κώδικα, προσφέροντας δικαστική ασυλία στους τραπεζίτες.
Με το εν λόγω νομοθετικό έκτρωμα η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη θεσμοθέτησε πρακτικά την πλήρη προστασία όσων τραπεζικών στελεχών διώκονταν για επισφαλή δάνεια δισεκατομμυρίων, ενώ εξασφάλισε ταυτόχρονα το ακαταδίωκτο και για στελέχη της ίδιας αλλά και του ΠΑΣΟΚ τα οποία υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί στις υποθέσεις των θαλασσοδανείων των δύο κομμάτων.
Ο συγκεκριμένος νόμος, του οποίου η συνταγματικότητα αναμένεται να κριθεί από την ολομέλεια του Αρείου Πάγου, απαιτούσε προκειμένου να συνεχιζόταν η διερεύνηση των δεκάδων εκκρεμών υποθέσεων απιστίας την οποία έχουν τελέσει τραπεζικά στελέχη, ο θιγόμενος, δηλαδή η ίδια η τράπεζα, να καταθέσει έγκληση.
Μάλιστα ο νόμος προέβλεπε ότι οι νομικές ενέργειες της τράπεζας σε βάρος των ίδιων των στελεχών της θα έπρεπε να γίνουν εντός τετραμήνου. Το αποτέλεσμα είναι δεκάδες δικογραφίες να έχουν καταλήξει στο αρχείο και οι άνθρωποι που φέρονται να ζημίωσαν τις πολλάκις ανακεφαλαιοποιημένες από χρήματα του ελληνικού λαού τράπεζες να παραμένουν στο απυρόβλητο.
Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο κινήθηκε η κυβέρνηση και στις αρχές του 2021, όταν νομοθέτησε ποινική ασυλία και για τα μέλη του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Σε μια προσπάθεια κάλυψης τυχόν ευθυνών τους σε κρίσιμες αποφάσεις, όπως αυτή της σκανδαλώδους αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, η κυβέρνηση αποφάσισε τα στελέχη του ταμείου που ενδεχομένως θα προκαλέσουν μεγάλη ζημία στο δημόσιο να μη διώκονται για απιστία, παρά μόνο αν το ίδιο το ΤΧΣ αποφασίσει να προσφύγει εναντίον τους.
Στο απυρόβλητο και οι λοιμωξιολόγοι
Αλγεινή εντύπωση και ερωτήματα προκάλεσε, τέλος, και η εκ των προτέρων αμνήστευση των συμμετεχόντων στις διάφορες επιτροπές που εισηγούνται στην κυβέρνηση τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται λόγω της πανδημίας του κορονοϊού.
Το εν λόγω νομοθέτημα πέρασε στα τέλη Απριλίου ως τροπολογία σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και προέβλεπε ότι «τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Το πλέον σκανδαλώδες στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι τα μέλη των επιτροπών εξαιρούνται ακόμη και από το ενδεχόμενο να καταθέσουν ενώπιον των αρχών για τις γνωμοδοτήσεις τους που αφορούν άμεσα τη διαχείριση της πανδημίας.
Με άλλα λόγια, ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος προσφύγει εναντίον της πολιτικής ηγεσίας του τόπου για απόφαση που έλαβε, τα μέλη των επιτροπών, που ενδεχομένως θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν ότι συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις ελήφθησαν αυθαίρετα, δεν θα επιτρέπεται να καταθέσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.