Σε ένα δύσκολο παζλ θα κληθεί να αντεπεξέλθει η κυβέρνηση με την αυγή του 2017. Με την αξιολόγηση ανοικτή, το παιχνίδι με το ΔΝΤ στα όρια και τον Τραμπ νέο παίκτη στην παγκόσμια σκακιέρα, θα πρέπει να διαχειριστεί ταυτόχρονα κρίσιμες μνημονιακές δεσμεύσεις, τις πρώτες δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές αλλά και το εσωτερικό μέτωπο.
Ο δρόμος της κυβέρνησης προς τον «οδικό χάρτη» Τσίπρα, ακόμη κι αν υπερβεί τον σκόπελο της δεύτερης αξιολόγησης, μόνο στρωμένος με ροδοπέταλα δεν θα είναι το 2017.
Το αντίθετο: μνημονιακές δεσμεύσεις από τις συμφωνίες του καλοκαιριού του 2015 και του περασμένου Μαΐου τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με μαραθώνιο και την κυβέρνηση με δρομέα μεγάλων αποστάσεων.
Σε κάθε περίπτωση, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα της κυβέρνησης και αν υπάρχει μία σταθερά είναι ότι το 2017 θα ανοίξει πανιά σε «αχαρτογράφητα ύδατα», χωρίς ουδείς να γνωρίζει αυτήν τη στιγμή αν θα βγει στις ανοιχτές θάλασσες της ανάπτυξης ή θα πέσει στην ξέρα των φιλελεύθερων-νεοφιλελεύθερων εμμονών και των εσωτερικών πολιτικών διεργασιών στα εμπλεκόμενα μέρη.
Η κυβέρνηση πάντως ελπίζει ότι «μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2017 θα κάνουμε δοκιμαστικές εξόδους στις αγορές και θα προετοιμαστούμε για την τελική ανάκτηση της οικονομικής μας κυριαρχίας με το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018».
Ο γρίφος της δεύτερης αξιολόγησης
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η διαπραγμάτευση θα ξεκινήσει εξ αποστάσεως το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου. Οι εκπρόσωποι των θεσμών θα έρθουν μετά το EWG στις 12 Ιανουαρίου, με χρονικό ορίζοντα για την επίτευξη συμφωνίας το Eurogroup της 26ης του ίδιου μήνα.
Μαξίμου και ΥΠΟΙΚ επιμένουν ότι μια πολιτική απόφαση θα λύσει τον γόρδιο δεσμό, αλλά χωρίς περαιτέρω παραχωρήσεις στην κινούμενη άμμο του εργασιακού δύσκολα κλείνει η αξιολόγηση.
Αυτό είναι το καλό σενάριο, γιατί το δυσμενές είναι η Γερμανία να «παίξει καθυστέρηση», συνδέοντας την αξιολόγηση με την τελική απόφαση του ΔΝΤ για τη συμμετοχή του ή μη στο πρόγραμμα, με στόχο να φτάσει την Αθήνα για μια ακόμη φορά στα όρια της χρηματοδοτικής ασφυξίας το ερχόμενο καλοκαίρι ώστε να συμφωνήσει σε όσα ζητεί το Ταμείο, δηλαδή σε μείωση συντάξεων και αφορολόγητου ύψους 4,2 δισ. ευρώ για μετά το 2018.
Θα αντέξει κάτι τέτοιο πολιτικά η κυβέρνηση; Επί του παρόντος στο Μαξίμου ετοιμάζονται διά παν ενδεχόμενο και ξορκίζουν το σενάριο για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Ιδιωτικοποιήσεις και εσωτερικό μέτωπο
Το βασικό σενάριο στην παρούσα φάση θέλει το ΔΝΤ να αποφασίζει για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα την προσεχή άνοιξη, αφού πρώτα ανοίξει τα χαρτιά του ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ. Το τοπίο είναι τόσο θολό που ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος δηλώνει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι «δεν ξέρουμε ποιο είναι το καλό σενάριο για μας αυτήν τη στιγμή. Να μείνει ή να φύγει;».
Εδώ ισχύει το «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» για την κυβέρνηση. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι κομβικής σημασίας για το πρόγραμμα και τους δανειστές, αναγκαίο κακό για το Μαξίμου και «κόκκινη γραμμή» για πολλούς στο κόμμα. Το Documento μίλησε με κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος που γνωρίζει από πρώτο χέρι τα προβλήματα, το οποίο περιέγραψε το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα στην αυγή του 2017.
