Ταλ Ντίλιαν: Ο Mr Predator καμάρι των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών

Ταλ Ντίλιαν: Ο Mr Predator καμάρι των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών

Ο Ταλ Ντίλιαν, ο άνθρωπος που έφερε το κακόβουλο λογισμικό Predator στην Ελλάδα μέσω της εταιρείας συμφερόντων του, Intellexa, έχει ένα βιογραφικό που θυμίζει ταινία. Το όνομά του ήρθε έντονα στο προσκήνιο το 2019 εξαιτίας του διαβόητου μαύρου βαν, το οποίο κατασχέθηκε από τις κυπριακές αρχές στην περιοχή της Λάρνακας. Ιδιοκτήτρια εταιρεία του βαν –εντός του οποίου εντοπίστηκε λογισμικό παρακολούθησης κινητών τηλεφώνων– ήταν η WiSpear Systems Limited, συμφερόντων του Ταλ Ντίλιαν. Η διερεύνηση της υπόθεσης από τις κυπριακές αρχές οδήγησε στη σύλληψη του ίδιου και δύο συνεργατών του. Σε κανένα φυσικό πρόσωπο όμως δεν ασκήθηκε δίωξη, ενώ επιβλήθηκαν πρόστιμα συνολικού ύψους μόλις (περίπου) 1 εκατ. ευρώ.

Ο Ταλ Ντίλιαν είχε σκάψει μόνος του τον λάκκο του, καθώς λίγο καιρό πριν από τη σύλληψή του, στις 5 Αυγούστου 2019, δημοσιεύτηκε ένα βίντεο από το περιοδικό «Forbes» στο οποίο εμφανιζόταν να διαφημίζει τα προϊόντα της εταιρείας του. Στο επίμαχο βίντεο παρουσιαζόταν ως ένα από τα πλέον έμπειρα πρόσωπα «στον συχνά θολό κόσμο της κυβερνοασφάλειας. Ο πρώην αξιωματικός των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών μάς δείχνει ένα από τα νέα του παιχνίδια, ένα φορτηγό αξίας 9 εκατομμυρίων δολαρίων γεμάτο κιτ παρακολούθησης επιπέδου NSA, το οποίο όπως ισχυρίζεται μπορεί να χακάρει ένα smartphone και να κατασκοπεύσει όλα τα μηνύματά του».

Σε επίλεκτες μονάδες του ισραηλινού στρατού

Η υπόθεση γίνεται πολύ πιο σκοτεινή. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της ισραηλινής εφημερίδας «Haaretz», ο Ταλ Ντίλιαν είναι ο πρώην διοικητής της περιβόητης Μονάδας 81 του ισραηλινού Σώματος Πληροφοριών και «θεωρούνταν ένας από τους πλέον υποσχόμενους αξιωματικούς των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων τη δεκαετία του 1990…».

Στο ίδιο ρεπορτάζ καταγράφεται επίσης ότι «επιστρατεύτηκε το 1979 στην επίλεκτη μονάδα του Ισραηλινού Στρατού Sayeret Matkal (σ.σ.: παλαιότερα ονομαζόταν Μονάδα 269 και στη συνέχεια Μονάδα 262), στην οποία υπηρέτησε ως διμοιρίτης και στη συνέχεια ως διοικητής λόχου». Πρόκειται για την κύρια μονάδα ειδικών δυνάμεων των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων, ενώ υπάγεται άμεσα στον Κλάδο Ειδικών Επιχειρήσεων της Διεύθυνσης Στρατιωτικών Πληροφοριών του Ισραήλ. Κύριος στόχος της μονάδας είναι να συγκεντρώνει πληροφορίες στο εκάστοτε πεδίο διεξάγοντας βαθιά κατασκοπεία πίσω από τις γραμμές του εχθρού για την απόκτηση στρατηγικών πληροφοριών, ενώ όπως αναφέρεται σε δημοσιεύματα, είναι επιφορτισμένη και με «την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη διάσωση ομήρων πέρα από τα σύνορα του Ισραήλ».

