Τέμπη: Ένα παραμύθι για ένα έγκλημα

Τέμπη: Ένα παραμύθι για ένα έγκλημα

Τούτες τις μέρες που ζούμε, όχι μια φορά κι έναν καιρό, συμβαίνει κάτι παράξενο, κάτι περίεργο.

Δράκοι, λύκοι, βασιλιάδες με ατσαλένιους τερατόμορφους φρουρούς, άκαρδες βασίλισσες μπροστά σε καθρέφτες, μάγοι με μαύρους μανδύες, μάγισσες πάνω από τα καζάνια τους που ανακατώνουν φίλτρα-δηλητήρια, αυλικοί ραφτάδες, ποντικοί υποχθόνιοι με λαδωμένες ουρές, μοχθηροί γκροτέσκοι νάνοι υπηρέτες του σκότους, ενώνουν τις δυνάμεις τους και πολεμούν τη Μία ( κάποιοι τη φωνάζουν και Μόνη. )

 Όλη τη μέρα, κάθε μέρα, με ξόρκια και βέλη με φωτιές, με όπλα μυθικά, τεράστια, με σπαθιά και μαχαίρια, καταστρώνουν σχέδια στρατηγικά και πολεμούν τη Μία.  Δίνουν όρκους πίστης και υποταγής και ρίχνονται στη μάχη με απύθμενο μένος για να πολεμήσουν τη Μία. Είναι σίγουροι, είναι βέβαιοι πως θα την αφανίσουν. Κι αν ρωτηθούν γιατί την πολεμούν, τσουβάλια ψέματα θα βρούνε για να πουν. Τ’ άσχημα όλου του κόσμου ψάχνουνε στη Μία να φορτώσουν. Υστερα πιο αποφασισμένοι, πιο μανιωμένοι πολεμούν. Τα βράδυα κατάκοποι μεθούν στην ιδέα της επικείμενης νίκης τους. Λίγες μέρες απομένουν…

 Όμως κάθε πρωινό, με την πρώτη αχτίδα του ήλιου μαθαίνουν το ίδιο παράδοξο μαντάτο. Η Μία είναι ζωντανή. Αναρωτιούνται μεταξύ τους πώς! Αφού δεν έχει τόξα, ούτε μηχανές πολεμικές, μήτε δυνάμεις υπερφυσικές. Δεν ξέρει από μάγια, δεν έχει στρατό, δεν έχει τίποτα!

Κοιμούνται κι ονειρεύονται πως θα είναι πληγιασμένη, μες στους καπνούς με ρούχα σκισμένα, ξυπόλητη, αναμαλλιασμένη, κουρέλι να σέρνεται, νηστική, διψασμένη, τρομαγμένη, ασθμαίνοντας, εκλιπαρώντας…            

Αλλά κάθε πρωί, μέρα τη μέρα, η Μία είναι ομορφότερη, νεότερη, ψηλότερη, με βλέμμα ευθύ, με βροντερή φωνή, μ’ ένα διάφανο χαμόγελο, με χέρια άδεια και περιμένει, περιμένει… στη ζωή που συνεχίζεται,  Ωϊμέ! Ναι, το ξέρει καλά, να γίνουν ξανά  όλα, ολόκληρα,  από την αρχή.

Οι λέξεις να αποκτήσουν το Νόημα αυτό για το οποίο γράφονται και ειπώνονται.

Οι Αρετές να ανακαλύψουν το χαμένο τους δρόμο.

Οι Αξίες να επιστρέψουν σπίτι τους.

Οι νότες με τις αλλοιώσεις τους να ανακουφιστούν μέσα στην Αρμονία τους.

Οι τόνοι να πάρουν τη θέση τους σε κάθε σκαλοπάτι.

Η Αλήθεια να βρει το Θάρρος να βγει από τη σπηλιά της.

Τα χρώματα να λάμψουν ατόφια.

Ομορφότερη, νεότερη, ψηλότερη η Μία περιμένει, υπομένει γιατί Ξέρει, το Έμαθε, το Άκουσε, το Είδε, το Νιώθει, το Ζει κάθε πρωινό, κάθε μέρα, κάθε νύχτα, κάθε ώρα, κάθε αιώνιο λεπτό πως μόνο ΕΝΑ δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ξανά ολόκληρο, από την αρχή…

Η Μία (κάποιοι τη φωνάζουν και Μόνη) στέκεται όρθια, φορώντας την αόρατη, αβάσταχτη, ασήκωτη πανοπλία της οδύνης και προχωρά. Δίπλα της προχωρούν κι άλλοι πολλοί- φορούν κι εκείνοι την ίδια πανοπλία. Μέρα τη μέρα έρχονται κι άλλοι, προχωρούν μαζί κι αρχίζουν να μιλούν, πιο δυνατά, να ακούγονται πιο καθαρά, πιο μακριά, να τολμούν να ελπίζουν… ίσως  γι’ αυτό να χαμογελά η Μία…

Μέχρι το τέλος!

  * Η «D.C.» είναι εικαστικός

Documento Newsletter