Θα πληρώσουμε ακριβά τον πόλεμο και τις κυρώσεις

Θα πληρώσουμε ακριβά τον πόλεμο και τις κυρώσεις

Οι τσακισμένες από την πανδημία και τους λάθος χειρισμούς ελληνική οικονομία και κοινωνία έχουν να αντιμετωπίσουν νέο ακραίο κύμα ακρίβειας

Σχετικά με τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας η βασική αδρή πρόβλεψη όπως διατυπώθηκε την περασμένη εβδομάδα από έγκριτους οικονομολόγους (π.χ. τον καθηγητή Κώστα Μελά) είναι πως θα πλήξει δραστικά την ελληνική οικονομία, εκτοξεύοντας περαιτέρω τον πληθωρισμό (που τον Γενάρη έκλεισε στο 6,2%), πιθανότατα στη ζώνη του 8% εντός δύο μηνών. Και μάλιστα ότι θα εκτοξεύσει πρωτίστως τον πληθωρισμό των τροφίμων, που πλήττει αναλογικά περισσότερο τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος, και της ενέργειας, που λόγω της ειδικής φύσης της λειτουργεί σαν βόμβα διασποράς του πληθωρισμού, με αυξήσεις που επιβαρύνουν όχι μόνο τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς αλλά και όλη την οικονομία.

Παλιά και νέα κρίση

Το ερώτημα όμως σε ποιο βαθμό αυτός ο πόλεμος θα πλήξει την ελληνική οικονομία είναι πολύ νωρίς για να απαντηθεί, καθώς η απάντηση εξαρτάται:
Πρώτον, από το πόσο καιρό θα κρατήσει η πολεμική σύγκρουση και τι καταστροφές θα επιφέρει στα εδάφη της Ουκρανίας.
Δεύτερον, από το πόσο θα κρατήσουν οι κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση στη Ρωσία, πόσο μεγάλος θα είναι ο αντίκτυπός τους στην παγκόσμια προσφορά τροφίμων, καυσίμων, λιπασμάτων και μετάλλων και από το αν θα προχωρήσει αργότερα και η Ρωσία σε ανάλογα αντίποινα.

Το σίγουρο, που έχει ήδη «γράψει», είναι ότι ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας έχει ανεβάσει σε εκρηκτικά επίπεδα τις τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου, οδηγώντας στην περαιτέρω μεγέθυνση ενός ήδη υψηλού ενεργειακού.

Για να είμαστε ακριβείς, η διαμάχη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, που μετρά πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τις δέκα μέρες του πολέμου και που τους τελευταίους έξι μήνες εκτυλισσόταν με διάφορα επεισόδια που είχαν ως επίκεντρο την έγκριση του ρωσικού αγωγού Nord Stream 2, βρίσκεται στην αφετηρία των μεγάλων αυξήσεων της τιμής φυσικού αερίου που σημειώθηκαν στην Ευρώπη κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου 2021 – Φεβρουαρίου 2022 και στη ρίζα του φαινομένου που αναφέρεται γενικά ως ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση. Διότι από το φθινόπωρο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν πίεζε τους Γερμανούς να εγκρίνουν τη χρήση του ρωσικού αγωγού, αλλά εκείνοι διαρκώς κωλυσιεργούσαν υπό την απειλή κυρώσεων από τις ΗΠΑ που έπαιζαν τα δικά τους γεωπολιτικά παιχνίδια στην Ουκρανία• και έτσι φτάσαμε στις απαγορευτικά υψηλές τιμές φυσικού αερίου του τελευταίου εξαμήνου.

Αλλά εκτός από το μείζον μέτωπο Ρωσίας – Ουκρανίας, στον βορρά υπήρχε και δεύτερο μέτωπο. Ο λόγος για τις εντάσεις μεταξύ Λιθουανίας και Λευκορωσίας, που ξεκίνησαν όταν η Λιθουανία, έπειτα από διαμαρτυρίες ότι η Λευκορωσία άφηνε μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν να μπαίνουν στα εδάφη της, προχώρησε στην επιβολή κυρώσεων απαγορεύοντας τις εξαγωγές της λευκορωσικής ποτάσας στην Ευρώπη μέσω της επικράτειάς της. Με τον τρόπο αυτό οι κυρώσεις της Λιθουανίας οδήγησαν στη μείωση της παγκόσμιας προσφοράς ποτάσας και την αύξηση της τιμής των λιπασμάτων.

