Κόλαφος για την επιλεκτική προστασία της οποίας χαίρουν οι εθνοπατέρες έναντι των νόμων και ειδικότερα για τον σημερινό πρόεδρο της Βουλής Κώστα Τασούλα είναι απόφαση του δικαστηρίου του Στρασβούργου τον Νοέμβριο του 2006 με την οποία η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει αποζημίωση σε ιδιώτη για παραβίαση του δικαιώματος κάθε πολίτη σε δίκαιη δίκη.
Η παραβίαση αφορά την άρνηση της Βουλής και μάλιστα δύο φορές να άρει την ασυλία του τότε βουλευτή της ΝΔ Κ. Τασούλα προκειμένου να ελεγχθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη για ιδιαίτερα σοβαρά ποινικά αδικήματα τα οποία δεν είχαν διαπραχθεί κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του ως βουλευτή αλλά χρόνια πριν, όταν ήταν δήμαρχος Κηφισιάς. Τo ζήτημα δεν είναι βέβαια η ουσία της υπόθεσης και αν τελικά ο κ. Τασούλας ήταν πράγματι ένοχος ή όχι, αλλά ο τρόπος που λειτούργησε τότε η Βουλή, με αποτέλεσμα να δυσφημιστεί η χώρα μας.
Ο καταγγέλλων προσέφυγε κατά της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) και το σκεπτικό της απόφασης που εκδόθηκε καταδεικνύει τα δύο μέτρα και δύο σταθμά με τα οποία λαμβάνει αποφάσεις η ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων. Αντίθετα δηλαδή από ό,τι έπραξε για παράδειγμα στην περίπτωση του Παύλου Πολάκη, για την οποία με συνοπτικές διαδικασίες προχώρησε σε άρση της ασυλίας του καταπατώντας το σύνταγμα και τον κανονισμό της Βουλής.
Χαρακτηριστική της μεθόδευσης προκειμένου να οδηγηθεί ο Π. Πολάκης με πρακτική fast-track σε μια νομική διαδικασία ενοχοποίησης και δίωξης (παραπέμφθηκε με βάση το άρθρο 62 του συντάγματος για τη βουλευτική ασυλία κι όχι με βάση το άρθρο 86 του συντάγματος για την ευθύνη των υπουργών) ήταν η στάση του ίδιου του προέδρου της Βουλής Κ. Τασούλα, ο οποίος «λησμόνησε» τι είχε επικαλεστεί όταν είχε ζητηθεί η άρση της δικής του ασυλίας προκειμένου να ελεγχθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη για πράξεις «με ιδιαιτέρως άνομο περιεχόμενο» που δεν είχαν καμία σχέση με τα βουλευτικά του καθήκοντα, όπως αναφέρει η απόφαση του ΕΔΔΑ.
Συγκεκριμένα ο κ. Τασούλας είχε υποστηρίξει τότε: «Δεν πρέπει να αίρεται η ασυλία όταν μεταξύ άλλων υπάρχει πρόδηλη πολιτική υποκίνηση στον μηνυτή. Ο μόνος λόγος που καταλήγω σε αυτή την άποψη είναι ότι η καταγγελία και η παραπομπή τυγχάνουν άπλετης δημοσιότητας, ενώ η τυχόν απαλλαγή του βουλευτού χάνεται από τα μάτια της δημοσιότητας. Υπάρχει δηλαδή εις βάρος του βουλευτού μεροληπτικά μια νέα ποινή εξωδικαιική. Η ποινή της δυσμενούς δημοσιότητας. Οταν καταργηθεί η ποινή αυτή, τότε θα θεωρώ εύλογο να αίρεται σε κάθε περίπτωση η ασυλία».
Η μήνυση για εκβιασμό
Η υπόθεση του κ. Τασούλα ξεκίνησε το 1996, όταν ο εργολάβος οικοδομών Βασίλης Τσαλκιτζής, ιδιοκτήτης οικοπέδου στην κεντρική πλατεία Κηφισιάς, υπέβαλε αίτημα στον δήμο για ανέγερση εμπορικού κέντρου με τοπογραφικό οικοπέδου 1.200 τ.μ. Σύμφωνα με όσα έγραψε το «Βήμα» στις 25 Νοεμβρίου 2008, η άδεια εκδόθηκε ύστερα από εννέα μήνες αλλά για 1.600 τ.μ., καθώς στο μεταξύ ο ιδιοκτήτης είχε καταθέσει συμπληρωματικό αίτημα με τον ισχυρισμό ότι δεν είχε μετρήσει. Δύο μήνες μετά ο νέος διευθυντής Πολεοδομίας ανακάλεσε την άδεια επειδή τα επιπλέον μέτρα ήταν χαρακτηρισμένα κοινόχρηστος χώρος. Στη συνέχεια ο Δήμος Κηφισιάς πήγε στα δικαστήρια με τον εργολάβο και τον ιδιοκτήτη του οικοπέδου.
