Τασούλα Βερβενιώτη: «Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και καθορίζει το μέλλον»

Συζήτηση με την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Οι άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης».

«Σου λέω απ’ το πρώτο αντάρτικο προπαντός αναµνήσεις. Μερικές φορές τα θυµάµαι και µε πιάνουν τα κλάµατα. Τι ήταν εκείνο; Τι χάσαµε; Τι χάσαµε!» είπε η Ευτυχία,
ΕΠΟΝίτισσα από το Καταφύγι Αγράφων, στην ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη, η ερευνητική δραστηριότητα της οποίας εστιάζεται στην κοινωνική ιστορία της δεκαετίας του ’40, ενώ από το 2011 πρωτοστατεί στην οργάνωση σεµιναρίων για την ίδρυση Οµάδων Προφορικής Ιστορίας. Και στο καινούργιο της βιβλίο «Οι άµαχοι του Ελληνικού Εµφυλίου. Η δυναµική της µνήµης» (εκδόσεις Κουκκίδα) η ιστορικός δίνει φωνή σε αυτούς που έµειναν έξω από το ιστορικό σκηνικό, όπως οι κάτοικοι του χωριού Καταφύγι. «Το Καταφύγι είναι µια κατασκευή» µας λέει η ιστορικός, «µπορούµε να το φανταστούµε στο κέντρο µιας σπείρας η οποία εκτείνεται στις περιφερειακές πόλεις, φτάνει στην Αθήνα όπου βρίσκονται το παλάτι, τα υπουργεία, η Βουλή, το κόµµα και καταλήγει στη Νέα Υόρκη, στον ΟΗΕ, όπου αντιπαρατίθενται οι δύο υπερδυνάµεις».

Το Καταφύγι βρίσκεται στα Αγραφα, στον νοµό Καρδίτσας, και µέσα από τον λόγο των κατοίκων του και σε συνδυασµό µε τις αρχειακές πηγές η Τ. Βερβενιώτη αναπλάθει µια εποχή που γλίστρησε από το φωτεινό µονοπάτι της αλλαγής πάνω στο οποίο βάδιζε στη διάρκεια της Αντίστασης για να κακοπέσει στη σκοτεινιά της Λευκής Τροµοκρατίας, του Εµφυλίου και της αναβίωσης του κράτους της 4ης Αυγούστου, του κράτους των εθνικοφρόνων, του «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Χαλκίδα 1945. Στην ουρά για τη «βοήθεια» της UNRRA, το εργαλείο των ΗΠΑ προκειμένου να ενισχύσει τους δεσμούς εξάρτησης της Ελλάδας

Η βαριά βιοµηχανία και ο «βαρύς» τουρισµός

«Υποστήριξα το διδακτορικό µου το 1991· αφορούσε τις γυναίκες στην ΕΑΜική αντίσταση και στη συνέχεια άρχισα να ερευνώ τον Εµφύλιο. Ηταν ένα πολύ δύσκολο θέµα. Οι άνθρωποι οι οποίοι ήδη µου είχαν δώσει συνέντευξη για την Αντίσταση και µου είχαν διηγηθεί καταλεπτώς όλα τους τα έργα µε µεγάλο καµάρι αρνιόντουσαν να µιλήσουν για τον Εµφύλιο. Καθώς είχα ασχοληθεί µε την
ΕΑΜική αντίσταση απευθυνόµουν κυρίως σε ανθρώπους της Αριστεράς. ∆ήλωναν ότι φοβούνταν για το πώς θα χρησιµοποιηθούν αυτά τα οποία θα µου πούνε, αλλά και για να µη γίνει πάλι κάτι και τους ξαναπιάσουν. Παρόλο που το ΠΑΣΟΚ από το 1982 είχε αναγνωρίσει την ΕΑΜική αντίσταση ως Εθνική Αντίσταση, υπήρχε δυσκολία στους ανθρώπους να µιλήσουν για τον Εµφύλιο. Σκεφτόµουν ότι ο φόβος αυτός έχει σχέση µε τα βασανιστήρια και τις διώξεις που είχαν υποστεί» λέει η Τασούλα Βερβενιώτη.

