Τετραήμερη εργασία χωρίς μείωση αποδοχών, ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί

Τετραήμερη εργασία χωρίς μείωση αποδοχών, ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί

Η πανδημία του κορονοϊού επιτάχυνε την είσοδο των νέων τεχνολογιών στην αγορά εργασίας. Εθεσε επί τάπητος μεγάλα ζητήματα, όπως τα ωράρια, τον τόπο εργασίας, τις αμοιβές, και πυροδότησε το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης», που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ αλλά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.

Στην Ελλάδα παρατηρήθηκε πέρυσι κατά κύριο λόγο στον κλάδο του τουρισμού και του επισιτισμού, όπου περισσότερες από 50.000 θέσεις εργασίας έμειναν κενές παρά τις ευοίωνες προβλέψεις για την τουριστική σεζόν. Δεν πλούτισαν ξαφνικά οι εργαζόμενοι για να απορρίπτουν τις προτάσεις εργασίας. Δεν είναι όμως πλέον διατεθειμένοι να απασχολούνται σε εξοντωτικά ωράρια χωρίς επαρκή κάλυψη εξόδων διαβίωσης από τον εργοδότη, με αδήλωτη και συχνά ανασφάλιστη εργασία και δυσανάλογες με τις εργατοώρες αμοιβές.

Συγκριτικά με άλλες χώρες στην Ευρώπη, στη χώρα μας πολύ μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, εργάζεται υπερωριακά χωρίς να πληρώνεται την επιπλέον εργασία, ενώ μόλις το 25% των εργαζομένων καλύπτεται από κλαδικές συμβάσεις. Παράλληλα εντοπίζονται μεγάλες ανισότητες στις αποδοχές τόσο μεταξύ των πλήρως και των μερικώς απασχολουμένων όσο και μεταξύ αντρών και γυναικών για τις ίδιες ώρες εργασίας. Η χώρα είναι από τις πρωταθλήτριες στην απόκλιση μεταξύ αύξησης κερδοφορίας των επιχειρήσεων και μεταβολής των πραγματικών μισθών. Ενώ το 2023 καταγράφηκε αύξηση των κερδών των επιχειρήσεων κατά 5,9%, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν λόγω της ακρίβειας κατά 0,2%. Οι ανισότητες διευρύνονται. Οι εργαζόμενοι δικαίως ζητούν καλά αμειβόμενες και ποιοτικές θέσεις εργασίας. Στο πλαίσιο αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα όλο και περισσότερα πιλοτικά προγράμματα μείωσης των ημερών και των συνολικών ωρών εργασίας χωρίς μείωση αποδοχών. Βασικός στόχος και κριτήριο επιτυχίας των παραπάνω εγχειρημάτων είναι η διατήρηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων με λιγότερες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικές.

Παράλληλα καθίσταται σαφές πως μόνο μέσω της επαναφοράς των συλλογικών συμβάσεων θα διαμορφωθούν οι μηχανισμοί εξισορρόπησης της σχέσης κεφαλαίου – εργασίας.

Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στη λογική των μικροπαροχών χωρίς να διαμορφώνει όρους πραγματικής αύξησης εισοδημάτων. Η αλλαγή πορείας είναι αναγκαία. Τις ενδιαφέρουσες αυτές εξελίξεις οφείλουμε να τις παρακολουθήσουμε όχι αμέτοχοι ως κοινωνία, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον που ήδη διαμορφώνεται από την καταιγιστική εισβολή των νέων τεχνολογιών, της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης στη ζωή μας και την εργασία. Ελλοχεύει ο κίνδυνος η ανεξέλεγκτη και χωρίς κανόνες χρήση αυτών των νέων εργαλείων από τις επιχειρήσεις αφενός να οδηγήσει εκτός αγοράς εργασίας εκατομμύρια ανθρώπους, αφετέρου να διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ των επιχειρηματικών ελίτ και της κοινωνικής πλειοψηφίας και ν’ αμφισβητήσει μέχρι ολικής διάλυσης το ήδη συρρικνωμένο και υποτυπώδες υπάρχον κράτος πρόνοιας.

Οι σύγχρονες κοινωνίες, οι εργαζόμενοι και οι πολιτικές ηγεσίες έχουν υποχρέωση να οραματιστούν και να σχεδιάσουν μια εναλλακτική και πιο ελπιδοφόρα θέαση του μέλλοντος. Ενα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία ανθρώπων και τεχνητής νοημοσύνης και που η κερδοφορία που θα προκύψει από τη χρήση τεχνολογιών θα κατευθύνεται όχι μονομερώς στις επιχειρήσεις, αλλά θα φτάνει ως μέρισμα και στον κόσμο της εργασίας. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει επιχειρήσεις που έχουν κοινωνική ευθύνη αλλά κυρίως τα κράτη να επενδύσουν σε προγράμματα που έχουν στόχο τη μείωση των ωρών εργασίας με διατήρηση των αποδοχών των εργαζομένων. Μπορεί το σχέδιο να φαίνεται φιλόδοξο και ανεδαφικό, αλλά χωρίς προετοιμασία και τολμηρά βήματα προς τα εμπρός οι κοινωνίες θα αναγκαστούν παθητικά να αποδεχτούν τα ζοφερά σενάρια περί τέλους της εργασίας.

