«Αλήθεια θα έρθει;» ρωτούσαν οι συνάδελφοι από το πρωί. Οταν ο Τέρης Χρυσός εμφανίστηκε στα γραφεία της εφημερίδας, όλοι θέλαμε να μιλήσουμε και να φωτογραφηθούμε μαζί του. Δεν μας χάλασε το χατίρι· βγήκαμε στο μπαλκόνι και ποζάραμε στην κάμερα γελώντας σαν μικρά παιδιά. «Ισως κρατάω ακόμη ζωντανό μέσα μου το παιδί, γιατί από μικρός έπρεπε να αναλάβω ευθύνες» είπε όταν σχολίασα τη ζωντάνια και την καλή του διάθεση. «Τι θέλετε να πούμε;» με ρώτησε. «Τα πάντα» απάντησα. «Θέλετε λοιπόν μια κατάθεση ψυχής. Θα την έχετε».
Ο κατάσκοπος πατέρας και η ζωή στην Πόλη
Μεγάλωσα στην Κωνσταντινούπολη. Παιδική ηλικία δεν γνώρισα, γιατί από πολύ νωρίς έπρεπε να φροντίσω για την οικογένειά μου. Βλέπετε, είμαι παιδί χωρισμένων γονιών. Η μητέρα μου ήταν Ρωμιά της Πόλης και ο πατέρας μου Εβραιοούγγρος κατάσκοπος της βρετανικής Intelligence Service, ο οποίος κάποια στιγμή γνώρισε μια Φινλανδή και έφυγε μαζί της, προς το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τη γυναίκα αυτή τελικά την τουφέκισαν στα σύνορα γιατί αποδείχτηκε ότι ήταν διπλή πράκτορας.
Τον πατέρα μου τον ξαναείδα 45 χρόνια μετά, όταν πλέον είχα γίνει γνωστός. Είχε μάθει για μένα και έκανε προσπάθειες να με προσεγγίσει. Τότε πια ζούσε στο Ισραήλ, είχε παντρευτεί άλλη γυναίκα και είχε αποκτήσει άλλα δύο παιδιά. Οταν έφυγε ο πατέρας μου από την Πόλη, η μητέρα μου έμεινε μόνη της να φροντίζει τρία παιδιά. Για την ακρίβεια τέσσερα, μια και είχε άλλο ένα στην κοιλιά, το οποίο λόγω φτώχειας αναγκάστηκε να δώσει σε μια οικογένεια Αρμένηδων που ζούσαν στη γειτονιά μας, οι οποίοι στη συνέχεια μετοίκησαν στην Αυστραλία.
Λεφτά δεν είχαμε, τίποτε δεν είχαμε. Ζούσαμε σε ένα δωμάτιο πολύ φτωχικό. Η μητέρα μου είχε πολύ καλή φωνή και άρχισε να τραγουδά για να κερδίζει τα προς το ζην. Εγώ από επτά χρόνων άρχισα να δουλεύω σε κουρεία και να κάνω θελήματα σε διάφορα μαγαζιά. Γύρω στο 1946-47 η μάνα μου γνώρισε στο μαγαζί όπου τραγούδαγε τον Γιάννη Χρυσόγελο, έναν μεροκαματιάρη πάμφτωχο διερμηνέα.
Περιττό να σας πω ότι δεν μπορούσα να πάρω το επώνυμο του πατέρα μου, επειδή ήταν άπατρις. Μέχρι τότε λοιπόν είχα επώνυμο το πατρικό της μητέρας μου. Μετά τον γάμο της μητέρας μου με τον Χρυσόγελο πήγε στο ελληνικό προξενείο και προς τιμήν του μας αναγνώρισε ως δικά του παιδιά. Μέχρι τότε εγώ και τα αδέρφια μου είχαμε την τουρκική υπηκοότητα. Με την αναγνώριση πήραμε την ελληνική. Κάποια στιγμή γύρω στο 1950 αποφασίσαμε να έρθουμε οικογενειακώς στην Ελλάδα. Εδώ όμως μόλις είχε τελειώσει ο Εμφύλιος και η κατάσταση ήταν δραματική. Για να επιβιώσουμε, ο πατριός μου πούλαγε φιστίκια στον δρόμο και εκλήθην κι εγώ μικρό παιδί να κάνω το ίδιο για να ζήσουμε. Εβγαινα με το καλαθάκι μου στην Τρούμπα με τρύπια παπούτσια, σχεδόν ξυπόλητος. Πέρασα πολλά. Δεν βαρυγκόμησα όμως ποτέ.