«Πάγωσαν» οι σιτοβολώνες

Εν πάση περιπτώσει, πλέον είμαστε στην ανοιχτή σύγκρουση στα εδάφη της Ουκρανίας και ό,τι είδαμε ως τάση το προηγούμενο διάστημα τώρα θα επιδεινωθεί.
Και θα επιδεινωθεί επειδή η Ρωσία και η Ουκρανία είναι χώρες ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια προσφορά βασικών τροφίμων και μετάλλων. Η Ρωσία είναι μεγάλη παραγωγός καυσίμων και μαζί με τη Λευκορωσία είναι οι δύο ηγέτιδες της παγκόσμιας παραγωγής λιπασμάτων. Κατά συνέπεια, η διαρκής κλιμάκωση της σύγκρουσης εκεί στον βορρά προκαλεί μεγάλη διαταραχή στην παγκόσμια προσφορά βασικών τροφίμων, καυσίμων, εμπορευμάτων και μετάλλων, καθώς και στις εφοδιαστικές αλυσίδες.

Η διαταραχή αυτή, δεδομένου ότι επέρχεται προτού αποκατασταθεί πλήρως η προσφορά στις εφοδιαστικές αλυσίδες που είχε προκαλέσει η πανδημία, προκαλεί δέος για τις συνέπειές της. Και αυτό γιατί ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας και οι κυρώσεις της Δύσης επηρεάζουν:

Πρώτον, τις τιμές του σταριού, του καλαμποκιού και των φυτικών ελαίων. Η Ουκρανία και η Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 29% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού. Η Ουκρανία μόνη της καλύπτει το ένα πέμπτο των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού και μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής σπορέλαιων.

Με την έναρξη του πολέμου όλα τα ουκρανικά λιμάνια έκλεισαν και οι αποστολές ουκρανικών και ρωσικών αγροτικών προϊόντων προς τη Δύση σταμάτησαν, με αποτέλεσμα η κερδοσκοπία να ανεβάσει τις διεθνείς τιμές των σιτηρών στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου. Για τον λόγο αυτό π.χ. οι μεγάλες ελληνικές αλευροβιομηχανίες Μύλοι Λούλη, Μύλοι Κεπενού και Σαραντόπουλος, που προμηθεύονταν μέρος του σιταριού τους από τη Ρωσία και την Ουκρανία, πρέπει να ψάξουν νέες πηγές προμήθειας και να αγοράσουν σε υψηλότερες τιμές, γεγονός που θα οδηγήσει σε αυξήσεις την τιμή του ψωμιού.

Προσοχή όμως: ό,τι γίνεται τώρα που τα εδάφη της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι καλυμμένα από χιόνι δεν είναι και τόσο δραματικό. Δραματικές καταστάσεις θα υπάρξουν εάν σε τρεις μήνες η κατάσταση στο έδαφος δεν έχει βελτιωθεί επαρκώς ώστε να γίνουν οι μεγάλες καλλιέργειες και να μεταφερθούν τα σιτηρά και τα καλαμπόκια στη Δύση, καθώς αυτό θα σημάνει ότι θα εξαφανιστούν από την παγκόσμια προσφορά το ένα τρίτο των σιτηρών και το ένα πέμπτο του καλαμποκιού – και μάλιστα το πιο φτηνό κομμάτι γιατί η Ρωσία και η Ουκρανία εξάγουν τα αγροτικά τους προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές απ’ ό,τι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ και χάρη στη δική τους προσφορά πέφτουν οι τιμές.

Ή αν τελικά το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής προσφοράς σιτηρών και καλαμποκιού απορροφηθεί τελικά από την Κίνα, που λίγες μέρες πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, κατά την επίσημη επίσκεψη του Ρώσου πρόεδρου στο Πεκίνο, ανακοίνωσε την πλήρη άρση των περιορισμών που ίσχυαν μέχρι πρότινος στις εισαγωγές ρωσικών σιτηρών και προχώρησε σε νέα εμπορική συμφωνία με τη Μόσχα που επιτρέπει απεριόριστες εισαγωγές ρωσικών σιτηρών.

Εάν όμως λείψουν το καλοκαίρι οι φετινές ρωσικές και ουκρανικές καλλιέργειες και εξαγωγές σιτηρών, καλαμποκιού και σπορέλαιων, αρχικά οι τιμές του σταριού που ήδη βρίσκονται σε υψηλά 13 ετών θα φτάσουν σε επίπεδα που δεν έχουμε ξαναδεί (εκεί όντως θα πούμε το ψωμί ψωμάκι), εκτοξεύοντας τις τιμές του ψωμιού, των ζυμαρικών και των δημητριακών. Επίσης θα αυξηθούν δραματικά τα κόστη της κτηνοτροφίας και οι τιμές κάθε τύπου κρέατος και αλλαντικών (το καλαμπόκι είναι βασική ζωοτροφή) και ανάλογα θα αυξηθούν οι τιμές των φυτικών ελαίων που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βιομηχανία τροφίμων, ανεβάζοντας κι εκεί τις τιμές.