Η πολιτεία θα πρέπει αφενός να σταθεί αρωγός σε αντίστοιχα προγράμματα επιχειρήσεων, ακόμη και επιδοτώντας μέρος του κόστους, αφετέρου και η ίδια να επεξεργαστεί αντίστοιχα μοντέλα. Πρώτα όμως οφείλει να διασφαλίσει ότι τουλάχιστον τηρείται η νομιμότητα στους εργασιακούς χώρους και να ελέγξει την αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία που σήμερα κυριαρχεί ως αντιπαράδειγμα. Γιατί δεν μπορούμε να ελπίζουμε στο μέλλον αν δεν κερδίσουμε ως κοινωνία τη μάχη του παρόντος.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχτισε το επικοινωνιακό της αφήγημα πάνω στη σταθεροποίηση της οικονομίας, στις επενδύσεις και στη βελτίωση των αριθμών, που τόσο αρέσκεται να τα επικαλείται. Ομως το φάντασμα της ακρίβειας, που γίνεται καθημερινά ολοένα και πιο απειλητικό, διαψεύδει κάθε θετική προσδοκία που επιχειρεί να καλλιεργήσει.

Αν η οικονομία είναι ψυχολογία, τότε η ραγδαία αύξηση του κόστους ζωής αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης. Οι καθημερινές ανατιμήσεις στα ράφια των σουπερμάρκετ, το εξωφρενικό κόστος της ενέργειας, η τραπεζική ασυδοσία, το ράλι των ενοικίων και η φούσκα της κτηματαγοράς ροκανίζουν το οικογενειακό εισόδημα και οδηγούν τους πολίτες σε μια άνευ ορίων οικονομική αφαίμαξη. Δυστυχώς για την κυβέρνηση, δεν μπορεί να επικαλεστεί το δόγμα της ατομικής ευθύνης, όπως συνηθίζει, για να ρίξει την ευθύνη στους πολίτες που ο μισθός τους τελειώνει στα μέσα του μήνα. Οι αριθμοί είναι καταλυτικοί: σύμφωνα με τη Eurostat η χώρα μας είναι επί δύο χρόνια πρωταθλήτρια της ακρίβειας ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τις υψηλότερες αυξήσεις στα βασικά αγαθά σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, ακόμη και σε προϊόντα που εξάγουμε. Το λάδι ακρίβυνε κατά 31,5% με μέσο ευρωπαϊκό όρο 5,9%, το γάλα 4,8% με μ.ε.ό. 2,3% και το μοσχαρίσιο κρέας 7,9% με μ.ε.ό. 4%. Το βρεφικό γάλα είναι το ακριβότερο στην Ευρώπη σημειώνοντας αύξηση 213%. Οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων ξεπερνούν το 14,8%. Για να μην αναφερθούμε στις υψηλότερες τιμές ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ενωση λόγω της ανεπιφύλακτης ένταξης της χώρας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, που παίζει στη ρουλέτα την ενεργειακή επάρκεια της χώρας. Οι συνέπειες κάθε γεωπολιτικής κρίσης οδηγούν αυτόματα σε αυξήσεις τιμών, σαν να είμαστε η μοναδική χώρα που πλήττεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τη μεσανατολική κρίση, ακόμη και την αύξηση της πειρατείας στην Ερυθρά θάλασσα!

Σήμερα είναι ολοένα και πιο φανερό ότι η γάγγραινα της ακρίβειας και ο πρωτοφανής πληθωρισμός για χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν καταπολεμούνται με πενιχρές αυξήσεις στους μισθούς, με παροχές όπως τα pass και το «καλάθι του νοικοκυριού» που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια των πολιτών και τους καθιστούν ομήρους της φτώχειας τους ούτε με συσκέψεις στο Μαξίμου για τα μάτια του κόσμου. Πρόκειται για πολυμέτωπο αγώνα. Ομως θεμελιακή προϋπόθεση για τη συγκράτηση των τιμών και την πάταξη της κερδοσκοπίας σε όλο το φάσμα της αγοράς είναι η κυβερνητική βούληση να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και να εφαρμόσει τους νόμους. Με υποστελεχωμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς, με πρόστιμα κατόπιν εορτής και με τις τιμές στα ράφια ήδη στα ύψη, με την προσμονή οι παράγοντες της αγοράς να συγκρατηθούν «οικειοθελώς», η κυβέρνηση δείχνει αδυναμία και αναποτελεσματικότητα, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της λαϊκής δυσαρέσκειας. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει προτείνει γενναία μέτρα όπως τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα, τη μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα καύσιμα και στην ενέργεια, την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και την επιβολή προστίμων άνευ αναστολής, τη θεσμική θωράκιση και ενδυνάμωση των καταναλωτικών οργανώσεων, την ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με αποφασιστικές εξουσίες, την επιβολή πλαφόν σε ορισμένα προϊόντα που θα μπορούσαν να δώσουν το σήμα ότι η κατάσταση μπορεί να συγκρατηθεί. Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει δείξει πίστη στο δόγμα του φιλελευθερισμού και στην ελεύθερη ρύθμιση της αγοράς, αφήνοντας την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια να καλπάζουν αχαλίνωτα. Αν όμως δεν αλλάξει ρότα σύντομα, η μάχη κατά της ακρίβειας θα αποδειχθεί μοιραία και για την ίδια και για τη χώρα.

Το Μαξίμου δεν έχει τη βούληση να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και να εφαρμόσει τους νόμους για τη συγκράτηση των τιμών και την πάταξη της κερδοσκοπίας σε όλο το φάσμα της αγοράς

Documento Newsletter