Στη συνέχεια επιστρέψαμε στην Πόλη, ξαναγυρίσαμε στην Ελλάδα και κάποια στιγμή μας είχαν βάλει στο Χατζηκυριάκειο Ιδρυμα να ζούμε σαν τα ζώα. Καταλαβαίνετε ότι δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα. Ξεκινήσαμε και πάλι για την Πόλη, όπου δούλεψα σε βιβλιοπωλείο και γκρουμ σε ξενοδοχείο. Το 1955 στα Σεπτεμβριανά ήμασταν εκεί. Τούρκοι μπήκαν στα σπίτια των Ρωμιών και πήραν ό,τι θεωρούσαν χρήσιμο και ό,τι δεν ήθελαν το πετούσαν από τα παράθυρα στον δρόμο. Την άλλη μέρα βγήκα στο Πέραν μαζί με την αδερφή μου και είδα πεταμένα στον δρόμο μεταξωτά υφάσματα ανακατεμένα με ψάρια και δαχτυλίδια. Εγινε πλιάτσικο, σκότωσαν μεγάλους ανθρώπους, εμάς μας γλίτωσε ένας Τούρκος του ναυτικού. Μετά τα Σεπτεμβριανά αποφασίσαμε οριστικά να εγκαταλείψουμε την Κωνσταντινούπολη.
Ο Στέας, ο Χάρμας και ο Χιώτης
Ημουν 17 χρονών παλικαράκι όταν βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη. Μέναμε σε ένα μικρό πανδοχείο στον Βαρδάρη. Ενα δωμάτιο για όλη την οικογένεια. Δούλευε ο πατριός μου κι εγώ έβρισκα κάποιες ευκαιριακές δουλειές. Δεν γινόταν πια να πουλάω φιστίκια στους δρόμους. Το 1958 άκουσα από ένα τρανζιστοράκι ότι γινόταν ένας διαγωνισμός ταλέντων σε ένα κέντρο, το Piccadilly, στην οδό Αριστοτέλους. Παρουσιαστής των ταλέντων ήταν ο Αλκης Στέας. Εκείνο το κυριακάτικο απόγευμα που πήγα ζήτησα να τραγουδήσω το «Mambo Italiano». Το είπα τόσο καλά που με βγάλανε πρώτο. Ο Στέας και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μου είπαν να πάω και το βράδυ να τραγουδήσω, γιατί θα μαζευόταν πιο σοβαρός κόσμος, όχι νεολαία. Εγινε χαμός. Ο επιχειρηματίας μού είπε ότι από την επόμενη μέρα θα τραγουδούσα κάθε βράδυ για 30 δραχμές μεροκάματο. Τότε ήταν που ο Στέας μου άλλαξε το όνομα από Λευτέρης Χρυσόγελος σε Τέρη Χρυσό. Με τα χρήματα που έβγαζα φύγαμε με την οικογένειά μου από το πανδοχείο και νοικιάσαμε δωμάτιο σε σπίτι.
