«Τη θέση του φόβου παίρνει ο θυμός»

«Τη θέση του φόβου παίρνει ο θυμός»

Ο τρόπος που βιώνουμε την εμπειρία του τωρινού lockdown σε σχέση με αυτό της περασμένης άνοιξης είναι ταυτόχρονα δύο παρόμοιες αλλά και δύο εντελώς διαφορετικές εμπειρίες.

Ολοι και όλες μας βρεθήκαμε αντιμέτωποι/ες με μια πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία ανέτρεπε πολλές από τις βεβαιότητες που είχαμε για την αρρώστια, τη ζωή και τον θάνατο, τον πολιτισμένο δυτικό κόσμο και μας έφερε αντιμέτωπους με μια αόρατη απειλή.

Αυτή η εμπειρία προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, ένα τεράστιο σοκ, ένα πάγωμα και μια επιθυμία να αναζητήσουμε προστασία σε μια οντότητα η οποία εκτιμάμε πως είναι ισχυρότερη από εμάς.

Ετσι, εκείνη την περίοδο οι πολίτες εμπιστεύτηκαν, φοβισμένοι, σχεδόν τυφλά τις κυβερνήσεις, δίχως να υπάρξουν αντιδράσεις ή αμφισβητήσεις.

Το αντίθετο μάλλον συνέβη, αφού μέσα σε κλίμα ομοψυχίας επιστρατεύτηκαν όλοι: καλλιτέχνες που έκαναν σποτάκια στην τηλεόραση, τραγουδούσαν στους δρόμους, επιστήμονες που προτίμησαν να μείνουν σιωπηλοί αντί να εκφράσουν τις διαφωνίες τους, κόμματα που έδειξαν ανοχή στις κυβερνητικές επιλογές.

Αυτό από τη μια είχε αποτέλεσμα τη συναίνεση, αλλά από την άλλη το κόστος ήταν η ενίσχυση της αορατότητας όσων οι ανάγκες δεν χωρούσαν στον μέσο όρο των πολιτικών του «Μένουμε σπίτι».

Από την άλλη μεριά υπήρξαν διανοούμενοι που επισήμαναν τους κινδύνους που αναδύονταν από την καραντίνα και τη διαχείριση της πανδημίας, οι οποίοι συνίσταντο στον περιορισμό των ελευθεριών και στην εστίαση στην οικονομία και στα πολιτικά συμφέροντα αντί στη δημόσια υγεία˙ στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας έναντι της δυνατότητας των κρατών να αποφασίζουν ερήμην των πολιτών για σημαντικές αποφάσεις που συνδέονται με τη βιοπολιτική.

Αυτό που επίσης χρειάζεται να κρατήσουμε ως σημαντικό χαρακτηριστικό εκείνης της περιόδου για τη χώρα μας είναι το γεγονός ότι η απειλή ήταν ακόμη αόρατη, σχεδόν αδιόρατη για τους περισσότερους από εμάς. Τα κρούσματα και οι νεκροί ήταν πολύ λίγοι και αυτό είχε τεράστια σημασία στις ψυχολογικές επιπτώσεις και τις κοινωνικές αντιδράσεις, αφού όσο κι αν φοβόμασταν, ο ιός έμενε ακόμη μακριά από εμάς.

Αμέσως μετά τη λήξη της πρώτης καραντίνας και καθώς η πανδημία στην πραγματικότητα δεν υποχωρούσε άρχισαν να έρχονται παγκοσμίως στην επιφάνεια ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά, όπως λ.χ. η εμφάνιση των θεωριών συνομωσίας ή η συγκρότηση ενός ιδιόμορφου αντιπολιτευτικού μετώπου στην Ευρώπη απέναντι στις πολιτικές επιλογές που εστίαζαν στον περιορισμό και το οποίο καλούσε και καλεί σε πολιτική ανυπακοή.

Αυτό που έχει τεράστιο ενδιαφέρον εδώ και χρειάζεται να μελετηθεί κοινωνιολογικά και ψυχολογικά και όχι μόνο πολιτικά είναι ότι αυτό το μέτωπο συγκροτείται από οπαδούς της ακροδεξιάς και του νεοναζισμού, από οπαδούς μεταφυσικών δοξασιών, από θρησκόληπτους, από αρνητές της νέας τάξης πραγμάτων, από αρνητές των εμβολίων κ.ά.

