Η Τάνια Τσανακλίδου μιλάει για τον Μίκη Θεοδωράκη, θυμάται τον καιρό της Μεταπολίτευσης και στηλιτεύει τον «πολιτισμό» που παράγει ήρωες από τη δεξαμενή των τηλεοπτικών ριάλιτι.
Θα σας πω κάτι που είναι λίγο αστείο: όταν ήμουν 11-12 χρόνων είχε φτιαχτεί ένα πολύ μικρό τηλεοπτικό στούντιο στην ταράτσα ενός κτιρίου κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Είχαν στηθεί τηλεοράσεις μες στον χώρο της έκθεσης και θα ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαινε στον αέρα τηλεοπτική εκπομπή στην Ελλάδα. Στο μεταξύ, εγώ με τον Κωστάκη τον Θωμαΐδη γνωριζόμαστε από οκτώ χρόνων παιδάκια. Πήγαμε λοιπόν εκεί με τον Κώστα ως παιδιά-θαύματα –εκείνος έπαιζε κιθάρα– και είπαμε το «Μέσα στα μαύρα σου, κυρά μου, τα μαλλιά» και το «Κοιμήσου, αγγελούδι μου». Αυτά ήταν τα δύο πρώτα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη που τραγούδησα στη ζωή μου. Πρέπει να ήμασταν οι πρώτοι τραγουδιστές, έστω ως παιδιά, που βγήκαμε σε τηλεοπτικό αέρα και τραγουδήσαμε Μίκη προ δικτατορίας.
Στη συνέχεια ήρθε η δικτατορία και τότε συναντήθηκα επί της ουσίας με το έργο του Μίκη. Κλείναμε πόρτες και παράθυρα και ακούγαμε τα βράδια Deutsche Welle και BBC, τη «Ρωμιοσύνη» κυρίως, ενόσω άρχισαν να έρχονται οι παράνομες ηχογραφήσεις του από το εξωτερικό. Έτσι άκουσα την «Κατάσταση πολιορκίας», το «Πνευματικό εμβατήριο», τα πάντα. Στη δική μου καρδιά και στη δική μου ψυχή δεν ήταν μόνο ότι ψήλωνα κάποιους πόντους αφού άκουγα τα έργα του. Ήταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσω μέσα μου τη χούντα σαν μια μικρή πράξη αντίστασης. Ένιωθα ως έφηβη ότι δεν έσκυβα το κεφάλι. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι έβαλε στα χείλη του κόσμου τους μεγάλους ποιητές και ήρθαμε σε επαφή με έννοιες όπως αγώνας, δικαιοσύνη, ελευθερία, τις οποίες προσπαθήσαμε –εγώ τουλάχιστον– να ενσωματώσουμε στην καθημερινότητά μας. Ο Μίκης διαμόρφωνε πολίτες με έννοιες που δεν τις διδαχτήκαμε στο σχολείο, αν σκεφτούμε ότι εγώ ήμουν 15 χρόνων όταν έγινε η δικτατορία. Τέτοιες λέξεις-έννοιες ήταν απαγορευμένες, κανείς δεν συζητούσε γι’ αυτές, επομένως μέσα από τα τραγούδια του Μίκη αρχίσαμε να τις επεξεργαζόμαστε.