Σύμφωνα με τη «Haaretz», μετά την προϋπηρεσία του στη Sayeret Matkal ο Ταλ Ντίλιαν «τελικά μετατέθηκε στη Μονάδα 81, που είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη εργαλείων πληροφοριών και η οποία βοηθά τις μονάδες ειδικών επιχειρήσεων Υπηρεσιών Αμυνας του Ισραήλ. Κατείχε πολλές θέσεις σε αυτήν τη μονάδα και έγινε διοικητής της το 1998. Του απονεμήθηκε μάλιστα το βραβείο άμυνας του Ισραήλ για ένα από τα έργα που διαχειρίστηκε εκεί, τα στοιχεία του οποίου παραμένουν απόρρητα».

Η «πολλά υποσχόμενη καριέρα του» όμως «εκτροχιάστηκε το 2002, όταν η στρατιωτική αστυνομία άρχισε να τον ερευνά για οικονομικές ατασθαλίες στη Μονάδα 81, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης από τον Ντίλιαν των μιλίων των συχνών πτήσεων, τα οποία συγκέντρωνε μέσω της εργασίας του, για ιδιωτικά ταξίδια. Επιπλέον, υπό τις διαταγές του η μονάδα ξόδεψε χρήματα για έπιπλα και ανακαινίσεις που όπως ισχυρίστηκε ήταν απαραίτητες για μυστικές επιχειρήσεις, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη».

Αγωγή για… καυχησιολογία

Στο ίδιο ρεπορτάζ υπάρχει αναφορά σε αγωγή που κατατέθηκε στο παρελθόν στο Επαρχιακό Δικαστήριο του Τελ Αβίβ από τον επιχειρηματία υψηλής τεχνολογίας Αβι Ρούμπινσταϊν, στην οποία ισχυριζόταν ότι η καυχησιολογία του Ντίλιαν (εννοεί τη συνέντευξη Ντίλιαν στο «Forbes») κόστισε στην εταιρεία τους μια προσοδοφόρα συμφωνία με έναν μεγάλο ιδιώτη, με τον οποίο αυτή είχε συνεργαστεί στο παρελθόν. Στην αγωγή αναφερόταν επίσης ότι η εν λόγω συνέντευξη οδήγησε τόσο σε διεθνές όσο και σε κυπριακό ένταλμα σύλληψης κατά του Ντίλιαν.

«Κατονομάζονταν επίσης δύο άλλοι κατηγορούμενοι, ο συνταγματάρχης Οζ Λιβ, ο οποίος προηγήθηκε του Ντίλιαν ως διοικητής της Μονάδας 81, και ο επιχειρηματίας Μεΐρ Σαμίρ. Μαζί με τον Ρούμπινσταϊν ήταν και οι τέσσερις μέτοχοι στην εταιρεία Aliada».

Σύμφωνα με την αγωγή, η Aliada είναι «όμιλος εταιρειών κυβερνοόπλων, τα προϊόντα των οποίων φέρουν την επωνυμία Intellexa. Τον Μάιο του 2019 η ομάδα στρατολόγησε τον Εραν Μπεκ, πρώην επικεφαλής του τμήματος κυβερνοχώρου της ισραηλινής Στρατιωτικής Πληροφόρησης, ως διευθυντή ανάπτυξής της». Η ίδια αγωγή περιγράφει τον Ντίλιαν ως «βασικό παίχτη», ο οποίος χαρακτηρίζεται και «πολύχρωμη φιγούρα». Σημειώνεται επίσης ότι «αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον ισραηλινό στρατό το 2002 λόγω υποψιών για οικονομικές ατασθαλίες και κατηγορήθηκε ότι η συμπεριφορά του παρέμεινε προβληματική μετά την απόλυσή του». Κι αυτό διότι «συνέχισε να ασχολείται με την τεχνολογία πληροφοριών στη βιομηχανία του κυβερνοχώρου, τείνοντας να ανοίγει νέες εταιρείες σε διάφορες περιοχές και να υλοποιεί αμφιλεγόμενες συμφωνίες με στόχο να πλουτίσει».

Εταιρείες-κελύφη για παρακολουθήσεις

Η κύρια κατηγορία του Αβι Ρούμπινσταϊν ήταν ότι «τον Ιούλιο του 2020 οι Ντίλιαν, Λιβ και Σαμίρ ενήργησαν παράνομα για να μειώσουν τις δικές του μετοχές μέσω πυραμιδοειδών εταιρειών που ιδρύθηκαν στο εξωτερικό. Μερικές από αυτές ιδρύθηκαν μέσω προσώπων που συνδέονται με τον Ντίλιαν, συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης συζύγου του, Σάρα Χάμου (σ.σ.: σύμβουλος – διαχειρίστρια και μοναδική αξιωματούχος της Intellexa ΑΕ)».