Ως κοινό στοιχείο είναι ότι αντιδρούν τυφλά απέναντι τους περιορισμούς, στις μάσκες, στην προοπτική του εμβολιασμού κ.λπ., αλλά δεν αμφισβητούν στην πραγματικότητα την απειλή που συνδέεται με τα δημοκρατικά δικαιώματα ούτε θέτουν ως προτεραιότητα την υγεία έναντι της οικονομίας ή των πολιτικών συμφερόντων.

Παράλληλα με την εμφάνιση αυτών των ομάδων ένα άλλο χαρακτηριστικό γίνεται πολύ έντονο και αυτό αφορά τη μείωση έως την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο ότι είναι δυνατό να προστατευτούν αποτελεσματικά από τον ιό. Ετσι, με παράδοξο τρόπο από τις αρχές του καλοκαιριού εμφανίζεται ένα φαινόμενο άρνησης της πραγματικότητας για μεγάλο μέρος του κόσμου, το οποίο εκφράζεται με τις λιτανείες, τους μεγαλοπρεπείς γάμους, τα καλοκαιρινά πάρτι.

Τη θέση του φόβου παίρνουν σιγά σιγά ο θυμός και η άρνηση συμμόρφωσης στα μέτρα προστασίας. Αυτή η στάση ενισχύεται από τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές και τις παλινωδίες της επίσημης πολιτικής, από το γεγονός ότι οι επιστήμονες γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα αρωγοί και ουραγοί των πολιτικών, ότι η κυβέρνηση επιλέγει συνειδητά να ρισκάρει τη ζωή των ανθρώπων αντί να αλλάξει προσανατολισμό σε βασικά πεδία όπως η παιδεία και η δημόσια υγεία.

Μένει τώρα να δούμε ποιες θα είναι οι επιδράσεις τόσο στο ψυχολογικό πεδίο όσο και στον τρόπο που θα αναδιοργανωθούν οι κοινωνικές σχέσεις από την επίδραση των συνεπειών της πανδημίας.

Εκτιμώ ότι αυτήν τη δεύτερη καραντίνα θα τη ζήσουμε σαν να είναι κάτι τελείως διαφορετικό.

Μέρα τη μέρα αυξάνονται τα κρούσματα και οι νεκροί, δίχως να έχουμε τη δυνατότητα να τους αποχαιρετήσουμε, δίχως καν να δίνουμε χώρο να μιλήσουμε γι’ αυτούς. Οσο περνάει ο καιρός ακόμη περισσότεροι άνθρωποι περιθωριοποιούνται οικονομικά και κοινωνικά και το κράτος απαξιώνεται στη συνείδησή μας όλο και πιο πολύ, όπως έγινε με τα σχολεία και τις ΜΕΘ.

Μέσα σε αυτήν τη συνθήκη υπάρχουν ερωτήματα για τις ποιότητες που θα αναδειχθούν. Τα ενδεχόμενα και οι επιλογές είναι πολλαπλά. Μπορούμε να αναπτύξουμε δεσμούς που θα αναπαράγουν την αδιαφορία, τη βία, την εγκατάλειψη, μπορούμε να αφεθούμε στην απελπισία και την απόγνωση, αφήνοντας ένα σκοτεινό κομμάτι του ψυχισμού μας να έρθει ανεμπόδιστα στην επιφάνεια.

Δυνητικά ωστόσο μπορούμε να πενθήσουμε σιωπηλά για τους ανθρώπους που πεθαίνουν καθημερινά, για την απώλεια της αυταπάτης ενός ελέγχου, τον οποίο στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχαμε, και να αναζητήσουμε μέσα και τριγύρω μας τις πηγές που θα μας τροφοδοτήσουν με δύναμη και ανθεκτικότητα.

Αλλά νομίζω πως γι’ αυτά τα ζητήματα θα χρειαστεί να επανέλθουμε αναλυτικά μέσα στον χειμώνα…

Ο Ηλίας Γκότσης είναι συγγραφέας, κοινωνιολόγος, ψυχοθεραπευτής

Documento Newsletter