«Αναστορώ τα παλαιά, κι η καρδίαμ φαρμακούται, κρούνε σο νουμ τα μέρα μουν και η γούλαμ γομούται», διαμήνυσε η Ολυμπία Τελιγιορίδου, από το βήμα της Βουλής στην ειδική συνεδρίασή της Ολομέλειας, τη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
«Και συμβαίνει αυτό γιατί η καταγραφή της ιστορίας, στη συλλογική μας μνήμη, δεν προέρχεται απλά από μια διανοητική επεξεργασία αλλά από σκληρές βιωματικές εμπειρίες. Από τις αφηγήσεις των παππούδων μας που δεν ξεχνούσαν και νοσταλγούσαν πάντα την πατρίδα. Από τη σιωπή των γιαγιάδων μας που δεν ήθελαν να θυμούνται τον ανείπωτο πόνο.
Είναι εκείνη η συλλογική συνείδηση που διαμόρφωσε την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή μας. Μια ψυχοσύνθεση που πηγάζει από τη γνώση του ολέθρου, της βίας, του θανάτου, της εξόντωσης και του ξεριζωμού. Πηγάζει από την συνειδητοποίηση της θέσης του πρόσφυγα και από το μετέπειτα βίωμα των διακρίσεων, του ρατσισμού και του περιθωρίου με τα λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς και της Μακρονήσου. Πηγάζει όμως και από το πείσμα για ζωή, ελπίδα, αγώνα, περηφάνια και δημιουργία», τόνισε.
«Ο λαός μας, που για χιλιάδες χρόνια έζησε στην απέναντι όχθη του Αιγαίου και δημιούργησε μια σπουδαία εστία ελληνικού πολιτισμού, μπορεί να μαρτύρησε και να έχασε τις προγονικές του εστίες, όμως δεν έχασε ποτέ την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του. Σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή στάθηκε στην κορυφή του χρέους και της ευθύνης απέναντι και στους προγόνους του και στους απογόνους του. Από τον 8ο π.Χ. άφησε το στίγμα του. Από τον Διογένη, τον Στράβων, τον Βησαρίωνα, τον Αθανάσιο Αθωνίτη, τον Ξιφιλίνο, τον Χιονιάδη, τον Λουκίτη, τον Γεώργιο τον Τραπεζούντιο, τον Αλέξιο Κομνηνό, τον Υψηλάντη, μέχρι τον μάρτυρα Νίκο Καπετανίδη, υπηρέτησε τις αρχές και τις αξίες του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αυτό το μεγάλο ταξίδι του Ποντιακού Ελληνισμού μέσα στους αιώνες της Ιστορίας επιχείρησε να ανακόψει το τουρκικό κατεστημένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα», πρόσθεσε.
«Εμείς οι Πόντιοι, μαζί με τους άλλους χριστιανικούς λαούς που κατοικούσαν στα ασιατικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρξαμε θύματα της πρώτης οργανωμένης Γενοκτονίας του 20ού αιώνα. Και μπορεί να έχει επιλεγεί η 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας, όμως η αρχή βρίσκεται στο 1913, όταν οι νεότουρκοι ίδρυσαν την διαβόητη «Μυστική Υπηρεσία» και το «Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών». Την περίοδο 1914 – 1918 έγινε η πρώτη φάση της Γενοκτονίας από τους νεότουρκους. Στις 19 Μαΐου 1919, με την αποβίβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα, αρχίζει η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας με 353.000 θύματα. Αυτό αποκαλύπτει η Ιστορία μέσα από πλήθος πηγών, όχι μόνο ελληνικών, αλλά και από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Και είναι ξεκάθαρο πως είτε μιλάμε για την Γενοκτονία από τις συμμορίες του Τοπάλ Οσμάν, είτε μιλάμε για την αργή και μαρτυρική εξόντωση των Ποντίων με τα τάγματα «αμελέ ταμπουρού» ήταν μια συνειδητή, κεντρικά σχεδιασμένη, οργανωμένη και εκτελεσμένη Γενοκτονία του τουρκικού καθεστώτος, που είχε στόχο την δημιουργία ενός εντός εισαγωγικών «καθαρού» κράτους, απαλλαγμένου από ανεπιθύμητους αλλόφυλους και αλλόθρησκους. Η ελληνική βουλή, το 1994, με πρωτοβουλία του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και με ομόφωνη απόφαση αναγνώρισε την Γενοκτονία. Το έκανε όμως με μεγάλη καθυστέρηση, 70 χρόνια μετά», υπογράμμισε.
