Τέρι Γκίλιαμ: Με τον Δον Κιχώτη το τελευταίο που ακολουθείς είναι η φωνή της λογικής

Έχουν περάσει ακριβώς 29 χρόνια από τότε που ο Τέρι Γκίλιαµ αποφάσισε να γυρίσει τον «∆ον Κιχώτη» του στη µεγάλη οθόνη. Το 1989 ο Αµερικανός σκηνοθέτης ήταν 48 χρόνων. 

Σήµερα, στα 77 του πλέον, βλέπει το πρότζεκτ ζωής που ξεκίνησε µε δεκάδες ατυχίες και συνεχίστηκε µε αµέτρητα προβλήµατα να παίρνει επιτέλους σάρκα και οστά. Το ονόµασε «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον ∆ον Κιχώτη». Για πολλούς λόγους, όχι και τόσο άσχετους µεταξύ τους…

Όλοι γνωρίζουν τις αναποδιές και τα εµπόδια που συναντήσατε στην προσπάθειά σας να κάνετε αυτό το φιλµ. Ας πάρουµε όµως τα πράγµατα από την αρχή και να µας πείτε τους βασικούς λόγους για τους οποίους αποφασίσατε να κάνετε ταινία για τον ήρωα του Θερβάντες.

Το 1998 είχα ολοκληρώσει την τρίτη συνεχόµενη ταινία µου στις ΗΠΑ (µετά τους «12 πίθηκους» και τον «Βασιλιά της µοναξιάς»), το «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας». Επιθυµούσα διακαώς η επόµενη ταινία µου να γυριστεί στην Ευρώπη. Ο «∆ον Κιχώτης» ήταν ανέκαθεν από τα πιο αγαπηµένα µου βιβλία. Αρκετές φορές στο παρελθόν είχα σκεφτεί να το µεταφέρω στο σινεµά, αλλά πάντα έπεφτα σε τοίχο όσον αφορά βασικά στοιχεία της ιστορίας τα οποία αδυνατούσα να αποδώσω κινηµατογραφικά. Κάποια στιγµή σήκωσα τα χέρια και είπα ότι τελικά δεν µπορεί να γίνει µια πιστή κινηµατογραφική βερσιόν του «∆ον Κιχώτη». Εκτός κι αν εγκατέλειπα τον τρόπο µε τον οποίο έγραψε το βιβλίο του ο Θερβάντες προκειµένου να δώσω τη δική µου οπτική µέσω ενός σεναρίου που δεν θα προδίδει το πνεύµα του συγγραφέα.

Όταν τελικά καταλήξατε στη δική σας εκδοχή του «∆ον Κιχώτη» ποια στοιχεία του ήρωα αποφασίσατε να κρατήσετε και ποια να ξεφορτωθείτε;

∆ύσκολα µπορείς να απαρνηθείς κάποιο κοµµάτι από έναν τόσο εµβληµατικό χαρακτήρα, ένα διαχρονικό παγκόσµιο σύµβολο. Το βασικό στοιχείο του ∆ον Κιχώτη είναι πως δεν κοιτά τη ζωή µε το βλέµµα των περισσότερων ανθρώπων. ∆εν βλέπει τα ίδια πράγµατα, δεν µένει στην επιφάνειά τους, αλλά ψάχνει να βρει αυτό που κρύβεται από πίσω. Αναζητάει την ίδια την περιπέτεια. Αυτό το κρίσιµο στοιχείο σε συνδυασµό µε την αγάπη του για το διάβασµα και τις αρχές της ιπποσύνης που τον διακρίνουν είναι οι βασικοί πυλώνες της ψυχοσύνθεσης ενός σηµαντικού αντιήρωα. Ενός σπάνιου ονειροπόλου και οραµατιστή.

Με αυτήν τη φράση σας είναι σαν να περιγράφετε τον εαυτό σας. Βρίσκετε στοιχεία ταύτισης µε τον ήρωά σας;

Θα ήµουν ψεύτης αν σας έλεγα ότι δεν βρίσκω. Η αλήθεια είναι πως όποιος αποφασίζει να αρνηθεί τους περιορισµούς της καθηµερινής ζωής δεν γίνεται να µη συνταξιδέψει µε τον ∆ον Κιχώτη, το αέναο σύµβολο της απόλυτης ελευθερίας και περιπέτειας.