Τον Μίκη τον συνάντησα πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, όταν ήρθε από το εξωτερικό και εμείς κάναμε με τον Μανώλη Μητσιά στο Zoom μια παράσταση με την ορχήστρα του: Διδίλης, Καρνέζης, Παπαδόπουλος κ.ά. Με την επιμέλεια του ίδιου του Μίκη ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάσαμε σε μουσική σκηνή στην Ελλάδα τα καινούργια του έργα με τραγούδια-ποταμούς. Μεταξύ αυτών των έργων ήταν και το «Canto general» που το τραγουδούσε ο Πέτρος Πανδής. Το σχήμα ήταν ο Μητσιάς, ο Πανδής, η Ελένη Μαντέλου κι εγώ. Οι ουρές του κόσμου ήταν εκατοντάδων μέτρων και πολλοί δεν τα κατάφεραν να μπουν στο Zoom. Μιλάμε για όλο τον πνευματικό κόσμο της Αθήνας. Οι παραστάσεις στέφτηκαν από απόλυτη αποτυχία, αφού ο κόσμος περίμενε να ακούσει τα γνωστά λαϊκά τραγούδια του Μίκη κι εμείς το πιο γνωστό που λέγαμε ήταν ο «Χάρης» ή το «Μιλώ». Σε μια εβδομάδα, το πολύ δέκα μέρες, η παράσταση κατέβηκε και κρατήσαμε ένα μεγάλο μέρος της. Νομίζω ότι είχε κρατηθεί το «Canto general». Στο σχήμα προστέθηκαν η Ελένη Βιτάλη και ο Χρήστος Λεττονός, αν θυμάμαι καλά, αλλά για μένα το γεγονός της αποτυχίας μας ήταν μια μεγάλη φάπα που δεν μπορούσα να κατανοήσω. Έλεγα: «Μα ο κόσμος είναι τόσο διψασμένος για τραγούδια, γιατί δεν θέλει τα καινούργια του Μίκη;». Από την άλλη καταλάβαινα γιατί όταν έχεις στερηθεί για τόσα χρόνια το αμιγώς λαϊκό τραγούδι, θες να το ακούσεις, να συνδεθείς ξανά, να ταυτιστείς.
Η Μεταπολίτευση μας είχε βρει με τον Αντώνη Καλογιάννη να τραγουδάμε στον καλοκαιρινό Ρήγα. Καλοκαίρι του ’74, πέφτει η χούντα και μεσούσης της σεζόν αλλάζουμε όλο το πρόγραμμα και αρχίζουμε να τραγουδάμε Θεοδωράκη. Γίνεται χαλασμός και δίνουμε τρεις παραστάσεις τη μέρα! Ο μαγαζάτορας τότε μας διπλασίασε τους μισθούς κι εκεί τραγούδησα σχεδόν όλα τα «Τραγούδια του αγώνα». Πολλά χρόνια αργότερα ο Μουμουλίδης έκανε την παράσταση για τον Μίκη Θεοδωράκη με τον Γιάννη Μπέζο και ο Μίκης αυτοπροσώπως είχε έρθει στις πρόβες. Με τις ωραίες του ιστορίες γοήτευσε όλο τον γυναικείο πληθυσμό με τον τρόπο του και βασικά με τη χαρά που είχε για όλο αυτό που γινόταν.
Στη Μεταπολίτευση επίσης γράψαμε τα «Λαϊκά» σε στίχους Μάνου Ελευθερίου που ενορχήστρωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Εγώ έκανα δεύτερες φωνές στον Μανώλη Μητσιά και με τον Μίκη δεν συναντηθήκαμε καθόλου κατά τη διάρκεια της δουλειάς, αφού δεν είχε έρθει καν στις ηχογραφήσεις. Νομίζω πως ακόμη ήταν στο εξωτερικό και έδινε συναυλίες.
Το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη ήταν ένα πολύ αγαπημένο μου βιβλίο που το ήξερα πριν από τον Μίκη, αλλά ο τρόπος που το μελοποίησε το αναγάγει σαφώς σε ακρογωνιαίο λίθο του νεοελληνικού πολιτισμού από πλευράς ποίησης, μουσικής σύνθεσης, αλλά και ερμηνειών: Μπιθικώτσης, Κατράκης, Δημήτριεφ. Αν με ρωτούσες ποια έργα με διαμόρφωσαν στα νεανικά μου χρόνια, θα σου έλεγα το «Άξιον εστί» του Μίκη Θεοδωράκη και ο «Μεγάλος ερωτικός» του Μάνου Χατζιδάκι. Δύο σπουδαίοι δίσκοι λόγω ποίησης και ερμηνειών που στέκονται σαν τα τελειότερα δείγματα άνθησης του πολιτισμού μας.
