Τέλος εποχής για πρίγκιπες

Τέλος εποχής για πρίγκιπες

Δεν διέθετε τη δωρικότητα του Μπιθικώτση ούτε τον λυγμό του Καζαντζίδη. Τον Στέλιο και τον Τόλη τους συνέδεσε μια εποχή και μια γυναίκα, αλλά τους χώριζε άβυσσος. Ο Καζαντζίδης αποχώρησε νωρίς για να διατηρήσει αλώβητο τον μύθο του, ο Βοσκόπουλος παρέμεινε για να τον συντηρήσει, όχι πάντα με δίσκους και εμφανίσεις. Ο Καζαντζίδης τραγουδούσε τις περισσότερες φορές καθιστός στο πάλκο τους καημούς του μετανάστη, ο Βοσκόπουλος ζητούσε από τους επιχειρηματίες 60 μέτρα καλώδιο για να μπορεί να κινείται ανάμεσα στον κόσμο και να τον χαιρετά.

Τον ιλουστρασιόν Βοσκόπουλο τον ευνόησαν και οι συνθήκες. Στη διάρκεια της χούντας οι συνταγματάρχες ανέχονταν το ακίνδυνο ξένο ρεπερτόριο για να εκτονώνονται οι γιεγιέδες, αλλά έβγαζαν φλύκταινες με τα ρεμπέτικα των χασικλήδων, γιατί μόνο στις τρύπες του κλαρίνου και τις φιγούρες του τσάμικου κατοικούσε η αρετή των Ελλήνων. Κάπως έτσι προέκυψε το μεταλλαγμένο είδος του ελαφρολαϊκού, κάπως έτσι ο Τόλης με τα μεταξωτά πουκάμισα και το ποσέτ στο σακάκι έγινε ο εκπρόσωπος της εκλεπτυσμένης καψούρας με ξανθές Παναγιές και ασημένια φεγγάρια. Εχοντας ασκηθεί προηγουμένως στο κινηματογραφικό μελό, του ήταν πολύ εύκολο να ανάβει τα ντέρτια με τόνους οινοπνεύματος στα τραπέζια και στοίβες πιάτων στην πίστα. Κατά τη δεκαετία του ’70 μπορεί να κυκλοφορούσαν ακόμη κατσίκια στην ορεινή Γλυφάδα, αλλά στη Νεράιδα και στα υπόλοιπα νυχτερινά κέντρα δεν έπεφτε καρφίτσα.

Την καμπάνα παντελόνι και την αισθητική του Δαλιανίδη ακολούθησαν η πασοκική ευημερία και τα πακέτα Ντελόρ, αλλά ο Βοσκόπουλος ακλόνητος. Στον χυλό του μεταμοντέρνου, χωρίς να έχει προηγηθεί καν το σοκ του μοντέρνου, ο μικροαστός αποκτά οντότητα και απoενοχοποιείται για τον παράνομο δεσμό του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ταυτίζεται με τον «Ανεπανάληπτο», κανένας δεν θέλει να μαραίνονται οι έρωτές του σαν της γαρδένιας τον ανθό. Ούτε ο Τόλης φυσικά που πρωταγωνιστεί στα εξώφυλλα πότε με τις κατά καιρούς αγαπημένες του και πότε με τα θυελλώδη διαζύγια.

Είχε πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του ότι καταγόταν από την Κοκκινιά, θέλοντας να χτίσει την εικόνα του αυτοδημιούργητου προσφυγόπουλου. Δεν έπειθε. Περισσότερο του ταίριαζαν οι καμπάνες στον Αστέρα της Βουλιαγμένης και το χρυσό ρολόι στο χέρι, ασορτί με το χρυσό λαρύγγι. Το μόνο που οφείλουμε βέβαια να του αναγνωρίσουμε είναι ότι δεν κατασκευάστηκε από τους followers ούτε από τις προβολές στο YouTube. Υπήρξε είδωλο με ό,τι θετικό ή αρνητικό περιλαμβάνει η λέξη. Με το παραλήρημα του γυναικείου πληθυσμού, με το ετερόκλητο κοινό από τους εφοπλιστές μέχρι τα λαϊκά στρώματα, με μια προσωπική ζωή σαν τηλεοπτική σαπουνόπερα, με πολύ χρήμα που πέρασε από τα χέρια του, με φάσεις ακμής και παρακμής που ο ίδιος ποτέ δεν αποδέχτηκε. Μια μάλιστα από τις τελευταίες εμφανίσεις του ήταν στο Ηρώδειο για να αναβαπτιστεί στην ποιότητα.

Ολοι οι βαρυπενθούντες, μεταξύ αυτών και ο πρωθυπουργός, ας μάθουν όμως ότι ο Βοσκόπουλος δεν ήταν ανεπανάληπτος. Ανεπανάληπτη ήταν η εποχή που τον γέννησε και που είχε ανάγκη από πρίγκιπες. Αυτήν ας κηδέψουμε δημοσία δαπάνη. Στεφάνι πάντως με κόκκινα γαρίφαλα δεν θα στείλουμε, γιατί η δηθενιά και η νεοπλουτίστικη επίδειξη δεν πέθαναν ακόμη.

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης
Documento Newsletter