Έπειτα από τόσες αναποδιές και τόσο χαµένο χρόνο (είχαν περάσει σχεδόν 16 χρόνια από την πρώτη αποτυχηµένη προσπάθεια) δεν σκεφτήκατε κάποια στιγµή να παρατήσετε το πρότζεκτ; Αν ναι, τι σας έδωσε τη δύναµη να συνεχίσετε;

Φυσικά και σκέφτηκα να τα παρατήσω. Οχι µία αλλά πολλές φορές. Η γυναίκα µου, η Μάγκι, µε πίεζε να το αφήσω επειδή θεωρούσε ότι δεν µου έκανε καλό. ∆εν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Υποθέτω ότι είναι ένα από αυτά τα ανεξήγητα ζητήµατα που δεν έχουν λογική. Είναι κάπως σαν τον έρωτα. Ή µάλλον όχι. Είναι χειρότερο από τον έρωτα, γιατί δεν θυµάµαι πολλές διασκεδαστικές σκηνές στη διαδροµή αυτή. Ισως να έχει να κάνει και µε το γεγονός ότι είµαι ξεροκέφαλος. Πολλοί θα σκέφτονταν ότι το πιο λογικό για τον Γκίλιαµ είναι να τα παρατήσει, αλλά µην ξεχνάτε ότι εγώ δεν λειτουργώ µε τους νόµους της κοινής λογικής. Οταν κάποιος αποφασίζει να καταπιαστεί µε τον ∆ον Κιχώτη, το τελευταίο πράγµα που πρέπει να κάνει είναι να ακολουθεί τη φωνή της λογικής. Τότε είναι βέβαιο ότι είτε θα αποτύχει είτε κάτι δεν θα γίνει σωστά!

Ο χαρακτήρας του Τόµπι, του σκηνοθέτη που κάνει το φιλµ µε τη ζωή του Δον Κιχώτη, έχει σαφέστατα αρνητικό προφίλ. Μέσω εκείνου φωτογραφίζετε εµµέσως τους συναδέλφους σας που έχουν προδώσει τις αρχές τους και έχουν συµβιβαστεί µε τον εύκολο πλουτισµό και την εµπορευµατοποίηση της τέχνης τους. Γιατί καταλήξατε σε αυτό τον χαρακτήρα-πρωταγωνιστή του φιλµ;

Κοιτάξτε, δεν θέλω να γίνω επικριτικός αλλά αυτή η κατηγορία ανθρώπων υπάρχει σε όλες τις αγορές και σε όλα τα επαγγέλµατα. Ξεκινάς µε φιλοδοξίες και σχέδια για µια άλλη ζωή, γεµάτη δηµιουργία και όνειρα, αλλά τελικά παραδίνεσαι στις εύκολες λύσεις, στα χρήµατα, στην τεµπελιά και τη µαταιοδοξία. Κάπου τους κατανοώ όλους αυτούς, αλλά αυτό δεν σηµαίνει ότι τους δικαιολογώ κιόλας. Πολλά κοινωνικοπολιτικά φαινόµενα της σύγχρονης παρακµής και εξαθλίωσης που συναντάµε τριγύρω µας σήµερα δηµιουργήθηκαν επειδή κάποιοι σαν αυτούς επέλεξαν να περνούν οι ίδιοι καλά αδιαφορώντας αν άλλοι γύρω τους δυστυχούσαν.

Η πιο σκληρή δοκιµασία που αντιµετωπίσατε όλο αυτό το διάστηµα σε σχέση µε το φιλµ ποια ήταν;

Περάσαµε πολύ δύσκολες στιγµές στα πρώτα, καταστροφικά γυρίσµατα. Κάποιες αναποδιές ήταν σχεδόν µεταφυσικές. Οµως το χειρότερο κοµµάτι που θυµάµαι τώρα ύστερα από τόσα χρόνια είχε σχέση µε τη φύση. Λες και ήθελε να µας εκδικηθεί για κάποιον λόγο. Λες και διαπράτταµε ιεροσυλία. Πραγµατικά µερικές στιγµές φοβήθηκα για τη ζωή µας. Ηταν τόσο µεγάλο το µένος της που είχαµε τροµάξει όλοι. Ήταν πολύ δύσκολα. Προσπαθούσα να δώσω κουράγιο και δύναµη στους υπόλοιπους κάνοντας πλακίτσες ή λέγοντας αστεία, αλλά η αλήθεια είναι ότι είχα τροµάξει, όπως όλοι, µε την καταστροφή που έβλεπα. Με τους δυνατούς ανέµους και την καταιγιστική βροχή να διαλύουν τα πάντα γύρω µας.

