Το έλαιο από καρύδες περιέχει άφθονα κορεσμένα λίπη που μπορούν να αυξήσουν την «κακή» χοληστερόλη (LDL), δήλωσε η Ένωση των Αμερικανών καρδιολόγων, σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο λάδι είναι εξίσου ανθυγιεινό με τα ζωικά λίπη και με το βούτυρο – αν όχι περισσότερο.
Αν και συχνά το έλαιο καρύδας προωθείται στην αγορά ως μια υγιεινή διατροφική επιλογή και ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα λίπη του είναι καλύτερα για τον άνθρωπο από τα άλλα κορεσμένα λίπη, η American Heart Association (AHA), σύμφωνα με το BBC, δήλωσε ότι δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν αυτό τον ισχυρισμό.
Βέβαια, η εικόνα γύρω από τα λίπη είναι μάλλον συγκεχυμένη. Γενικά πάντως τα ζωικά λίπη θεωρούνται πιο ανθυγιεινά σε σχέση με τα αυτά που έχουν φυτική προέλευση (π.χ. ελαιόλαδο ή ηλιέλαιο), επειδή τα πρώτα περιέχουν περισσότερα κορεσμένα λίπη.
Σύμφωνα με την ΑΗΑ, το 82% των λιπών του ελαίου καρύδας ανήκουν στην κατηγορία των κορεσμένων, έναντι 63% κορεσμένων λιπών που περιέχει το βούτυρο και 50% που υπάρχουν στα λίπη του μοσχαρίσιου κρέατος.
Η ΑΗΑ επαναλαμβάνει τη γενική σύσταση οι άνθρωποι να περιορίζουν όσο μπορούν τις τροφές με κορεσμένα λίπη και στη θέση τους να καταναλώνουν ακόρεστα φυτικά έλαια (με προτιμώμενο το ελαιόλαδο), λιπαρά ψάρια, αβοκάντο, ξηρούς καρπούς κ.α.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο μέσος άνδρας δεν πρέπει να τρώει πάνω από 30 γραμμάρια κορεσμένων λιπών τη μέρα, ενώ η μέση γυναίκα έως 20 γραμμάρια.
Από την άλλη, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι τα λίπη (και τα κορεσμένα) αποτελούν ουσιαστικό μέρος μια ισορροπημένης διατροφής, γι’ αυτό δεν χρειάζεται να φθάσει κανείς στο άλλο άκρο και να κάνει υπερβολική μείωσή τους. Μεταξύ άλλων, τα λίπη αποτελούν πηγή για τα ζωτικά λιπαρά οξέα, ενώ βοηθούν το σώμα να απορροφήσει τις πολύτιμες βιταμίνες, όπως A, D και E.