Τάσος Σιδηρόπουλος: Όταν ορίζομαι σε παιχνίδια Τσάμπιονς Λιγκ, νιώθω σαν παιδί που του έφερε δώρο ο Άγιος Βασίλης

Τάσος Σιδηρόπουλος: Όταν ορίζομαι σε παιχνίδια Τσάμπιονς Λιγκ, νιώθω σαν παιδί που του έφερε δώρο ο Άγιος Βασίλης

Ο διεθνής ρέφερι Τάσος Σιδηρόπουλος, παραχώρησε συνέντευξη στην ιστοσελίδα 12sports.gr της Ρόδου και μίλησε για τη διαιτησία στη χώρα μας και στην Ευρώπη, για την καχυποψία, το VAR, αλλά και τους ξένους ρέφερι που ορίζονται στα ντέρμπι.

«Ξεκίνησα τη διαιτησια από χόμπι, γιατί δεν μπορούσα να υπηρετήσω το άθλημα ως ποδοσφαιριστής λόγω τραυματισμού. Όταν τα χρόνια πέρασαν και ανεβαίνοντας τις κατηγορίες, άρχισα να το πιστεύω ότι μπορώ να φθάσω ψηλά. Έπαιξα ποδόσφαιρο μέχρι 17-18 χρονών. Είχα ένα σοβαρό τραυματισμό και συγκεκριμένα ρήξη χιαστών στο γόνατο, μπήκα στο χειρουργείο, οπότε αναγκάστηκα να σταματήσω» είπε αρχικά και συμπλήρωσε: «Σίγουρα έκανα λάθη ωστόσο πάντα πίστευα ότι μπορώ να πετύχω και μέσα από την προσπάθεια θα τα καταφέρω. Σαν άνθρωπος έχω μία αρχή. Στο ξεκίνημα της καριέρας μου, ήθελα είτε πετύχαινα είτε όχι, να γνωρίζω ότι τα έδωσα όλα. Θέλω να είμαι ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, οπότε δεν εγκαταλείπω ποτέ εύκολα».

Στην ερώτηση αν έχει ζητήσει ποτέ συγγνώμη για λάθη που έχει κάνει, απάντησε: «Συγγνώμη δεν έχω ζητήσει, όχι γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί πολλές φορές μία τέτοια ενέργεια θα την εκμεταλλευθούν οι ομάδες. Ωστόσο με τον τρόπο μου, έχω δείξει ότι έχω αναγνωρίσει τα λάθη μου. Νομίζω ότι είναι σημαντικό αυτό. Και οι ποδοσφαιριστές και οι ομάδες καταβάλλουν σημαντική προσπάθεια. Και εμείς άνθρωποι είμαστε και λάθη θα γίνουν σε κάθε αγώνα. Φανταστείτε ότι εμείς βλέπουμε μία φάση σε κλάσματα δευτερολέπτου και τουλάχιστον μέχρι και πρόσφατα ο διαιτητής δεν είχε το δικαίωμα να ξαναδεί τη φάση για δεύτερη φορά. Οπότε καλό θα είναι ο διαιτητής να αναγνωρίζει το λάθος του και να στέκεται απέναντι στον ποδοσφαιριστή σαν φίλος και όχι σαν αντίπαλος».

Για το ποιός ρέφερι είναι το πρότυπο του: «Το πρότυπο μου πάντα ήταν ο Κύρος Βασσάρας. Όταν ήμουν νέος, στα πρώτα μου βήματα, ο κ. Βασσάρας βρισκόταν στα ‘’σαλόνια’’ του Champions League και όλων των μεγάλων διοργανώσεων. Από μικρός αυτόν θαύμαζα, προσπαθώ να ακολουθώ τις συμβουλές και να βαδίζω στα βήματα του».