Δεύτερον, τις τιμές των λιπασμάτων. Η Ρωσία παράγει τα δύο τρίτα της παγκόσμιας προσφοράς νιτρικής αμμωνίας που χρησιμοποιείται ως βάση αζωτούχων λιπασμάτων και η Λευκορωσία το ένα τρίτο της παγκόσμιας προσφοράς ποτάσας που χρησιμοποιείται ως βάση για λιπάσματα καλίου. Στις αρχές Φεβρουαρίου Ρωσία και Λευκορωσία προχώρησαν σε προσωρινή απαγόρευση των εξαγωγών λιπασμάτων τους διάρκειας δύο μηνών για να αναπληρώσουν τα δικά τους αποθέματα. Λογικά, αρχές Απριλίου θα τις απελευθερώσουν. Για το διαμετακομιστικό εμπόριο των λιπασμάτων της Λευκορωσίας χρειάζεται όμως νέος εμπορικός δρόμος, γιατί δεν μπορεί να περάσει πια μέσω Λιθουανίας κι αυτό θα αυξήσει το κόστος των καλιούχων λιπασμάτων. Και τι θα γίνει αν η Ρωσία για να απαντήσει στις δυτικές κυρώσεις αποφασίσει τον Απρίλιο να στρέψει τις εξαγωγές νιτρικής αμμωνίας της προς την Κίνα; Ολα αυτά σημαίνουν ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα συνεχιστεί η αύξηση της τιμής των λιπασμάτων –που ήδη είναι κατά 80% πάνω σε σχέση με πέρσι– ή ότι ενδεχομένως, αν λείπουν οι πρώτες ύλες για την παραγωγή τους, θα έχουμε πιο αδύναμα λιπάσματα. Και η αύξηση της τιμής και το ενδεχόμενο να έχουμε αδύναμα λιπάσματα θα επηρεάσουν αρνητικά το σύνολο της αγροτικής παραγωγής, με αυξήσεις κόστους και ενδεχομένως μειωμένες σοδειές. Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει έκρηξη του πληθωρισμού τροφίμων.

Τρίτον, τις τιμές βασικών μετάλλων. Η Ρωσία και η Ουκρανία είναι βασικοί παραγωγοί σιδηρομεταλλεύματος, χάλυβα, νικελίου, ουρανίου, τιτανίου, αλουμινίου, παλλαδίου. Η παγκόσμια προσφορά τους είναι χαμηλή, στο 10% του συνόλου, πολύ σημαντική όμως για την ευρωπαϊκή βιομηχανία – και για την ελληνική, που απορροφά το σύνολο των εξαγωγών τους. Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία έχει ήδη πρόβλημα με τον πόλεμο καθώς κάποια εργοστάσια της VW και της ΒMW σταμάτησαν την παραγωγή λόγω ελλείψεως ανταλλακτικών από την Ουκρανία. Η μείωση της προσφοράς μετάλλων από τη Ρωσία και την Ουκρανία θα επηρεάσει τις τιμές όλων των βιομηχανικών προϊόντων της Ευρώπης.

Τέταρτον, τις τιμές του πετρελαίου. Η πολεμική ατμόσφαιρα των εβδομάδων που προηγήθηκαν της έναρξης του πολέμου έστειλε το πετρέλαιο πάνω από τα 90 δολάρια το βαρέλι, η έναρξη του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου το έστειλε πάνω από τα 100 και πλέον έχει φτάσει τα 107 δολ. το βαρέλι, αναμένεται δε ότι τους προσεχείς μήνες θα πάει και θα μείνει γύρω στα 120 δολάρια. Αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά τα υγρά καύσιμα; Οι τιμές στην αγορά ανεβαίνουν βδομάδα τη βδομάδα, με τη μέση τιμή της αμόλυβδης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στο 1,89 ευρώ, στην υπόλοιπη Ελλάδα στο 1,95 και σε κάποια νησιά πάνω από 2, αυξημένες κατά 3-5 λεπτά σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα. Οι αυξήσεις θα συνεχιστούν και το πρόσθετο κόστος από τις αυξήσεις σε όλες τις κατηγορίες υγρών καυσίμων (βενζίνη, diesel κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης), που σημαντικό κομμάτι του αφορά κόστος αγροτικής παραγωγής και κόστος μεταφοράς προϊόντων –άρα επηρεάζει τον πληθωρισμό– που επιβαρύνει την οικονομία και με βάση τα προηγούμενα επίπεδα τιμών έβγαινε στα 300 εκατ. ευρώ, θα αυξηθεί περαιτέρω.