Ηρθε μια μέρα η μάνα μου και μου είπε ότι με ήθελαν από ένα άλλο κέντρο, το Πανόραμα, και ότι θα μου έδιναν περισσότερα λεφτά αλλά και προκαταβολή με την οποία θα μπορούσαμε να πιάσουμε σπίτι. Στο μαγαζί δούλευε ο μεγάλος ρεμπέτης Τόλης Χάρμας και η Αντζελα Γκρέκα. Αρχισα να τραγουδάω εκεί με ξένα τραγούδια και είχα μεγάλη επιτυχία στον λαϊκό κόσμο. Λίγες μέρες μετά ήρθε στο μαγαζί μια άλλη τραγουδίστρια να κάνει δοκιμαστικό, Κική Παπαδοπούλου τη λέγανε. Είχε πολύ ωραία φωνή. Αρεσε στον Χάρμα, ο οποίος τη μετονόμασε Μαρινέλλα, από το ομώνυμο τραγούδι του που είχε γίνει μεγάλη επιτυχία και έλεγε «Μαρινέλλα, Μαρινέλλα, είσαι μούρλια, είσαι τρέλα».
Οταν έληξε το συμβόλαιό μου ο Στέας μου ζήτησε να εμφανιστώ σε ένα ανοιχτό μαγαζί, το Palace στον Λευκό Πύργο. Ηταν περίοδος εκθέσεως και είχε φέρει κι από την Αθήνα τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρη Λίντα. Χαλάσαμε κόσμο. Και ο Χιώτης κάποια στιγμή μου πρότεινε δουλειά στην Αθήνα, στην Πλακιώτικη Αυλή, που αργότερα μετονομάστηκε σε Πλακιώτικο Σαλόνι. Στο σχήμα ήταν και μια παλιά τραγουδίστρια, μεγάλη φίρμα αλλά στα ξεφτίσματά της πλέον, η Νίτσα Μόλλυ. Ολοι με περιέβαλαν με μεγάλη ζεστασιά.
Στο κέντρο αυτό ήρθε στα τέλη του 1960 η Τζέιν Μάνσφιλντ, που είχε βρεθεί στην Αθήνα για τα γυρίσματα μιας ταινίας (σ.σ.: «Συνέβη στην Αθήνα» – «It happened in Athens»). Την έφεραν για να ακούσει τον Χιώτη, που τότε ήταν ο βασιλιάς. Καταλαβαίνετε τι έγινε μόλις μπήκε στο μαγαζί. Είχαν έρθει πολλοί εκείνα τα χρόνια στο μαγαζί, η Σούζαν Χέιγουορντ, ο Ρενάτο Καροσόνε –έχει γράψει το «Tu vuo fa l’ Americano»–, ο Αλ Μπάνο, ο Ντομένικο Μοντούνιο που μου είχε δώσει κι ένα τραγούδι, το «Io di più», το οποίο τραγούδησα στα ιταλικά.
Η είσοδος στη δισκογραφία και η επιτυχία
Στη δισκογραφία μπήκα το 1959, όταν μια μέρα μου είπε ο Μανώλης: «Αύριο στις 9 το πρωί σε περιμένω στην Columbia». «Μα ποιο τραγούδι θα πω;» τον ρώτησα. «Μην ανησυχείς» μου είπε «θα σ’ το μάθω εκεί». Το τραγούδι ήταν το «Ενας βλάκας και μισός» για την ομώνυμη ταινία. Στην ταινία ακούγεται η φωνή της Λίντα που το είπε για την Odeon/Parlophone. Δεύτερο τραγούδι μου ήταν με τον Μίμη Πλέσσα «Το όνομά σου», που κυκλοφόρησε σε σαρανταπεντάρι και από την άλλη πλευρά είχε το «Φεγγαράκι μου λαμπρό» με τη φωνή της Τζένης Βάνου. Δεν έκανε επιτυχία. Δηλαδή βρισκόμουν μεν στα πράγματα, αλλά με μια μιζέρια θα έλεγα. Ομως ευτυχώς είχα δουλειά. Αρχισα να γίνομαι περιζήτητος στην Αθήνα και το 1960 έδωσα εξετάσεις στην κρατική τηλεόραση – πέρασα.