«Όταν οι αδελφοί μας Αρμένιοι από την πρώτη στιγμή οργάνωσαν τη δίκαιη διεκδίκηση, την παγκόσμια αναγνώριση του δικού τους μαρτυρίου που πρόσφατα αναγνωρίστηκε από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Η Τουρκία εξακολουθεί να αρνείται το εγκληματικό παρελθόν και την ίδια ώρα χρησιμοποιεί ως εργαλείο το δράμα εκατομμυρίων νέων προσφύγων, εκβιάζοντας την Ευρώπη για να αποσπάσει γεωπολιτικά και οικονομικά ανταλλάγματα. Η χώρα μας βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της αναθεωρητικής πολιτικής και έχουμε χρέος να υπερασπιστούμε το Διεθνές Δίκαιο κα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Σε αυτό, λοιπόν, το ιστορικό πλαίσιο η αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού δεν είναι απλά η εκπλήρωση ενός ηθικού καθήκοντος. Αποτελεί πολιτική δήλωση που δεν αφορά μόνο το χθες αλλά κυρίως τον σημερινό και αυριανό κόσμο. Η παγκόσμια αναγνώριση του εγκλήματος, η καταδίκη του εθνικισμού και η απόκρουση της ψευδο-«Ιστορίας» είναι προϋπόθεση για την ειρηνική συνύπαρξη στον σύγχρονο κόσμο», σημείωσε.
«Σήμερα εμείς, τα εγγόνια και τα δισέγγονα όσων μαρτύρησαν στον Πόντο, δεν ζητάμε εκδίκηση. Ζητάμε δικαίωση των προγόνων μας. Και είμαστε μια δύναμη μνήμης, γνώσης, αλληλεγγύης και δημοκρατίας. Η σημερινή ημέρα δεν ανήκει σε κόμματα, δεν προσφέρεται για αντιπαραθέσεις. Ωστόσο, θέλω να τονίσω την αμετακίνητη θέση του κόμματός μας για τη δημιουργία Μουσείου Ποντιακού και Προσφυγικού Ελληνισμού στη Θεσσαλονίκη, στον χώρο και στην ακριβή έκταση που προέβλεπε ο αρχικός σχεδιασμός για το στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπως είχε ανακοινώσει ο πρόεδρός μας Αλέξης Τσίπρας. Η κυβέρνηση οφείλει να διαθέσει αξιοπρεπή χώρο, που θα αποτελέσει την κιβωτό της ιστορίας και του πολιτισμού μας και να μην αλλάξει τον αρχικό σχεδιασμό», ανέφερε.
«Αυτό είναι καθήκον όλων μας απέναντι στις γενιές του μέλλοντος που έχουν δικαίωμα να ξέρουν την ιστορική αλήθεια και να προχωρήσουν στο αύριο με αυτογνωσία.
Κυρίες και κύριοι, σαν Πόντια αισθάνομαι το βάρος της ευθύνης και της βαριάς ιστορίας.
Κύριε πρόεδρε, αναπολώντας την ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού ανά τους αιώνες θέλω να σας πω πως νιώθω το εξής:
Εσκώθα αν, εντόκα κα
εφέκα οπίς τον πόνον.
Έμπρου τερώ τον αητόν
και πορπατώ σον χρόνον», κατέληξε.