Τεχνική συμφωνία αλλά τα σημαντικά έπονται

Η Κυβέρνηση και κυρίως το οικονομικό επιτελείο, εξέπεμψαν συντονισμένα χθες σήμα για κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, μέχρι το Eurogoup της μεθεπόμενης Παρασκευής.

Ο στόχος θεωρείται και είναι εφικτός, αφού οι δύο πλευρές την προηγούμενη εβδομάδα, στο λεγόμενο «Brussels group», έκαναν σημαντικά βήματα προόδου σε εργασιακό και ενεργειακό, θέματα που παρέμεναν «ανοιχτά» στο τραπέζι.

Αν και οι πληροφορίες βγαίνουν με το σταγονόμετρο και στα δύο θέματα, η Αθήνα είναι εκείνη που θα κάνει τα μεγαλύτερα βήματα υποχώρησης, λαμβάνοντας στα μεν εργασιακά, μία επιστροφή, υπό προϋποθέσεις που θα την καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη, των κλαδικών συμβάσεων εργασίας έναντι των επιχειρησιακών ή των ατομικών που έχουν κατισχύσει στην αγορά (εκτός κι αν η Αθήνα «δώσει» τις κλαδικές διαπραγματεύσεις για να αποφύγει το lock out και την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων), στα δε ενεργειακά μια παράταση, τουλάχιστον μέχρι τον προσεχή Σεπτέμβριο, πριν δηλαδή το market test, το οποίο πιθανολογούν οι αγορές ότι θα οδηγήσει αναπόφευκτα και στην πώληση των «φιλέτων» της ΔΕΗ.

Χθες στη Βουλή, ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Σταθάκης ενημέρωσε τους βουλευτές των νομών της Δυτικής Μακεδονίας για το θέμα, με τους τελευταίους να στέκονται περισσότερο στη δυνατότητα να εισέλθουν στη διεκδίκηση των μονάδων αυτών, ακόμη και με σύμπραξη με ιδιωτικά σχήματα, δημοσίων επιχειρήσεων ή και της Περιφέρειας της περιοχής, η οποία, σύμφωνα με τους εν λόγω βουλευτές, διαθέτει και τον απαραίτητο «κουμπαρά».

Το κρίσιμο στοίχημα για την κυβέρνηση και τη χώρα

Ωστόσο, το κρίσιμο για τον τελικό λογαριασμό, τόσο πολιτικά όσο και για τη χώρα και τους πολίτες, παραμένει η επίτευξη μιας συνολικής συμφωνίας και για το δημοσιονομικό μονοπάτι, μετά το 2018, η οποία θα πρέπει να επιτευχθεί μέχρι την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, από τις 21 μέχρι τις 23 Απριλίου.

Για πόσα χρόνια δηλαδή η χώρα θα είναι υποχρεωμένη να «παράγει» πρωτογενή πλεονάσματα και κυρίως τι ύψους; Και φυσικά η περαιτέρω εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος.

Για το πρώτο, βάση συζήτησης δεν είναι πλέον η δεκαετία που πρότεινε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά η πενταετία με την Αθήνα να επιδιώκει μετά το πέρας της τριετίας, από το 2021, μείωσή τους από το 3,5 στο 2,5% ή στο 2,5 συν 1% για την ανάπτυξη (πρόταση Τσακαλώτου).

Για το δεύτερο, το χθεσινό δημοσίευμα της Handelsblatt δεν ευνοεί τις ελληνικές επιδιώξεις, αφού η οικονομική εφημερίδα του Ντύσσελντορφ επικαλείται εσωτερικό έγγραφο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, που βρίσκεται στη διάθεση της, σύμφωνα με το οποίο ενδεχόμενο «πάγωμα» έως το 2040 των επιτοκίων που καταβάλλει η Ελλάδα για την αποπληρωμή των δανείων που έχει λάβει, ενδέχεται να στοιχίσει στους δανειστές περί τα 120 δισ. ευρώ. Εξ αυτού σημειώνει ότι, Σόιμπλε και Μέρκελ συζητούν μόνο τη χρονική ωρίμανση των ελληνικών δανείων.

Το θέμα θα συζητήσει ο κ. Σόιμπλε στην Ουάσινγκτον, σε λίγες ημέρες, με την Αθήνα, αν και φαντάζει οξύμωρο, να ελπίζει πλέον στο Ταμείο και στην πιθανότητα να μην υποχωρήσει από την αρχική του θέση ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και χρειάζονται σοβαρές κινήσεις για την αποκλιμάκωσή του.

Η Κυβέρνηση πάντως έχει διαμηνύσει ότι στη Βουλή θα έρθουν προς ψήφιση, μόνο τα μέτρα που θα ισχύσουν μέχρι το 2018 (προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης). Το «πακέτο» για τη μετά το 2018 περίοδο (μέτρα, αντίμετρα) θα έρθει, αν και εφόσον υπάρξει συνολική συμφωνία.

Μέχρι τότε, ανεβάζει τους τόνους της αντιπαράθεσής της με την Αξιωματική Αντιπολίτευση και με θεσμικούς παράγοντες (βλέπε Στουρνάρας). Η μεν πρώτη, την πιο κρίσιμη ώρα της διαπραγμάτευσης, επέλεξε να δώσει συνέντευξη Τύπου για το ενεργειακά, στην οποία ανακοίνωσε με απλά ελληνικά ότι «τα δίνει όλα».

Όσο για τους δεύτερους, την ίδια περίοδο πολιτικολογούν (κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) προς την κατεύθυνση «αφήστε τη διαπραγμάτευση και πείτε γρήγορα ‘‘ναι’’ σε όλα». Το δέλεαρ και στη μία και στην άλλη περίπτωση, είναι η περίφημη ανάπτυξη, η οποία φυσικά όχι μόνο δεν ήρθε στα χρόνια που κυβερνούσαν οι ίδιοι, αλλά αμφισβητούνται εδώ και χρόνια και τα προγράμματα που καλείται να εφαρμόσει η χώρα για τον σκοπό αυτό. Γιατί ανάπτυξη στους αριθμούς και για τους πολύ λίγους δεν είναι ανάπτυξη. Κι εδώ μπαίνουμε στην ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης και της ίδιας της Δημοκρατίας.