Το 1961, αφού άρχισα να κάνω κάποιες εκπομπές με την ελαφρά ορχήστρα του ΕΙΡ υπό τη διεύθυνση του Μίμη Πλέσσα, του Κώστα Κλάδα και του Τάκη Μωράκη, με πήραν μια μέρα τηλέφωνο από το κανάλι και μου είπαν να τραγουδήσω στο Κεντρικόν, στο πλαίσιο των συναυλιών που γίνονταν εκεί κάθε δεύτερη Δευτέρα. Η συναυλία θα γινόταν με έναν συνθέτη που μόλις είχε έρθει από τη Γαλλία, τον Μίκη Θεοδωράκη. Θα έπαιρναν μέρος ο Χιώτης με τη Λίντα, ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα, ο Μπιθικώτσης κι εγώ σε ένα τραγούδι του νέου συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου σε στίχους Νίκου Γκάτσου, που λεγόταν «Η βάγια». Σόλο πιάνο θα έπαιζε ο Μάνος Χατζιδάκις. Το τραγούδι ήταν έξω από τα νερά μου, όμως δεν θα μπορούσα να μη συμμετάσχω δίπλα σε όλους αυτούς τους καλλιτέχνες. Πήγα. Εγινε πάταγος. Η συναυλία επαναλήφθηκε λίγες μέρες μετά. Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε σε δίσκο δέκα χρόνια μετά από τη Philips.
Το 1963 έφυγα από τον Χιώτη γιατί μου έκανε πρόταση ο μεγάλος μαέστρος Μπάμπης Μαυρομάτης, ο οποίος είχε γράψει ένα δυο τραγούδια για τη Βέμπο και είχε τραγουδίστρια στην ορχήστρα του τη Νάνα Μούσχουρη προτού εκείνη φύγει για τη Γαλλία. Την ίδια χρονιά συμμετείχα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με ένα τραγούδι του Κώστα Κλάδα, το «Πέταξε ένα πουλί». Ηχογράφησα αυτό το τραγούδι μαζί με άλλα στη νέα μου εταιρεία, τη Music Box. Εκείνη την εποχή πολλοί με μπέρδευαν με τον Γιάννη Βογιατζή.
Το 1967 με κάλεσαν από την εταιρεία μου και μου ζήτησαν να αλλάξω είδος για να κερδίσουμε τη νεολαία. Είχα ακούσει εγώ τότε στο Φεστιβάλ Βαρκελώνης τον Λιτλ Τόνι που έλεγε το «Mulino a vento». Το τραγούδησα στα ελληνικά με τον τίτλο «Μύλος η καρδιά μου», που στάθηκε η πρώτη μου πολύ μεγάλη επιτυχία στη νεολαία. Ακολούθησαν το «Ηταν μια οπτασία», τα «Ονειρα» και το «Τάκα τάκα», που το είπα πριν από 45 χρόνια και αν δεν το πω όπου εμφανίζομαι δεν φεύγει ο κόσμος από το μαγαζί. Από τη μια μεριά με ευχαριστεί γιατί έχω φάει ψωμί από το «Τάκα τάκα», από την άλλη νιώθω ότι δεν έχω δείξει ακόμη στον κόσμο την άλλη πλευρά του φεγγαριού. Ξέρετε, τραγούδησα Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Πλέσσα, που τώρα τα μαθαίνει ο κόσμος μέσω YouTube.
Φέτος κλείνω εξήντα χρόνια στο επάγγελμα. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τη VMI το νέο μου CD με τίτλο «Τα τραγούδια της ζωής μου» που θα περιλαμβάνει δύο ολοκαίνουργια τραγούδια, το «Αστέρι χρυσό» και το «Αίολος έρωτας», το «Τάκα τάκα» σε λάτιν ρυθμό και το «Ονειρα», καθώς και ακυκλοφόρητα τραγούδια του Γιώργου Μουζάκη. Δεν έβγαλα πολλά λεφτά από αυτήν τη δουλειά. Εννοώ ότι δεν έφτασα σε σημείο, για παράδειγμα, να έχω δικό μου κρις κραφτ. Ωστόσο, πλησιάζοντας τα 80 θα έλεγα ότι περνάω καλά και το σπουδαιότερο είναι ότι με αγαπάει ο κόσμος. Όταν έρθει η ώρα που θα φύγω από τη ζωή θέλω να φύγω όρθιος.