Τεχνητή νοημοσύνη και τέχνη στην εποχή της Covid

Από αντικείµενο διαµάχης ενός εξειδικευµένου πεδίου ειδικών επιστηµόνων –της ηθικής επιστήµης, της φιλοσοφίας και της βιοηθικής–, αλλά και της εκκλησίας, η αξία της ανθρώπινης ζωής και το ζήτηµα της διατήρησής της καθώς και έννοιες όπως η ασθένεια και ο θάνατος µετά την ανακήρυξη της Covid-19 σε πανδηµία φαίνεται να µεταναστεύουν όλο και περισσότερο στο πεδίο της καθηµερινής εµπειρίας ως ροή ειδήσεων µε κοινό σηµείο την αναµετάδοση σε πραγµατικό χρόνο συνεχώς µεταβαλλόµενων στατιστικών δεδοµένων τα οποία µας καθιστούν συµµέτοχους σε µια σειρά από υποθετικά σενάρια και προβλέψεις µε άµεσες και απτές συνέπειες στην καθηµερινή ζωή και κινητικότητά µας.

Και η στροφή αυτή αναδεικνύει επίσης την όλο και µεγαλύτερη κατίσχυση τεχνολογιών συσσώρευσης και επεξεργασίας ανθρώπινων δεδοµένων µε έναν τρόπο µηχανικό, όπως οι αλγόριθµοι τεχνητής νοηµοσύνης, στην καθηµερινότητα αλλά και τη δηµόσια ζωή, αφού πολλά κράτη και συστήµατα υγείας φαίνεται να βασίζονται σε κάποιον βαθµό σε αυτά για την πρόβλεψη της εξέλιξης των επιδηµιών αλλά και για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων σε σχέση µε τους υλικοτεχνικούς περιορισµούς τους. Η περίπτωση της Covid φαίνεται να λειτουργεί σαν crash test προς αυτή την κατεύθυνση.

Το δίπολο εµπιστοσύνη/προκατάληψη

Η ροή πληροφοριών στα διεθνή δελτία ειδήσεων κατέγραψε την είσοδο αυτού του άγνωστου ιού ως ένα γεγονός ανίχνευσής του –ουσιαστικά αλίευσής του– αρχικά µέσα από το ίντερνετ, ως δεδοµένο που συνέλεξε µια µηχανή πριν από την ταυτοποίηση και την περιγραφή του σε µοριακό επίπεδο. Και αν ο ιός ανιχνεύεται µόνο µοριακά και παραµένει αόρατος, η ορατότητά του στα Μέσα είναι απτή –όπως και οι συνέπειες αυτής της ορατότητάς του στην καθηµερινότητά µας– σαν ένα σενάριο υποθετικό αλλά τροµακτικό. Είναι αυτό το σενάριο που λειτουργεί και ως δοκιµή της ηθικής µας ως προς την αξία της ανθρώπινης ζωής µέσα από τον επανακαθορισµό τους σε σχέση µε έναν νέο πραγµατισµό που επιβάλλεται από τους περιορισµούς των δεδοµένων της οικονοµικής κατάστασης κάθε χώρας και κάθε ατόµου ξεχωριστά, αλλά και µέσα από πιθανές προβλέψεις για τη βιωσιµότητα/θνητότητα µε βάση µελλοντικούς συνδυασµούς προσωπικών δεδοµένων υγείας και της στατιστικής επεξεργασίας τους από µια µελλοντική χρήση της τεχνητής νοηµοσύνης – κάτι που µπορεί να καταστήσει όλο και λιγότερο διακριτές στο µέλλον τις διαφορές ανάµεσα στο είδος και στον βαθµό αξιοπιστίας δεδοµένων που προέρχονται από επιστηµονικά κλινικά τεστ και µετα-δεδοµένων αλιευµένων από το ίντερνετ.

Εδώ αναδύεται ένα βασικό στοιχείο αντίφασης: από τη µία η εµπιστοσύνη που θα πρέπει να εµπνεύσει καθώς απευθύνεται στον άνθρωπο, από την άλλη η προκατάληψη που εµπεριέχουν τα δεδοµένα της ως εγγενές στοιχείο, η συνθήκη και το κατεξοχήν κοινωνικό χαρακτηριστικό της τεχνητής νοηµοσύνης καθώς κυριαρχεί όλο και περισσότερο στη ζωή µας τα τελευταία χρόνια και στα συναισθήµατα που βιώνουµε καθηµερινά τόσο από τις υποθέσεις που παράγει και µας καλεί ως µάρτυρες αυτών σε πραγµατικό χρόνο να σκεφτούµε πολλές φορές σε συλλογικό επίπεδο όσο και µέσα από τις ειδήσεις-νέα που φαίνεται ότι απειλούν την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη ή τη σταθερότητα της µέχρι τώρα ζωής µας.

