Πιεζόμενος από την κοινή γνώμη, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, για την αισχροκέρδεια – ληστείες του καρτέλ των συστημικών τραπεζών, ο προστάτης τους πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης παρακάλεσε να δεχτούν μια μικρή φορολογική επιβάρυνση για να δείξει στο πόπολο ότι κάτι κάνει. Με τα μέτρα που ανακοίνωσε, όπως ο μηδενισμός των προμηθειών για τραπεζικές πληρωμές και το πλαφόν 0,5 ευρώ για τα εμβάσματα έως 5.000 ευρώ, η επίπτωση στα τραπεζικά έσοδα είναι μηδαμινή, αφού δεν ξεπερνά τα 100 εκατ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι στο εννεάμηνο του 2024 τα καθαρά κέρδη των «τεσσάρων» είναι πάνω από 3,5 δισ. ευρώ και τα κέρδη από τραπεζικές προμήθειες ξεπέρασαν το 1,5 δισ. ευρώ!
Παρέλειψαν όμως το μείζον, δηλαδή τα επιτόκια των τραπεζών για τις καταθέσεις και τα δάνεια, τα οποία αποτελούν και τον πυρήνα του προβλήματος στην αγορά, καθώς και στο πεδίο αυτό εφαρμόζουν προκλητικά ομοιόμορφα την ίδια τακτική. Οι τράπεζες κρατoύν τα επιτόκια καταθέσεων πολύ χαμηλά, κοντά στο μηδέν, και έτσι έχουν στη διάθεσή τους μια «λίμνη» χρήματος, γύρω στα 150 δισ. ευρώ συνολικά, την οποία οι ίδιες εκμεταλλεύονται άκοπα και χωρίς ρίσκο, καταθέτοντάς τα σε άλλες υψηλότοκες τοποθετήσεις.
Οι ελληνικές τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, δίνουν επιτόκιο 0,03% για τις καταθέσεις όψεως και χωρίς δέσμευση, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειονότητα των καταθέσεων, αλλά και για τις καταθέσεις προθεσμίας δίνουν 1,84% κατά μέσο όρο, που κι αυτό είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ευρωζώνη. Να θυμίσουμε ότι τα καθαρά κέρδη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ανήλθαν στα 7,379 δισ. ευρώ τη διετία 2022-23 και η κυβέρνηση αντί να φορολογήσει τα υπερκέρδη τους, όπως κάνει η κυβέρνηση της Ισπανίας, αρκέστηκε στο να μειώσει τα κέρδη από τις προμήθειες, περίπου κατά 100 εκατομμύρια. Στην πραγματικότητα πρόκειται για 60 εκατ. ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα 40 εκατ. θα εκπέσουν από τον φόρο των τραπεζών.
Στην «παρέμβαση» Μητσοτάκη δεν υπήρχε έστω ένα μέτρο για την ανακούφιση των δανειοληπτών, όταν τα έσοδα των τραπεζών από τόκους δανείων έχουν εκτοξευτεί κατά 67% από το 2021, φτάνοντας από 5,3 δισ. σε 9 δισ. ευρώ! Κι ενώ υπάρχει η ευρωπαϊκή οδηγία 2225/2023, που δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να επιβάλουν πλαφόν και περιορισμούς στις χρεώσεις και στους τόκους δανείων των τραπεζών, ο πρωθυπουργός ως μέγας ταχυδακτυλουργός πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Συνολικά, οι παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που δημιουργεί στην ελληνική οικονομία το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες, αντί να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις και νοικοκυριά, απομυζούν τεράστια κέρδη απλώς τοκίζοντας για δικό τους όφελος τα χρήματα των καταθέσεων, τα οποία διακρατούν με σχεδόν μηδενικό όφελος για τους αποταμιευτές.
Ποια είναι τελικά η προσφορά τους στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου; Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος αναφορικά με τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα την περίοδο Ιούλιος 2019 – Ιούλιος 2024: Η γενική συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας παρουσίασε μείωση κατά 2,4%. Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα παρουσίασε μείωση κατά 26,1%. Η χρηματοδότηση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις έμεινε στάσιμη στο 0%. Η χρηματοδότηση προς τα νοικοκυριά μειώθηκε δραστικά κατά 51,1%. Η χρηματοδότηση προς τη Γενική Κυβέρνηση αυξήθηκε (!) σημαντικά, κατά 87,7%. Η αγορά (χρηματοδότηση) χρεογράφων (κυρίως κρατικών και δευτερεύοντος εταιρικών) αυξήθηκε κατά 91,6%.
Λογικό είναι αν δει κανείς τους μεγαλομετόχους των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών. Στη Eurobank έχουμε το Fairfax με 33%, στην Πειραιώς τον Πόλσον με 18,6% και 5,2% στην Alpha Βank, όπως και τη UniCredit με 9% και τη Reggeborgh με 9,2%, ενώ στην Εθνική η ομάδα είναι μεγάλη, με πρωταγωνιστές τη Fidelity, την περιβόητη BlackRock, την Capital, τη Norges (πετρελαϊκό fund της Νορβηγίας), τη Lazard, την Allianz, το GIC (μεγάλο fund με έδρα τη Σιγκαπούρη), τη Wellington, το RWC (μεγάλο αμερικανικό επενδυτικό fund) και τη Robeco, μεγάλη ολλανδική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Και όλοι αυτοί κάποια στιγμή θα σηκωθούν να φύγουν παίρνοντας μαζί τους τα υπερκέρδη, έχοντας υπολογίσει ότι αυτό θα συμφέρει όταν το ελληνικό χρηματιστήριο ξεπεράσει τις 2.500 μονάδες.
Και στο μεταξύ οι Ελληνες φορολογούμενοι θα στηρίζουν μια κυβέρνηση της οποίας οι έμμεσοι φόροι τροφοδοτούν την ακατάσχετη ακρίβεια προς όφελος και των πάσης φύσεως καρτέλ. Και για του λόγου το αληθές, ιδού τι προβλέπει ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης για το 2025 που εγκρίθηκε την περασμένη Κυριακή από τη Βουλή. Τα έσοδα από φόρους θα φτάσουν 68,7 δισ. ευρώ, εκ των οποίων από ΦΠΑ τα 26,5 δισ. ευρώ, από ΕΦΚ 7,2 δισ. ευρώ (σύνολο έμμεσων φόρων 33,7 δισ.), από τον ΕΝΦΙΑ 2,4 δισ. ευρώ, από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων 15 δισ. ευρώ και από φόρους επιχειρήσεων 8 δισ. ευρώ. Με λίγα λόγια 33,7 δισ. (50%) από έμμεσους και μόλις 23 δισ. (38,8%) από άμεσους. Αυτό μοιάζει με ποδοσφαιρικό παιχνίδι χωρίς κανονισμούς και με «πιασμένο» διαιτητή, όπου κερδίζουν πάντα οι πλούσιοι φίλοι.