Πέμπτον και σημαντικότερο, θα επηρεαστούν οι τιμές του φυσικού αερίου και κατ’ επέκταση στη χώρα μας του ηλεκτρικού ρεύματος. Με την έναρξη του πολέμου οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη άρχισαν να καταγράφουν άλματα καθημερινά, φτάνοντας την Τετάρτη 2 Μαρτίου στα 150 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Η Ρωσία δεν έχει διακόψει την παροχή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη παρά τις κυρώσεις, όμως ενδεχομένως θα το κάνει. Η Ελλάδα, αν και προβλήματα επάρκειας δεν αναμένεται να έχει καθώς έχει το αζερικό αέριο και το LNG, σίγουρα θα έχει πρόβλημα τιμών.

Είναι θετικό ότι η περαιτέρω εκρηκτική αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου γίνεται προς το τέλος του χειμώνα, οπότε καταγράφονται μικρότερες ανάγκες θέρμανσης. Με δεδομένο όμως ότι το φυσικό αέριο στην Ελλάδα, με επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, χρησιμοποιείται ως κύριο καύσιμο για την ηλεκτροπαραγωγή, λόγω του πολέμου αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε παγίωση των τιμών του φυσικού αερίου στα πολύ υψηλά τρέχοντα επίπεδα, κάτι που ανοίγει τον δρόμο για απογείωση των τιμών χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος στα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή 25% υψηλότερα από όσο τον Δεκέμβριο.

Χάντρες για τους… ιθαγενείς

Για να δείξει στους Ελληνες ιθαγενείς ότι κάτι κάνει για το ενεργειακό κόστος, την περασμένη εβδομάδα που η κρίση στην Ουκρανία κλιμακωνόταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης πρότεινε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη δημιουργία ευρωπαϊκού ταμείου 100 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτηθούν οι αυξήσεις στο ρεύμα. Αν και ο ίδιος γνωρίζει –αλλά οι Ελληνες όχι, αφού δεν το λένε τα κανάλια– ότι η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκουν εθνικές λύσεις, χαράσσοντας δικές τους πολιτικές, που επαναφέρουν τα πυρηνικά και τον άνθρακα στο τραπέζι, μακριά από την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, και βέβαια δεν περνούν το σύνολο των αυξήσεων της χονδρικής αγοράς ενέργειας στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις τους.

 

Τεράστια προβλήματα στον τουρισμό

Τέλος, παραλείπουμε κάθε αναφορά στις πιθανές επιπτώσεις του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας στον τουρισμό, όχι γιατί οι 800.000 Ρώσοι και Ουκρανοί τουρίστες που επισκέφτηκαν πέρσι την Ελλάδα αποτελούν ευκαταφρόνητο νούμερο, αλλά γιατί, όπως είπε την προηγούμενη εβδομάδα ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Αλέξανδρος Βασιλικός, με τη μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας και τις αυξήσεις του ενεργειακού κόστους των ελληνικών ξενοδοχείων που θα φέρουν αύξηση των τιμών τους, ακόμη κι αν όλα πάνε καλά, είναι βέβαιο ότι ο κόσμος θα πάει για διακοπές στην Τουρκία και όχι στην Ελλάδα. Το ενεργειακό κόστος κατά συνέπεια αποτελεί μείζον πρόβλημα και για τον τουρισμό, καθώς πλέον οι αυξήσεις στο ρεύμα μετακυλίονται στις τιμές των ξενοδοχείων.

ΑΡΙΘΜΟΙ

8%

αναμένεται ο πληθωρισμός στην Ελλάδα εντός διμήνου, με την μεγαλύτερη αύξηση να πέφτει στα τρόφιμα

29%

των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού προέρχονται από Ουκρανία και η Ρωσία

1/5

των παγκόσμιων εξαγωγών καλαμποκιού είναι από την Ουκρανία

107 δολ.

έφτασε το πετρέλαιο το βαρέλι  με την έναρξη του πολέμου

150 ευρώ

ανά μεγαβατώρα  η τιμή του φυσικού αερίου την περασμένη βδομάδα

Documento Newsletter