Στο πεδίο της κοινωνικής έρευνας εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ανάπτυξης νέων έξυπνων τεχνολογιών, της έρευνας στο πεδίο της φιλοσοφίας που εστιάζει σε ζητήµατα ηθικής και της έρευνας και παραγωγής καλλιτεχνικού έργου που βρίσκεται σε διάλογο µε τις τεχνολογίες αιχµής το δίπολο εµπιστοσύνη/προκατάληψη (trust/bias) εξακολουθεί να απασχολεί και να συνθέτει κριτικό λόγο αναφορικά µε τη σηµασία σε βασικό ανθρώπινο επίπεδο της παραγωγής αλήθειας ή αξιοπιστίας µέσω συσσώρευσης και ανάλυσης δεδοµένων µηχανικά.

Η χρήση της ΑΙ στο έργο της Χίτο Στέγερλ

Σε µια πρόσφατη έκθεση που πραγµατοποιήθηκε στο Μπάρµπικαν του Λονδίνου µε αντικείµενο την τεχνητή νοηµοσύνη και τίτλο «AI: More than human» τα ζητήµατα αυτά τέθηκαν υπό το πρίσµα κριτικής διερεύνησης κυρίως ως προς τις λογικές στρεβλώσεις που ένα τέτοιο σύστηµα παράγει σε έννοιες µέσα από τη συλλογή και τον άκριτο συσχετισµό ανάµεσα σε λέξεις και εικόνες αδιακρίτως πλαισίου που αλιεύονται από το διαδίκτυο ή από έξυπνες συσκευές ως µετα-δεδοµένα.1*

Οπως στην έκθεση του Μπάρµπικαν έτσι και στο πλαίσιο παραγωγής σύγχρονου εικαστικού έργου οι καλλιτέχνες δεν προτίθενται να δώσουν λύσεις µε τα έργα τους ούτε να αναλάβουν τη θέση των επιστηµόνων. Η παρέµβασή τους είναι ένα κάλεσµα προκειµένου να παρατηρήσουµε προσεκτικά αυτό το οποίο έχει αρχίσει να θεωρείται κοινότοπο ή άκριτα αποδεκτό αλλά και τις συνέπειές του, µεγεθύνοντας τις αντιφάσεις που περιλαµβάνει (όπως το δίπολο εµπιστοσύνη/προκατάληψη) οι οποίες λειαίνονται πολλές φορές µε την επανάληψή τους από τα Μέσα καταλαµβάνοντας τη θέση των κυρίαρχων αφηγήσεων. Μέσα από την ιδιαίτερη µατιά τους και τα έργα τους οι καλλιτέχνες αποδοµούν τις συνδέσεις ανάµεσα στην εικόνα και τα νοήµατά της στη σύγχρονη διάσταση της κυκλοφορίας και της κατανάλωσης της πληροφορίας ως σειρά δεδοµένων σε πραγµατικό χρόνο αλλά και ως είδηση, θέτοντας στο προσκήνιο το ζήτηµα της αξιοπιστίας των νέων µηχανικών τρόπων παραγωγής και επεξεργασίας της γνώσης. Ταυτόχρονα εστιάζουν στους µηχανισµούς δηµιουργίας εµπιστοσύνης στους οποίους βασίζονται αλλά και στα εγγενή στοιχεία προκατάληψης που αναπαράγουν ως δεδοµένα, ως αδιαµεσολάβητες καταγραφές της πραγµατικότητας –παρουσιάζοντάς µας µια σειρά υποθετικών αλλά και πολλές φορές καταστροφικών υποθέσεων στο πλαίσιο του έργου τέχνης–, ως πραγµατικές µυθοπλασίες που δοκιµάζουν τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης και του συναισθήµατος (και ενδεχοµένως ηθικής) κατά έναν τρόπο καινοτόµο.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα έργου-έκθεσης µε χρήση AI είναι το «Power plants» της Χίτο Στέγερλ που εκτέθηκε στη Serpentine Gallery του Λονδίνου και στη συνέχεια στην 58η Μπιενάλε της Βενετίας –συγκεκριµένα στη διεθνή έκθεση «May you live in interesting times»–, στην Arsenale πριν από έναν χρόνο, µε τίτλο «This is the future». Το έργο παράγεται ακολουθώντας τεχνολογία τεχνητής νοηµοσύνης, τροφοδοτώντας τυχαία δεδοµένα (contingent data) σε µια µηχανή, ενώ η ανάπτυξη των µορφών σε πραγµατικό χρόνο ελέγχεται και χειραγωγείται αλγοριθµικά αλλά και σε σχέση µε τις εικαστικές επιλογές της καλλιτέχνιδας.2* Πάνω στο φιλµ που παρατηρεί ο θεατής να εξελίσσεται µπροστά του ως έργο/έκθεση η Στέγερλ κατέγραψε τη φωνή της που απευθύνεται µε έναν τρόπο προσωπικό στον θεατή. Την ίδια τακτική χρησιµοποίησε και η Λορ Προυβόστ στο φιλµ που παρουσίασε εκπροσωπώντας τη Γαλλία στην Μπιενάλε µε µια εγκατάσταση µε τίτλο «Deep see blue surrounding you» η οποία αναφερόταν στο προσφυγικό-μεταναστευτικό.3* H χρήση της τεχνητής νοηµοσύνης στο έργο της Στέγερλ σε συνάρτηση µε την εγγραφή της ανθρώπινης φωνής στην εικόνα και την κίνηση µετατρέπει µια αυστηρά αισθητική σε σχεδόν στενά προσωπική µορφή εµπειρίας για τον θεατή. Αυτά που λέει (µε όρους νοήµατος και βαρύτητας ερωτηµάτων που απευθύνει) η δηµιουργός δεν συµβαδίζουν µε το σταθερό και ευχάριστο ηχόχρωµα της φωνής που παραπέµπει στις χρήσεις της AI. Η γυναικεία φωνή παρέπεµπε σε µια µηχανή-προσωπική βοηθό, όπως στις αρχικές εφαρµογές κινητών τηλεφώνων, αλλά και στα κοινωνικά στερεότυπα που αυτή η επιλογή (δηµιουργίας εµπιστοσύνης) αναπαρήγαγε για τον ρόλο της γυναίκας από τον πραγµατικό χώρο της εργασίας σε ένα νέο «έξυπνο» περιβάλλον ως µια νέα τεχνολογία (επαληθεύοντας το δίπολο εµπιστοσύνη/προκατάληψη ως εγγενές στοιχείο της τεχνητής νοηµοσύνης ως κοινωνικής τεχνολογίας).