Αν χρειάζεται να έχει ένας διαιτητής γερό στομάχι, είπε: «Σίγουρα και πολύ υπομονή. Στις καλές στιγμές όλοι είναι μαζί σου, στις κακές όλοι είναι απέναντι σου. Πολλές φορές δεν αναγνωρίζεται μία καλή διαιτησία, ενώ μία κακή μπορεί να είναι στα media για πολλές εβδομάδες. Γενικότερα η θέση του διαιτητή είναι πολύ δύσκολη».

Για το πώς νιώθει όταν οι οπαδοί βρίζουν τους διαιτητές και τις οικογένειες τους, έδειξε συνειδητοποιημένος: «Στα μεγάλα γήπεδα, στα ντέρμπι πλέον αδιαφορώ. Τα πρώτα χρόνια με πείραζε, σίγουρα. Το χειρότερο όμως είναι- όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο- όταν έπαιζα στο τοπικό. Υπήρχε γήπεδο με 20-30 ανθρώπους, από τους οποίους τους μισούς τους ήξερα. Έξω ήταν γνωστοί και φίλοι και μέσα στο γήπεδο μεταλλάσσονταν και γίνονταν αγρίμια. Αυτό είναι πολύ χειρότερο, από το να είσαι σε γήπεδο 50.000 θέσεων και να σε βρίζουν εν χορό».

Αν διαβάζει τις κριτικές που του γίνονται: «Ενημερώνομαι, είμαι άνθρωπος που βλέπει τηλεόραση. Τώρα πια δεν με πειράζουν καθόλου τα σχόλια, αδιαφορώ. Τα πρώτα χρόνια στη Super League, επηρεαζόμουν, ωστόσο τώρα δεν στενοχωριέμαι καθόλου. Ξέρω ποιος είμαι και τι έχω καταφέρει. Γνωρίζω ο ίδιος πότε έχω κάνει λάθος. Ο κόσμος πολλές φορές κρίνει, χωρίς να γνωρίζει τους κανονισμούς, οπότε μπορεί να θεωρεί ότι έγινε ένα λάθος, δίχως αυτό να υπάρχει. Τώρα τα δημοσιεύματα δεν με επηρεάζουν καθόλου».

Τι πιστεύει για την διαιτησία, είναι χόμπι, λειτούργημα ή επάγγελμα: «Για μένα ξεκίνησε ως χόμπι και έχει γίνει επάγγελμα. Νιώθω πολύ τυχερός που έχω κάνει επάγγελμα το χόμπι μου. Κάθε φορά θέλω και μου αρέσει που πηγαίνω στο γήπεδο, το ευχαριστιέμαι. Σίγουρα είναι και λειτούργημα, ειδικά όταν έχεις να κάνεις με νέα παιδιά, με έφηβους και παίδες, όπου εκεί εκτός από διαιτητής πρέπει να είσαι και παιδαγωγός».

Η καλύτερη στιγμή στην καριέρα του: «Η παρουσία μου στο Champions League. Όταν ορίζομαι σ’ ένα παιχνίδι της διοργάνωσης, νιώθω σαν ένα παιδί, που έρχεται ο Άγιος Βασίλης και του φέρνει ένα δώρο. Η στιγμή αυτή, καθώς και η παρουσία μου στο γήπεδο όταν παίζει ο ύμνος του Champions League, δίπλα στα μεγάλα αστέρια του ποδοσφαίρου είναι μαγικές εικόνες. Σφύριξα και αγώνα της Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νου. Καλός παίκτης ο… Μέσι, κάτι κάνει (σ.σ.γέλια). Ήμουν και τυχερός, πέτυχε και χατ-τρικ εκείνη την ημέρα. Είναι μαγική στιγμή να παίζεις στο γήπεδο της Μπαρτσελόνα».