Ο εφαρμοστικός νόμος του περασμένου Μαΐου μιλούσε για έσοδα 2,5 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις το 2016, 2,2 δισ. ευρώ για το 2017 και 1,1 δισ. ευρώ το 2018. Τα έσοδα από αποκρατικοποιήσεις αναμένεται για φέτος να φτάσουν (μιλάμε για την πιο θετική πρόβλεψη) τα 2 δισ. ευρώ. Για το 2017 το προσχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπει έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μόλις 437 εκατ. ευρώ.
Τι σημαίνει αυτό; Οτι υπολείπονται τουλάχιστον άλλα 4 δισ. ευρώ για να επιτευχθεί μέχρι το 2018 ο στόχος. Στη λίστα αναμονής βρίσκονται τα περιφερειακά αεροδρόμια, το Ελληνικό, ο ΟΛΘ, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, το 5% του ΟΤΕ κ.ά. Επί του παρόντος τα περιφερειακά αεροδρόμια βρίσκονται στο στάδιο παράδοσης – παραλαβής, ενώ για το Ελληνικό αναμένεται το τελικό master plan και η παρουσίαση της ΣΜΠΕ από τον επενδυτή.
Η ιδιωτικοποίηση του ΔΕΣΦΑ από τη αζέρικη Socar δεν έγινε ποτέ και στο αναθεωρημένο επιχειρησιακό σχέδιο (Asset Development Plan) θα περιγράφονται 17 ιδιωτικοποιήσεις έναντι 19 στο ADP του Μαΐου, αφού έχουν ολοκληρωθεί οι ιδιωτικοποιήσεις του ΟΛΠ και του Αστέρα.
Εντός του 2017 θα έρθουν σε πρώτο πλάνο οι ενεργειακές συμμετοχές του δημοσίου (ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ), το οποίο κατέχει το 17% της ΔΕΗ, το 65% της ΔΕΠΑ και το 35% των ΕΛΠΕ. Και μπορεί ο Πάνος Σκουρλέτης να έφυγε από το υπουργείο για να ανοίξει ο δρόμος για περαιτέρω ιδιωτικοποίησή τους, ωστόσο η πρόσληψη συμβούλων από το ΤΑΙΠΕΔ είναι μια από τις «προαπαιτούμενες ενέργειες» για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης που δεν έχει ακόμη προχωρήσει.
Το κακό σενάριο θέλει το Βερολίνο να πιέζει την Αθήνα με χρηματοδοτική ασφυξία ώστε να συμφωνήσει σε όσα ζητά το Ταμείο
Απέναντι σε εργαζόμενους και ΜΜΕ
Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι στα όρια του πολιτικά ανεκτού, κυρίως από τον κομματικό μηχανισμό και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ πανελλαδικά, ενώ οι εργαζόμενοι στις υπό ιδιωτικοποίηση κρατικές ή κρατικών συμφερόντων επιχειρήσεις, που στη μεγάλη τους πλειονότητα στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, θα βγουν στα μπαλκόνια, θα πιέσουν τους βουλευτές ανά την επικράτεια και εκείνοι με τη σειρά τους θα πιέσουν το Μαξίμου. Ειδικά εάν στον ορίζοντα «μυρίσουν» εκλογές.
Στο εσωτερικό μέτωπο στην κυβέρνηση δηλώνουν ότι μάθανε να ζουν με την εχθρική στάση της πλειονότητας των ΜΜΕ απέναντί τους, ενώ για τη στάση της αντιπολίτευσης και κυρίως της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη δηλώνουν ότι «δίνει διαπιστευτήρια υποταγής στους ακραίους κύκλους των δανειστών», ποντάροντας στην αποτυχία «όχι της κυβέρνησης αλλά της χώρας», όπως λένε χαρακτηριστικά.
Ομως τα αντιδημοφιλή μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, πάντα κατά τη γνώμη της, ο Τύπος διογκώνει τα προβλήματα παραμένει αγκάθι για το Μαξίμου, το οποίο καλείται να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των απαιτήσεων των δανειστών και των δημοσκοπικών ευρημάτων.