Πριν από έναν χρόνο και µε αφορµή την Biennale ο επιµελητής της και διευθυντής της Hayward Gallery του Λονδίνου Ραλφ Ρούγκοφ έθετε το κεντρικό ζήτηµα το οποίο η έκθεση προσπαθούσε να διερευνήσει ως εξής: «Τη στιγµή κατά την οποία η ψηφιακή διάχυση ψεύτικων νέων και “εναλλακτικών γεγονότων” οξειδώνει τον πολιτικό λόγο και την εµπιστοσύνη στην οποία αυτός βασίζεται αξίζει τον κόπο µια ανάπαυλα όταν είναι δυνατό, προκειµένου να επανεκτιµήσουµε εκ νέου τους όρους αναφοράς µας».

Στο πλαίσιο της κεντρικής έκθεσης επέλεξε ένα έργο Κινέζων καλλιτεχνών όπου ένας βιοµηχανικός ροµποτικός βραχίονας κλεισµένος σε µια αίθουσα µε πρόσοψη από γυαλί κινούνταν νευρικά, προγραµµατισµένος να συλλέγει το υγρό µε κόκκινο χρώµα από τις επιφάνειες, µην επιτρέποντάς του τη διαφυγή, προκαλώντας τρόµο ή συµπόνια στους θεατές ανάλογα µε την κινησιολογία του κατά τον κύκλο εργασίας του και σύµφωνα µε τον βαθµό συνάφειας των κινήσεών του µε αυτές του ανθρώπου ή των ζώων – σύµφωνα µε τον προγραµµατισµό του από τους καλλιτέχνες ως προς εκδοχές ανθρώπινων κινήσεων. Σε ένα άρθρο-ανάλυση της επιλογής των καλλιτεχνών, αυτήν τη φορά της Βiennale, οι «NY Times» δίνουν έµφαση στα ηλικιακά χαρακτηριστικά των καλλιτεχνών συµµετεχόντων και στον βαθµό ρίσκου που ανέλαβε ο επιµελητής. Στην κεφαλίδα του άρθρου, αν και τα δύο δεδοµένα δεν συνδέονται απαραίτητα στο πλαίσιο της σύνταξης της πρότασης, η σύνδεσή τους οδηγεί µάλλον στην απογοήτευση του αρθρογράφου. Οι ηλικίες ήταν κάτω των 40 χρόνων και το ρίσκο εξαιρετικά χαµηλό, γράφει κάπως υποτιµητικά στην κεφαλίδα του άρθρου.4*

1* https://www.barbican.org.uk/whats-on/2019/event/ai-more-than-human

2* https://www.labiennale.org/en/art/2019/partecipants/hito-steyerl

3* https://www.e-flux.com/announcements/245572/laure-prouvostdeep-see-blue-surrounding-you-vois-ce-bleu-profond-te-fondre/

4* https://www.nytimes.com/2019/05/20/arts/design/2019-venice-biennale-review.html

Η Ασημίνα Κανιάρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας Τέχνης στην ΑΣΚΤ