Να είσαι τοπ διαιτητής στην Ελλάδα για τον Σιδηρόπουλο σημαίνει: «Ότι έχεις πάρα πολλές υποχρεώσεις και πολλή δουλειά. Θέλει μεγάλη προσπάθεια γιατί καθημερινά πρέπει να αποδεικνύεις ότι είσαι ο καλύτερος και ο κορυφαίος. Εμείς οι διαιτητές παίζουμε συνέχεια. Παίζεις ένα παιχνίδι την Κυριακή και τελειώνει και την επόμενη μέρα, πρέπει να ξεκινήσεις προετοιμασία για το επόμενο. Δεν έχεις τη δυνατότητα να χαλαρώσεις, γιατί στο επόμενο παιχνίδι μπορεί να γίνει ένα λάθος και να ‘’καταστραφούν’’ τα προηγούμενα. Μιλάμε για ανθρώπους που κρίνονται πολύ αυστηρά σε καθημερινή βάση. Με τη λεπτομέρεια».

Για την καθημερινότητα του, είπε: «Περιλαμβάνει πολύ προπόνηση και διάβασμα των κανονισμών. Θεωρώ ότι οι διαιτητές πρέπει να διαβάζουν συνεχώς τους κανονισμούς και αυτό είναι μία από τις συμβουλές που δίνω στους νέους διαιτητές. Αν υπάρχει αγώνας, κάνω σκάουτινγκ στις ομάδες. Γενικότερα η καθημερινότητα περιστρέφεται γύρω από τη διαιτησία και το ποδόσφαιρο. Το πρωί θα κάνω 2-2.5 ώρες προπόνηση. Μετά θα καθίσω να δω παιχνίδια, θα διαβάσω, θα δω φάσεις από αγώνες άλλων πρωταθλημάτων. Μου αρέσει να πηγαίνω στη θάλασσα ακόμη και το χειμώνα. Υπάρχει ελεύθερος χρόνος για μένα, που προσπαθώ να περνάω με την οικογένεια μου. Το επάγγελμα μου είναι αστυνομικός, όπου υπηρετώ στην Αθήνα, αλλά έχω μία ελευθερία μου για να πηγαίνω στα παιχνίδια μου».

Γα το αν βλέπει σε βίντεο τα ματς που «σφυρίζει» λέει: «Τα βλέπω και όχι μόνο μία φορά, έτσι ώστε να μπορώ να αναγνωρίσω τα λάθη μου. Πολλές φορές, μπορεί να λέμε ότι ένα παιχνίδι πήγε καλά, αλλά τελικά να μην… πήγε σε οποιοδήποτε κομμάτι».

Για τον μεγάλο του στόχο: «Θέλω να πάω στο Euro 2020 και στη συνέχεια το Μουντιάλ, που είναι και η μεγαλύτερη κατάκτηση για έναν διαιτητή. Είμαι σίγουρος ότι θα δώσω τα πάντα για να τα καταφέρω. Ξέρετε, πολλές φορές στη ζωή, μπορείς να δώσεις τα πάντα αλλά να μην τα καταφέρεις είτε λόγω συγκυριών είτε γιατί υπάρχει ένας καλύτερος από σένα. Είναι σημαντικό όμως να νιώσεις ότι έδωσες ότι καλύτερο μπορείς. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να ξέρεις ότι έδωσες τον καλύτερο σου εαυτό. Δεν είναι εύκολο πράγμα να συμμετέχεις σ’ ένα παγκόσμιο τουρνουά, τη στιγμή μάλιστα που από την Ευρώπη επιλέγονται μόλις εννέα διαιτητές. Καταλαβαίνετε, ότι δεν είναι και πάρα πολύ εύκολο».

Για το αν μπορεί η διαιτησία στην Ελλάδα να γίνει επαγγελματική: «Νομίζω ότι πρέπει τουλάχιστον να γίνει ημιεπαγγελματική και κάποιοι να είναι επαγγελματίες. Έτσι θα έχουμε απ’ αυτούς και τις ανάλογες απαιτήσεις. Σε όλα τα επίπεδα πλέον υπάρχουν πολλές απαιτήσεις από τους Έλληνες διαιτητές, αλλά η διαιτησία παραμένει ερασιτεχνική».

