Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023 ξενύχτησα γράφοντας στο koutipandoras.gr για κάποιο σοβαρό ατύχημα στα Τέμπη. Γύρω στις δύο τη νύχτα άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες πληροφορίες για ύπαρξη νεκρών και λίγο αργότερα οι συνάδελφοι που έφτασαν στο σημείο έλεγαν ότι τα δύο τρένα ίσως και να κινούνταν στην ίδια ράγα σε αντίθετη κατεύθυνση. Αποκοιμήθηκα γράφοντας ενημερώσεις γύρω στις 5.30 τα ξημερώματα. Στις 8.00 μου τηλεφωνεί ο Κώστας Βαξεβάνης για να με ρωτήσει αν αντέχω να οδηγήσω. Στις 10.00 ήμουν ήδη στην Εθνική Οδό. Το σήμα του ραδιοφώνου χανόταν αλλά οι λέξεις που ακούγονταν ανάμεσα στα παράσιτα ήταν σχεδόν μονότονες: «νεκροί», «σύγκρουση», «εξαϋλωθηκαν», «παιδιά», «φοιτητές», «επιζώντες», «ευθύνες», «ευθύνες», «ευθύνες».
Αρκετές ώρες μετά, έχοντας χαθεί ανάμεσα σε χωριά, χωράφια και σύραγγες στα Τέμπη, έφτασα στο σημείο της σύγκρουσης.
Βρήκα μερικές εκατοντάδες ανθρώπους εκεί, κυρίως διασώστες, δημοσιογράφους, πυροσβέστες και αστυνομικούς. Όμως η σιωπή ήταν συγκλονιστική. Υπήρχαν στιγμές που το μόνο που άκουγες ήταν ο ήχος των μηχανημάτων που σήκωναν τις λαμαρίνες των τρένων για να ψάξουν από κάτω οι διασώστες.
Τρία πράγματα δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου από εκείνη τη μέρα: τη μυρωδιά που σε έπνιγε, τις μαύρες σακούλες που φορτώνονταν μαζικά στα ασθενοφόρα και την κραυγή μιας γυναίκας τη στιγμή που αντίκρυσε από τη γέφυρα το σημείο της σύγκρουσης.
Και ένα ακόμη: Το «δεν μπορεί, ρε μαλάκα» που έλεγα στον εαυτό μου όταν σκεφτόμουν ότι όλο αυτό που βίωνα θα περνούσε ατιμώρητο. Έναν χρόνο μετά, ακόμη με πιάνω να διαφωνώ με τον εαυτό μου για το εάν «μπορεί»…
Το βράδυ έμεινα σε ένα άθλιο δωμάτιο στη Λάρισα και πέρασα την επόμενη μέρα ανάμεσα στα δικαστήρια, στην ατελείωτη ουρά της αιμοδοσίας για τους επιζώντες και στο νοσοκομείο όπου μεταφέρονταν οι σωροί και όπου, χρειάστηκε να παρκάρει ένα μεγάλο μαύρο φορτηγό-ψυγείο νωπών κρεάτων για να διατηρήσει τα ανθρώπινα μέλη και τα σώματα που δεν χωρούσαν στο περιορισμένο νεκροτομείο του νοσοκομείου.
Είδα τους συγγενείς των θυμάτων που ακόμη τότε δεν γνωρίζαμε ότι ήταν 57. Δεν τους μίλησα για να ζητήσω δήλωση, πολύ απλά γιατί δεν είχα ούτε το θάρρος, ούτε τη δύναμη να το κάνω. «Σεβόμενο και αντιλαμβανόμενο τη συναισθηματική τους φόρτιση το Documento επέλεξε να μη ζητήσει δηλώσεις από τους συγγενείς των θυμάτων κατά τη διάρκεια του επιτόπιου ρεπορτάζ στη Λάρισα», γράφαμε στο κεντρικό ρεπορτάζ της εφημερίδας εκείνες τις ημέρες.
Έναν χρόνο μετά, οι ίδιοι άνθρωποι που δεν τους ζητήσαμε δηλώσεις τότε, αναγκάζονται να προσφύγουν στη δημοσιότητα για να ζητήσουν στήριξη στη μαραθώνια αναζήτηση της δικαίωσης για τους νεκρούς τους. Η Δικαιοσύνη άλλωστε τους έχει ήδη παραπέμψει στην Εκκλησία, κάποιοι φερόμενοι ως δημοσιογράφοι έδιναν συμβουλές επικοινωνιακής διαχείρισης στην κυβέρνηση πριν ακόμη ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των νεκρών, ενώ η Εξεταστική της Βουλής, δείχνει το πιο άθλιο και κυνικό της πρόσωπο, αφού αποκομμένη πλήρως από το κοινό περί δικαίου αίσθημα, ορμάει λυσσασμένα στην προσπάθεια να ξεπλύνει τον πιο μοιραίο Καραμανλή που έχει δει ο τόπος.
Το δυστύχημα στα Τέμπη λειτούργησε σαν ένας αφόρητα ειλικρινής καθρέφτης: Είδαμε σε μια στιγμή όλα όσα μας πληγώνουν σε αυτή τη χώρα, διογκωμένα σε τέτοιο βαθμό που φάνηκαν σχεδόν ασήκωτα. Ανοργανωσιά, κακοδιαχείριση, αρπαχτές, ρουσφέτια, ανευθυνότητα. Αυτά που χαρακτηρίζουν την πραγματική Ελλάδα, και όχι την Ελλάδα του Παρθενώνα, των παραλιών και των κρεμασμένων στον ήλιο χταποδιών. Στον ίδιο καθρέφτη που στήθηκε στα Τέμπη λοιπόν, είδαμε και τον τερατώδη αντικατοπτρισμό μας. Θα μας στοιχειώνει για πάντα και γι’ αυτό δεν θα ξεχάσουμε ποτέ…