Οµως η συνέχεια θα της επιφυλάξει µια έκπληξη. «Οταν ξεκίνησα την έρευνα σχετικά µε αυτό που λέµε παιδοµάζωµα – παιδοφύλαγµα, αντιµετώπισα την ίδια καχυποψία – αυτήν τη φορά από την άλλη πλευρά, τη ∆εξιά. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ο Εµφύλιος αποτελούσε ένα τραυµατικό γεγονός για όλη την ελληνική κοινωνία και πως η δική µου γενιά, η πρώτη µεταπολεµική γενιά, δεν ήξερε σχεδόν τίποτε γι’ αυτόν. Καθόλου».

Ο Εµφύλιος αποτελούσε ταµπού και γι’ αυτό οι Ελληνες ιστορικοί καθυστέρησαν να καταπιαστούν µε αυτή την περίοδο. Το διάστηµα που κύλησε ανάµεσα στη Συµφωνία της Βάρκιζας (1945) και το τέλος του Εµφυλίου (1949) έµοιαζε µε αφιλόξενη περιοχή για την ιστορική έρευνα. «Το πρώτο συνέδριο που κάναµε οι ιστορικοί στην Ελλάδα για τον Εµφύλιο ήταν το 1999 και στην ουσία έγινε γιατί θα διοργανωνόταν κάτι αντίστοιχο στο King’s College στο Λονδίνο. Τότε ήταν η πρώτη φορά που Ελληνες ιστορικοί παρουσίασαν τις έρευνές τους για τον Εµφύλιο. Το γεγονός αυτό βέβαια είχε σχέση και µε τα παγκόσµια γεγονότα, γιατί ο Ελληνικός Εµφύλιος έγινε στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέµου και δέκα χρόνια πριν, το 1989, έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, ενώ ταυτόχρονα συνέβη η ελληνική εκδοχή του τέλους του Ψυχρού Πολέµου: η συγκυβέρνηση Αριστεράς – ∆εξιάς. Στο διάστηµα αυτό η κοινωνία άλλαζε και ο ιστορικός έπρεπε να καταγράψει και να µελετήσει αυτές τις αλλαγές στη µνήµη. Και όσον αφορά τους καθηµερινούς ανθρώπους, έχουµε µεγάλη αλλαγή ταυτοτήτων. Αλλάζουµε οι άνθρωποι… δεν είµαστε ίδιοι στο πέρασµα του χρόνου. Στο βιβλίο µου προσπάθησα να  καταδείξω την τεράστια διαφορά που υπήρχε εκείνη την εποχή –και πολύ λιγότερο σήµερα– ανάµεσα στην Αθήνα και την επαρχία. Με τον Εµφύλιο έγινε µια βίαιη µετατροπή. Από την ανταλλακτική οικονοµία η ύπαιθρος πέρασε σε εκείνη της αγοράς». 

Η συζήτηση λοιπόν έφτασε στην οικονοµία. «Σήµερα θεωρούµε τον τουρισµό τη βαριά βιοµηχανία της Ελλάδας». Τι ακριβώς έγινε; «Οταν ήρθε ο διευθυντής του σχεδίου Μάρσαλ πήγε στις Πρέσπες, όπου βρισκόταν το Γενικό Αρχηγείο του ∆ΣΕ. Τότε είπε ότι η χώρα µας “κραυγάζει” για τουρισµό. Και φτάνουµε σήµερα να αναπαράγουµε αυτό το πρόταγµα. Να ρίξουµε το βάρος της οικονοµίας στον τουρισµό ή να τον θεωρούµε ως τη βαριά µας βιοµηχανία. Το 1947 όµως ο ∆ηµήτρης Μπάτσης, ο οποίος εκτελέστηκε ως κατάσκοπος, µαζί τον Νίκο Μπελογιάννη, τον Ηλία Αργυριάδη και τον Νίκο Καλούµενο, είχε γράψει το βιβλίο “Η βαριά βιοµηχανία στην Ελλάδα”. Αυτή η Αριστερά τότε είχε πιστέψει ότι θα µπορούσε να έχει η Ελλάδα βαριά βιοµηχανία και άρα οικονοµική ανεξαρτησία. Και έρχεται ο άλλος από την Ουάσινγκτον και λέει ότι η χώρα µας “κραυγάζει” για τουρισµό. Ο τουρισµός όµως δεν παράγει οικονοµική, άρα ούτε πολιτική ανεξαρτησία».