Μας περιγράφετε το κοντράστ συναισθηµάτων µε τα τελευταία γυρίσµατα της περυσινής χρονιάς;

Δεν ήταν και τόσο εύκολα λόγω του µύθου που είχε δηµιουργηθεί µε τις πρώτες καταστροφές και τις προλήψεις κάποιων συνεργατών. Είχαµε φτάσει σε σηµείο να πανηγυρίζουµε όταν ο καιρός ήταν καλός και κάναµε γυρίσµατα χωρίς εµπόδια. Μάλιστα την τελευταία µέρα γυρισµάτων έγινε χαµός, κανονικό πάρτι. Ολα τα προηγούµενα όµως είχαν αγχώσει και τους ηθοποιούς. Ο Ανταµ Ντράιβερ είχε συνέχεια νευρικότητα και φοβόταν µήπως κάτι στραβώσει. Ερχόταν και µου έλεγε: «Ξέρω τι έχεις τραβήξει µε αυτή την ταινία. ∆εν θέλω να γίνω αιτία να απογοητευτείς. Θα κάνω ό,τι µπορώ για να µη σε αγγίξει τίποτε».



Ταινίες σε… σενάριο Θερβάντες

Δεν είναι μόνο ο Τέρι Γκίλιαμ που είχε εμμονή με τον θρυλικό ήρωα του Θερβάντες. Το «κορυφαίο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ», σύμφωνα με νορβηγική έρευνα που έγινε πριν από λίγα χρόνια στην οποία ρωτήθηκαν συγγραφείς και ακαδημαϊκοί από 55 χώρες, απασχόλησε αρκετούς δημιουργούς. Από τον Ορσον Ουέλς και τον Γερμανό Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ ως το μιούζικαλ «Man of La Mancha» (1972) του Αρθουρ Χίλερ με τους Πίτερ Ο’Τουλ και Σοφία Λόρεν ή το πιο πρόσφατο τηλεοπτικό φιλμ του Πίτερ Γέιτς, αρκετοί σκηνοθέτες επιχείρησαν να συλλάβουν το πνεύμα του βιβλίου αλλά μόνο ένας κατάφερε να φτιάξει αριστουργηματικό κινηματογραφικό Δον Κιχώτη.

Ηταν το 1957 όταν ο Σοβιετικός Γκριγκόρι Κόζιντσεφ σχεδίασε την περίφημη τριλογία του περί ουμανισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης που θα ολοκληρωνόταν 14 χρόνια αργότερα με τον «Βασιλιά Λιρ» και ενώ έχει μεσολαβήσει ο «Αμλετ» το 1964. Τι πιο φυσικό από το να ξεκινήσει τη φιλόδοξη περιπέτειά του με τον «ιππότη» από τη Μάντσα που βαφτίζεται στα ρωσικά «Don Kikhot». Εκεί ένας χωρικός ονόματι Αλόνσο Κιχάνο που λατρεύει τα ιπποτικά μυθιστορήματα φορά την πανοπλία του Δον Κιχώτη και με σύμμαχο τον αφελή συγχωριανό του Σάντσο ορμάει στην περιπέτεια. Η μελαγχολία και η κωμική ελαφρότητα που χρησιμοποιεί ο 52άχρονος σκηνοθέτης είναι απόλυτα πιστές στο πρωτότυπο κείμενο, ενώ έχει την ευτυχία να διαθέτει για πρωταγωνιστή τον μέγιστο Νικολάι Τσερκάσοφ (ο ηθοποιός του Αϊζενστάιν στα «Ιβάν ο Τρομερός» και «Αλεξάντερ Νιέφσκι») ο οποίος είναι φτυστός ο Δον Κιχώτης όπως έχει αποτυπωθεί στις περισσότερες προσωπογραφίες του ανά τους αιώνες. Αν και τα γυρίσματα έγιναν στην Κριμαία, το τοπίο θυμίζει τις ισπανικές πεδιάδες, ενώ η σέπια και τα ξεθωριασμένα χρώματα της φωτογραφίας παραπέμπουν σε πίνακες της Αναγέννησης. Η ταινία ήταν υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 1957.

Το δεύτερο φιλμ που ίσως να πλησίαζε σε αξία την ταινία του Κόζιντσεφ είναι του Αμερικανού Ορσον Ουέλς, που επιχείρησε να το γυρίσει τη δεκαετία του 1950 αλλά δεν το ολοκλήρωσε ποτέ λόγω αδυναμίας να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν. «Και αν ακόμη ο Δον Κιχώτης δεν κατάφερε να σώσει τον κόσμο, κατάφερε τουλάχιστον να σωθεί μέσα στον κόσμο του. Και αυτό είναι κάτι…» είχε πει ο Ουέλς για τον ονειροπόλο ήρωα, δίνοντας ταυτόχρονα και το στίγμα της ταινίας που οραματιζόταν.

Ετικέτες