Την 3.4.2024 έλαβε χώρα στο Ευρωκοινοβούλιο η εκδήλωση «Σιδηροδρομική Τραγωδία των Τεμπών: Απαιτώντας Δικαιοσύνη, Διαφάνεια και Ασφάλεια» με τη συμμετοχή εκπροσώπων ευρωπαϊκών θεσμών. Ως μία εκ των ομιλητών και ως δικηγόρος οικογένειας θύματος επικεντρώθηκα α) στις εγκληματικές παραλείψεις των εμπλεκόμενων φορέων: ΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ήδη Hellenic Train, ΕΡΓΟΣΕ, Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ), Υπουργείου Μεταφορών και Υποδομών και Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (ERA), β) την αποδεδειγμένη γνώση από ετών όλων των προαναφερόμενων φορέων για την κατάσταση εγκατάλειψης και μη ασφαλούς λειτουργίας του σιδηρόδρομου στην Ελλάδα, γ) την ποινική ευθύνη σε βάρος του πρώην υπουργού Μεταφορών για αδικήματα, όπως η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών σε αληθινή συρροή με την ανθρωποκτονία από ενδεχόμενο δόλο και δ) την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου, ακόμη και των συνταγματικών διατάξεων για την βουλευτική ασυλία.
Ως προς το τελευταίο ζήτημα, τόνισα ότι οι διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να υπονομεύουν την ενότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου καθιερώνει την προτεραιότητα του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου. Αυτό σημαίνει πως κάθε εθνική ρύθμιση, η οποία αντιβαίνει σε διάταξη του ενωσιακού δικαίου άμεσου αποτελέσματος, θα πρέπει να μένει ανεφάρμοστη άνευ ετέρου.
Εν προκειμένω, και δη σε σχέση με την υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών, που συνδέεται αιτιωδώς με την μη υλοποίηση την περιβόητης Σύμβασης 717/14, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα παρακάτω:
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όταν διέγνωσε ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής και για τους δύο πρώην Έλληνες Υπουργούς Μεταφορών, αρχικώς παρέπεμψε την υπόθεση στις εθνικές αρχές, «σκοντάφτοντας» στην συνταγματική διάταξη περί βουλευτικής ασυλίας.
Όμως, το άρ. 325 παρ. 1 Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), που αφορά στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, έχει άμεσο αποτέλεσμα. Το ίδιο άμεσο αποτέλεσμα έχει και το άρ. 7 της Οδηγίας 2017/1371 για την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές, βάσει της ισχύουσας αρχής της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου, έχουν ως αποτέλεσμα, στις σχέσεις τους με το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, να καθιστούν αυτοδικαίως ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη υφιστάμενη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, εν προκειμένω των σχετικών άρθρων περί βουλευτικής ασυλίας, όπως παγίως έχει κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Επιπλέον, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, τόσο η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, όσο και οι εθνικές αρχές είναι συναρμόδιες για την καταπολέμηση των εγκλημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.
Επομένως, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να κινήσει εκ νέου διαδικασία έρευνας σε βάρος των πρ. Υπουργών Μεταφορών και να απευθυνθεί απευθείας στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ζητώντας την άρση της ασυλίας των πρ. Υπουργών, καθώς είναι αρμόδια να το πράξει χωρίς να παραπέμψει την υπόθεση στις εθνικές αρχές.
Με αυτήν τη συλλογιστική, ήδη την 15.3.2024 υποβάλαμε Αίτημα προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, διά του παραρτήματος της στην Ελλάδα, να προβεί στα παραπάνω και αναμένονται οι ενέργειες της. Αντίστοιχα Αιτήματα υποβάλαμε την ίδια περίοδο και προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και προς το Προεδρείο της Βουλής των Ελλήνων.
1 Το άρ. 325 παρ. ΣΛΕΕ προβλέπει ότι: «»Η Ένωση και τα κράτη μέλη καταπολεμούν την απάτη ή οπιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, λαμβάνοντας σύμφωνα με το παρόν άρθρο μέτρα τα οποία θα έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα και θα προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στα κράτη μέλη καθώς και στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. 2 το άρ. 7 της Οδηγίας 2017/1371 προβλέπει: «Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η τέλεση των ποινικών αδικημάτων που αναφέρονται στα άρ. 3, 4 και 5 επισύρει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις».
*η Ελεονώρα Γεωργίου είναι Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω, LL.M Δίκαιο της Ενέργειας ΔΠΘ, LL.M Ποινικό Δίκαιο ΑΠΘ.