Η αγωγή σύμφωνα με τη «Haaretz» «υπονοούσε ότι αυτή η μεταφορά των δραστηριοτήτων της Aliada εκτός Ισραήλ μέσω εταιρειών-κελύφη αρχικά στις βρετανικές Παρθένους Νήσους και αργότερα στην Ιρλανδία παραβίαζε ισραηλινούς αλλά και ξένους νόμους για τον έλεγχο των εξαγωγών στον τομέα της άμυνας».

Η συνέντευξη Ντίλιαν στο «Forbes» είχε επίσης ως παράπλευρη απώλεια τη μείωση της… κατασκοπευτικής αποτελεσματικότητας της Intellexa. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με την αγωγή« οι εταιρείες κ υ βερν ο παρακολουθήσεων εργάζονται εκμεταλλευόμενες παραβιάσεις ασφαλείας στα λειτουργικά συστήματα κινητών τηλεφώνων, τόσο στα Android της Google όσο και στα iOS της Apple, προκειμένου να εισάγουν τα λεγόμενα προγράμματα δούρειου ίππου στα κινητά τηλέφωνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ρούμπινσταϊν το άρθρο του «Forbes» οδήγησε στο να κλείσουν τρία τέτοια «παράθυρα» παραβιάσεων μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2019. Ως αποτέλεσμα η αποτελεσματικότητα της Intellexa μειώθηκε. Ακριβώς πριν κλείσουν αυτές οι παραβιάσεις η Aliada είχε λάβει παραγγελίες αξίας δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων».

Intellexa: Η εταιρεία-φάντασμα

Ακόμη ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την κατασκοπευτική δράση της Intellexa στην Ελλάδα αποτελεί η οικονομική της δραστηριότητα. Σύμφωνα με στοιχεία που βρίσκονται σε γνώση του Documento και τα οποία δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση, η Intellexa είναι εταιρεία-φάντασμα. Ο όρος δεν είναι καθόλου υπερβολικός, καθώς η Intellexa δεν φαίνεται να εμφανίζει σχεδόν καμία οικονομική δραστηριότητα από τον Μάρτιο του 2020, όταν και ιδρύθηκε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Intellexa δεν συναλλάσσεται οικονομικά με καμία εταιρεία: σχεδόν όλες οι οικονομικές συναλλαγές της πραγματοποιούνται με τη μητρική της εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Ιρλανδία, αλλά και με άλλες άμεσα συνδεδεμένες με αυτή. Παράλληλα, βάσει των ίδιων στοιχείων που βρίσκονται σε γνώση του Documento, οικονομικές συναλλαγές πραγματοποιούνται με ακόμη μια εταιρεία που φέρει το όνομα Intellexa και η οποία εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους. Η Intellexa φαίνεται ότι έχει πραγματοποιήσει οικονομικές συναλλαγές με άλλη μια εταιρεία η οποία εδρεύει στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, για την

οποία δεν κατέστη δυνατό να αλιευτεί οποιοδήποτε στοιχείο. Στη λίστα των συνδεδεμένων εταιρειών με τις οποίες η Intellexa συναλλάσσεται συμπεριλαμβάνονται κι άλλες που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι όλες άμεσα συνδεδεμένες είτε με την Intellexa είτε με πρόσωπα που συνδέονται με αυτή. Πρόκειται για γεγονός που αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Intellexa κινήθηκε με αυτό τον τρόπο προκειμένου να παρουσιάζει μια δήθεν οικονομική δραστηριότητα η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Τα όποια οικονομικά στοιχεία παρουσιάζει οφείλονται στην οικονομική συναλλαγή της με συνδεδεμένες εταιρείες. Πρόκειται για μια πρακτική που, όπως αναφέρουν στο Documento καλά γνωρίζοντες τον χώρο, χρησιμοποιείται ευρέως από αντίστοιχες εταιρείες παγκοσμίως προκειμένου να τους προσδίδεται μια νομιμοφάνεια. Ετσι εταιρείες όπως η Intellexa κατορθώνουν να… περνούν κάτω από τα ραντάρ και μπορούν να συνεχίζουν απρόσκοπτες τις δραστηριότητές τους. Ακόμη κι αν είναι αμιγώς κατασκοπευτικές.

Documento Newsletter