Τασούλα Βερβενιώτη

Ο σάκος της µνήµης που δυσκολεύει τον βηµατισµό

Στη διάρκεια της Κατοχής κατέρρευσαν το κράτος και οι θεσµοί του και γεννήθηκε το αντάρτικο, µια καινούργια εξουσία. Με την Aπελευθέρωση και τη µάχη της Αθήνας, που ήταν η κρίσµιµη µάχη, νικήθηκαν οι αντάρτες και παρέδωσαν τα όπλα. Τότε άρχισε να έρχεται αυτό που ονοµάζουµε “βοήθεια”. Αρχικά η βοήθεια της UNRRA, η οποία ήταν οργάνωση του ΟΗΕ αλλά δηµιουργήθηκε πριν από αυτόν. Με τον ερχοµό της “βοήθειας” άρχισαν να  ανασυστήνονται τα δίκτυα εξουσίας του πελατειακού συστήµατος τα οποία προϋπήρχαν προπολεµικά, πριν από την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά. Και ακολούθησε το σχέδιο Μάρσαλ, η αµερικανική “βοήθεια”, που µε τη σειρά της στήριξε τα πελατειακά δίκτυα».

Με αυτό τον τρόπο το όραµα της Λαοκρατίας, της κοινωνικής αλλαγής –«Γινόταν µια επανάσταση. Κατάλαβες;» είπε στην Τασούλα Βερβενιώτη ένα κορίτσι από το Καταφύγι–, έσβησε και ο τόπος επέστρεψε στα µεταξικά σχήµατα τα οποία αναβίωσαν. «Και αυτό έγινε µέσα από το κράτος των εθνικοφρόνων, µέσα από µηχανισµούς καταστολής που φτιάχτηκαν – παρακολουθούσαν ακόµη και τα παιδιά για να γίνουν “σωστοί” πολίτες. Και µε τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονηµάτων έλεγχαν ακόµη και την αγορά εργασίας, στο δηµόσιο και όχι µόνο. Συγκροτήθηκε λοιπόν ένα µισαλλόδοξο κράτος και όσοι  είχαν κάποια συµµετοχή στην Αντίσταση έπρεπε να το κρύψουν βαθιά µες στην καρδιά τους. Οπότε διαµορφώθηκε και τελικά έγινε κυρίαρχη η νοοτροπία του φαίνεσθαι… “να φανώ ότι είµαι εντάξει” και αυτό καθόρισε όλη τη ζωή µας. Η κρυψίνοια σκέπασε το σύνολο της κοινωνίας· οι γονείς συµβούλευαν τα παιδιά τους να σιωπούν, να µην εκφέρουν γνώµη, να το βουλώνουν: «Σώπα! Μη µιλάς, θα µπλέξεις! Μην ασχολείσαι». Ετσι µεγαλώνανε τα παιδιά και αυτό το πλαίσιο δηµιουργήθηκε γιατί χάθηκε η µάχη, χάθηκε το όραµα».