Για μένα ο Μίκης, με όλα αυτά που σου εκμυστηρεύθηκα, έπαιξε κι έναν ηρωικό ρόλο, ήταν ένας ήρωας για τη ζωή μου. Σήμερα θεωρούνται «ήρωες» αυτοί που βγαίνουν στο «Survivor» ή οι διάφοροι influencers. Αυτοί κάνουν τη σημερινή εποχή τελείως διαφορετική από αυτή της νιότης μου. Εάν μου το έλεγες, δεν θα πίστευα σε καμία περίπτωση ότι απότοκος εκείνου του πολιτισμού είναι αυτό που ζούμε σήμερα. Δεν ξέρω τι μας συνέβη ή πόσο φταίξαμε.
Εδώ ο κόσμος δεν βγήκε στον δρόμο για να υπερασπιστεί την επιβίωσή του, θα το έκανε με αφορμή τον θάνατο του Μίκη; Απωλέσαμε την τσίπα και την ντροπή τα τελευταία χρόνια ως προς το να δείχνουμε τη χειρότερη πλευρά του εαυτού μας. Ακόμη και στη δικτατορία, ξέρεις, οι φασίστες δεν ήταν τόσο απροκάλυπτοι. Το είχαν το μίσος, μίλαγαν για κομμουνιστοσυμμορίτες, αλλά δεν λέγανε να πεθάνουν τα μικρά παιδιά, όπως βγήκε και είπε ο Πλεύρης: «Τι είναι αυτά, προσφυγάκια; Να τα πυροβολούν, να μην περνάνε τον Έβρο»! Είχαν μια στοιχειώδη τσίπα οι χουντικοί του παρελθόντος, κρατούσαν κάποια προσχήματα. Σήμερα βλέπεις τον κανιβαλισμό και το μίσος μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι ανέκαθεν είχαμε μια ελεεινή πλευρά μέσα μας και θέλαμε να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα. Αυτό υπήρχε, υπάρχει, το έχουμε, όμως πιστεύω πως ντρεπόμασταν να το πούμε τόσο ωμά και εξόφθαλμα.
Την εποχή που καταρρίφθηκαν οι πολιτικές ιδεολογίες, που θα μας σκέπαζαν σαν ομπρέλες προστασίας, ο πολιτισμός νοσεί. Η θρησκεία, που πάντα ήταν δεκανίκι, έχει πετάξει από πάνω της τον μανδύα της ανθρωπιάς και της καλοσύνης και δεν μπορεί να παρηγορήσει κανέναν υγιώς σκεπτόμενο άνθρωπο. Επομένως, δεν έχουμε κρατήματα. Είναι το τέλος του πολιτισμού; Σίγουρα είναι ένα τέλος του πολιτισμού όπως τον ξέραμε. Δεν γίνεται όμως τα νέα παιδιά που έρχονται να μη διαμορφώσουν ένα καινούργιο τοπίο για τη δικιά τους ζωή και τη ζωή των παιδιών τους. Βλέπω πολλά παιδιά που δεν είναι όλη την ώρα με τα κινητά στο χέρι και θα πάνε να μαζέψουν το σκουπίδι από την παραλία και δεν θα τα ξεγελάσεις εύκολα. Σε αυτά τα παιδιά, σε αυτούς τους νέους ελπίζω εγώ. Η θέληση για ζωή είναι πολύ ισχυρότερη από τον θάνατο. Και καταλήγοντας, η μουσική και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη σηματοδότησαν τη θέληση για αγώνα, άρα για ζωή. Ο Μίκης είναι ήδη καταγραμμένος στους ήρωες της Ιστορίας και το έργο του είναι πέραν των ανθρώπινων μέτρων. Αυτό δεν χάνεται μες στους αιώνες.