Για το αν πιστεύει ότι δικαιολογημένα υπάρχει καχυποψία προς τους Έλληνες διαιτητές: «Πολλές φορές ναι για να είμαι ειλικρινής. Υπήρξαν αποφάσεις που έχουν ξεσηκώσει τον κόσμο. Πρέπει και ο κόσμος όμως να καταλάβει ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να είσαι διαιτητής. Ένας ρέφερι βλέπει μία φάση για μία φορά, ενώ όλοι μπορούν να την δουν με ριπλέι μέσω της τηλεόρασης πάρα πολλές. Έτσι κρίνουν με ελαφρά τη καρδία… Γίνεται όμως προσπάθεια για να προχωρήσει η ελληνική διαιτησία και το ελληνικό ποδόσφαιρο μπροστά, γιατί νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει στασιμότητα».

Όσο για ους ξένους ρεφερι στα ελληνικά ντέρμπι, είπε: «Βραχυπρόθεσμα είναι ένα μέτρο το οποίο είναι καλό. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, βλέπουμε ότι υπάρχει μία σχετική ηρεμία μετά από ντέρμπι. Μακροπρόθεσμα όμως δεν κάνει καλό, γιατί οι Έλληνες διαιτητές πρέπει να παίζουν ντέρμπι και να παίρνουν δύσκολα παιχνίδια. Αλλιώς δεν θα γίνουν καλύτεροι και δεν θα αποκτήσουν την απαραίτητη εμπειρία. Προσωπικά επειδή έγινα γρήγορα διεθνής διαιτητής, θυμάμαι τον εαυτό μου να έχω παίξει την πρώτη μου χρονιά στη μεγάλη κατηγορία δύο ντέρμπι (ΑΕΚ- Παναθηναϊκός και ΑΕΚ- Ολυμπιακός). Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να «ψηθώ» και να γίνω πολύ καλύτερος. Αν λοιπόν φέρνουμε ξένους διαιτητές να παίζουν τα δύσκολα παιχνίδια και οι Έλληνες να παίζουν αυτά του μικρότερου ενδιαφέροντος λόγω ονόματος, δεν θα κάνει καλό στο μέλλον των δικών μας ρέφερι».

Τέλος σχολίασε και το πολυσυζητημένο VAR: «Είναι μεγάλη κουβέντα. Το VAR είναι η μεγαλύτερη επανάσταση του ποδοσφαίρου. Αν αναλογιστούμε ότι το 2015 ξεκίνησε η συζήτηση, μέσα σε τρία χρόνια είναι ήδη μέρος της ζωής μας. Πιστεύω ότι θα λύσει πολλά θέματα, αλλά όχι τόσα πολλά όσα πιστεύει ο κόσμος. Το VAR εξετάζει ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο και εκεί που υπάρχει υποκειμενικότητα δεν θα μπορεί να επέμβει, οπότε πρέπει να εκπαιδεύσουμε λίγο και τον κόσμο. Σίγουρα όμως θα βοηθήσει σε πολλά πράγματα. Είναι απαραίτητο να μπει στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Η εγκατάσταση του στην Ελλάδα θα γίνει από την Πολιτεία, οπότε ο διαγωνισμός απαιτεί κάποιο χρόνο. Ωστόσο βρισκόμαστε στα τελευταία στάδια και όταν ο πάροχος εγκαταστήσει όλο τον εξοπλισμό, θα ξεκινήσει και η εκπαίδευση των διαιτητών, που επίσης είναι πάρα πολύ δύσκολη. Και σας το λέω εγώ που έχω πάρει τη συγκεκριμένη πιστοποίηση από την UEFA. Είναι δύσκολη και επίπονη διαδικασία για τους διαιτητές».

Documento Newsletter