Τον Νοέμβριο του 2001 ο εργολάβος μήνυσε τον Κ. Τασούλα για εκβιασμό, ο οποίος στο μεταξύ είχε εκλεγεί βουλευτής Ιωαννίνων με τη ΝΔ. Σύμφωνα με τον μηνυτή, ο κ. Τασούλας φέρεται να του ζήτησε 70 εκατ. δρχ. προκειμένου να άρει ο Δήμος Κηφισιάς τον χαρακτηρισμό των 300 τ.μ. ως κοινόχρηστου χώρου του οικοπέδου. Μάλιστα ο Β. Τσαλκιτζής, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Βήματος», προτού ακόμη φτάσει η μήνυση στη Βουλή μετέβη στα Ιωάννινα προκειμένου να δώσει συνεντεύξεις στον τοπικό Τύπο για την υπόθεση του εκβιασμού, συνοδευόμενος από αποτυχόντα βουλευτή της περιοχής.
Η μεγάλη καθυστέρηση υποβολής της μήνυσης καθώς και το γεγονός ότι αν οι διαδικασίες γίνονταν εγκαίρως ο κ. Τασούλας θα εξέπιπτε του δημαρχιακού αξιώματός του οδήγησαν τη Βουλή να αρνηθεί την άρση της ασυλίας του βουλευτή, τον Μάρτιο του 2002, με το σκεπτικό ότι υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα εκ μέρους του μηνυτή, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Βήματος» το 2008.
Να σημειωθεί ότι, όπως είχε δημοσιεύσει η «Ελευθεροτυπία» το 2009, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο καταδίκασε πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης 20 μηνών τον εργολάβο μετά τη μήνυση του βουλευτή-υπουργού. Πηγές από το περιβάλλον του εργολάβου ωστόσο ισχυρίζονται ότι στο Εφετείο αθωώθηκε.
H προσφυγή
Τον Αύγουστο του επόμενου έτους και ενώ είχε αλλάξει το καθεστώς για την άρση της ασυλίας ο Β. Τσαλκιτζής υπέβαλε νέα μήνυση, η οποία διαβιβάστηκε στον αρμόδιο αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών. Σύμφωνα με το «Βήμα», ο αντεισαγγελέας γνωμοδότησε ότι αφορούσε την ίδια υπόθεση χωρίς να προσκομίζονται νέα στοιχεία και ο τότε πρόεδρος της Βουλής Απ. Κακλαμάνης, χωρίς να συγκαλέσει την ολομέλεια, απέρριψε το αίτημα για άρση της ασυλίας.
Επ’ αυτής της απόφασης ασκήθηκε η προσφυγή στο ΕΔΔΑ. Η απόφαση του ΕΔΔΑ όμως τονίζει ότι ο μηνυτής στη δεύτερη έγκλησή του επικαλέστηκε νεότερο στοιχείο και συγκεκριμένα συναφή απόφαση του ΕΔΔΑ και γι’ αυτό τον λόγο τόσο ο εισαγγελέας που την παρέλαβε όσο και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου τη διαβίβασαν στη Βουλή, μην απορρίπτοντας το νεότερο στοιχείο, προκειμένου να αποφασίσει αρμοδίως για την άρση ή όχι της ασυλίας του κ. Τασούλα. Εν τω μεταξύ η αγωγή αποζημίωσης που είχε καταθέσει ο Β. Τσαλκιτζής κατά του βουλευτή (ζητούσε 8 δισ. δρχ.) εκδικάστηκε και απορρίφθηκε.
Η καταδίκη από το ΕΔΔΑ το 2006 αφορά την άρνηση της Βουλής να άρει την ασυλία του τότε βουλευτή της ΝΔ Κ. Τασούλα προκειμένου να ελεγχθεί από τη Δικαιοσύνη για ποινικά αδικήματα