Η Iστορία για την Τασούλα Βερβενιώτη δεν είναι στατική ούτε γραµµική· η Iστορία µέσα από το παρελθόν ερµηνεύει το παρόν και βλέπει το µέλλον. «Πώς είναι σήµερα η Αθήνα, πώς είναι σήµερα η σκέψη µας. Το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν και καθορίζει το µέλλον. Πρέπει ως κοινωνία να διαχειριστούµε τον Εµφύλιο· γι’ αυτό έγραψα το βιβλίο. Γιατί δεν έχει νόηµα να αναφερόµαστε στον Εµφύλιο σηκώνοντας το δάχτυλο γαι αν δείξουµε τους Αµερικανούς, τους Εγγλέζους, την όποια πολιτική ή στρατιωτική ηγεσία. Πρέπει να κατανοήσουµε τι ήταν ο Εµφύλιος, ποια ήταν τα βαθύτερα αίτια και πόσο και πώς η ελληνική κοινωνία ενεπλάκη σε αυτόν, ακόµη µέχρι και σήµερα. Ο ιστορικός δεν είναι δικαστής για να κρίνει ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός. Ούτε στη ζωή ούτε στη φύση δεν υπάρχει το απόλυτο άσπρο ή µαύρο· υπάρχουν τα άπειρα χρώµατα του ουράνιου τόξου. Το χρώµα του Εµφυλίου είναι το µαύρο, σύµφωνα µε τον ποιητή. Οµως πρέπει και αυτό το µαύρο να το κατανοήσουµε και να το διαχειριστούµε».

Εχουµε τροχιοδροµηθεί σε αυτήν τη διαδικασία ή παραµένουµε δέσµιοι της µανιχαϊστικής ανάγνωσης της Ιστορίας; «Καταρχάς δεν ακούµε και η σκέψη µας λειτουργεί σε δίπολα. Από τη µια είναι οι δικοί µας που είναι πάντα καλοί και οι “άλλοι” που είναι πάντα κακοί. Μου έλεγε µια φίλη ότι απέναντι από το σπίτι της ήρθε να µείνει ένας αστυφύλακας. Τον έβλεπε η µάνα της που φρόντιζε τον κήπο του και έλεγε: “Αυτός ο αστυφύλακας είναι καλός άνθρωπος. Να ξέρεις, η µάνα του θα ήταν αριστερή”. ∆εν µπορούσε να διανοηθεί ότι µπορεί να υπήρχαν καλοί δεξιοί. Το σχήµα καλοί – κακοί καθόρισε τη σκέψη, δηµιούργησε ένα δίπολο, το οποίο δεν αντιστοιχεί στην πραγµατικότητα. ∆εν είναι οι δικοί µας πάντα καλοί. Αυτή η προσέγγιση εµπόδισε την κριτική σκέψη, ακόµη και µες στην Αριστερά, γιατί όποιος έκανε κριτική “έριχνε νερό στον µύλο της αντίδρασης”. Επιπλέον δυσκολευόµαστε να επικοινωνήσουµε, δεν ακούµε τη διαφορετική άποψη. Είµαστε έτοιµοι να κατατροπώσουµε τον “άλλο” γιατί τον θεωρούµε εχθρό. Ο Εµφύλιος καθόρισε και εξακολουθεί να καθορίζει τη σκέψη µας και τη συµπεριφορά µας» υπογραµµίζει η ιστορικός.

Στον τίτλο του βιβλίου ξεχωρίζει η επισήµανση «Η δυναµική της µνήµης». Κι αυτό γιατί η µνήµη είναι που καθορίζει το µέλλον µας. «Αρα θα πρέπει να φτιάξεις τη µνήµη όσο πιο σωστά, δίκαια, χωρίς να ξεχνάς, να έχεις µια καλή εικόνα για το παρελθόν ώστε να µπορέσεις να δεις και το µέλλον. Οι Γάλλοι λένε “le poids de l’Histoire”, το βάρος της Ιστορίας. Εννοούν ότι κάθε άνθρωπος κουβαλάει στην πλάτη του ένα σάκο. Και µέσα σε αυτό τον σάκο είναι το παρελθόν της οικογένειας, της γειτονιάς, του χωριού, της πόλης, του έθνους-κράτους. Αν κάποιος δεν ξέρει τι κουβαλάει στον σάκο, δεν θα κάνει σωστά βήµατα. Γιατί νοµίζει ότι ο σάκος είναι πολύ ελαφρύς –ενώ στην πραγµατικότητα είναι βαρύς–, σκοντάφτει και πέφτει» ολοκληρώνει τη σκέψη της η Τασούλα Βερβενιώτη.

INF0

Το βιβλίο «Οι άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου. Η δυναμική της μνήμης» της Τασούλας Βερβενιώτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα