Σε συνέντευξη του στο «Πρακτορείου 104,9 FM» ο Διευθυντής της Καρδιολογικής Κλινικής του Τζάνειου Νοσοκομείου, Χρήστος Ντέλλος έθιξε το τεράστιο πρόβλημα της πολυφαρμακίας στην Ελλάδα.
Καθώς άνθρωποι που χρειάζονται ένα ή τρία κουτιά φαρμάκων συχνά προμηθεύονται ολόκληρες σακούλες, μέχρι και με 15 κουτιά, διότι η εκπαίδευση των γιατρών είναι δυστυχώς τέτοια, που ενθαρρύνει τη λήψη τους.
Την ίδια στιγμή, τα ακριβά φάρμακα αποδεικνύονται συχνά λιγότερο αποτελεσματικά από άλλα, πολύ πιο φθηνά, ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που μπορεί να βλάψουν τον ασθενή, ο οποίος μπορεί να μην να χρειάζεται. Κι όλα αυτά σε ένα σκηνικό όπου παρατηρείται διεθνώς ανοδική τάση της ιατρικής δαπάνης, χωρίς ανάλογο αντίκρισμα.
“Βεβαίως και οι ίδιοι οι ασθενείς πολλές φορές νομίζουν ότι μια ακριβή θεραπεία, ένα ακριβό φάρμακο, είναι καλύτερο. Αυτό δεν ισχύει. Αυτό που λέμε καινοτομία, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι καινοτομία, αλλά μια πρόφαση πολλών φαρμακευτικών εταιριών για να προωθήσουν προϊόντα. Δεν είναι δηλαδή κάτι καινούργιο, που πραγματικά αλλάζει τη θεραπεία προς όφελος του ασθενούς. Έχει υπολογιστεί ότι από τα καινούργια φάρμακα […] το 85% δεν προσφέρει κάτι πραγματικά ουσιαστικό, που να δικαιολογεί δεκαπλάσια ή και 50 φορές επάνω τιμή από ένα παλαιότερο φάρμακο […] Η πρώτη μας σκέψη πρέπει να είναι το όφελος του αρρώστου. Δεν μπορεί αντί για έναν να παίρνουν δέκα ή 100 ένα ακριβό φάρμακο που δεν το χρειάζονται και θα τους βλάψει ή μπορεί να κάνουν τη δουλειά τους πολύ καλύτερα με ένα φάρμακο πάρα, πάρα πολύ πιο φτηνό” σημείωσε κ.Ντέλλος.
Πρόσθεσε ότι “η πολυφαρμακία, άνθρωποι που σε μια σακούλα φέρουν εννέα, δέκα, 15 κουτιά ενώ χρειάζονται ένα ή τρία, παραμένει διότι η εκπαίδευση των γιατρών είναι δυστυχώς να δίνουν φάρμακα. Η μαζική παραμορφωτική εκπαίδευση των γιατρών από χιλιάδες συνέδρια τελικά δεν τους κάνει καλύτερους γιατρούς, τους κάνει πιο πρόθυμους συνταγογράφους διότι δέχονται μια πλύση εγκεφάλου μέσα (τα συνέδρια) στην κατανάλωση φαρμάκων και μάλιστα ακριβών”.
“Διεθνές πρόβλημα η σχέση των γιατρών με τη φαρμακοβιομηχανία”
Κατά τον κ.Ντέλλο, “είναι ένα διεθνές πρόβλημα η σχέση γιατρών με τη βιομηχανία, τη φαρμακοβιομηχανία και τις συσκευές, το οποίο ξεκινάει μερικές δεκαετίες πριν, όταν δόθηκε η εκτέλεση και η έρευνα στη βιομηχανία, κάτι που έγινε γιατί πίστευαν τότε ότι θα κάνουν οικονομία στις δαπάνες υγείας. Τελικά όμως συνέβη το εντελώς αντίθετο, χάθηκαν τα όρια ανάμεσα στη βιομηχανία και την ιατρική κοινότητα. Εδώ έχει ευθύνη η ιατρική κοινότητα, κυρίως η ιατρική ελίτ και η ακαδημαϊκή κοινότητα σε όλο τον κόσμο, που κατάργησε τα στεγανά που πρέπει να υπάρχουν ανάμεσά τους και στον τρόπο συνεργασίας τους, όπως και στα κράτη τις κυβερνήσεις που έπρεπε να επιτηρούν αυτή τη σχέση και να βάζουν κανόνες. Η ευθύνη κατανέμεται όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και στην ιατρική κοινότητα, κυρίως στην ηγεσία της. Αυτό που λένε ιατρική συνείδηση που κάθε γιατρός που ξεκινάει την έχει σε σημαντικό βαθμό. Τελικά πραγματικά υπάρχει ένα τεράστιο πρόβλημα, διακινούνται τεράστια ποσά, υπάρχει δυνατότητα και συνεχώς αυξάνει να γίνονται σπατάλες χωρίς ανάλογο όφελος”.
‘Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε, “καλό είναι να δίνουμε χρήματα στην υγεία αλλά δεν σημαίνει πως αυτά αξιοποιούνται υπέρ της υγείας. Υπάρχουν δυνάμεις σε όλο τον κόσμο που προσπαθούν να το ανατρέψουν αυτό, προς το παρόν όμως έχουμε ανοδική τάση της ιατρικής δαπάνης χωρίς ανάλογο αντίκρισμα. Πρέπει να υπάρχουν διαφανείς διαδικασίες, όταν επιλέγεται ένα μηχάνημα ή όταν επιλέγεται μια θεραπεία. Υπάρχουν κανόνες, υπάρχει δεοντολογία, υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες, που μπορεί να συμβουλευτεί κάποιος, για το τι είναι πιο συμφέρον […] Δυστυχώς όμως, οι επιστημονικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο έχουν γίνει αυτόνομες κοινότητες με συντεχνιακά συμφέροντα. Επομένως, ο έλεγχος πρέπει και σε αυτή την κατεύθυνση. Και από κυβερνητικά στελέχη και από διοικητικά στελέχη και από ιατρικές εταιρίες, που θα έχουν εξυγιανθεί ή θα ελέγχονται”.