Τάκης Σούκας-Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες

Τάκης Σούκας-Μια ζωή μέσα στους δρόμους και στις νύχτες

Ενα απόγευμα με τον σπουδαίο συνθέτη στο σπίτι του στην Κυψέλη.

Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για τη λαϊκή μουσική των τελευταίων δεκαετιών χωρίς να αναφερθεί στον Τάκη Σούκα. Με καταγωγή από την περίφημη οικογένεια των Σουκαίων, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 κατέβηκε στην Αθήνα για να αφήσει το στίγμα του σε χιλιάδες ηχογραφήσεις και να εξελιχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες της γενιάς του. Ακολουθεί η πορεία του όπως την αφηγήθηκε.

Τα πρώτα χρόνια με τους Σουκαίους

Γεννήθηκα στο Κομπότι της Αρτας. Φτωχικά ήταν εκείνα τα χρόνια αλλά πολύ ωραία. Στο δημοτικό πήγα μόνο στην πέμπτη και την έκτη, λόγω του Εμφυλίου. Μέχρι τότε γράμματα με μάθαινε ο πατέρας μου. Εκείνη την εποχή δίναμε εξετάσεις για να περάσουμε στο γυμνάσιο στην Αρτα. Πέρασα τις εξετάσεις κι έφυγα από το χωριό όταν ήμουν δώδεκα χρονών.

Με τον πατέρα μου και όλους τους άλλους Σουκαίους μουσικούς παίζαμε σε πανηγύρια και σε γάμους. Εγώ έπαιζα σαντούρι και κιθάρα. Στη συνέχεια εγκατέλειψα την κιθάρα γιατί μου άρεσε το ακορντεόν, το οποίο έμαθα μόνος μου. Ολα τα όργανα που παίζω τα ’χω μάθει μόνος μου, παρότι ο πατέρας μου ήταν μεγάλος δάσκαλος και έχει δείξει σε πάρα πολλούς. Γενικώς δεν ζήτησα βοήθεια, δεν ήθελα. Και στη συνέχεια, όταν πλέον συνεργαζόμουν με τραγουδιστές στο ίδιο κέντρο, δεν τους πρότεινα να γράψω τραγούδια μαζί τους άμα δεν μου το έλεγαν εκείνοι. Οχι από σεμνότητα αλλά από αξιοπρέπεια και αν θέλετε κι από εγωισμό. Καλό εγωισμό, όχι παράξενο.

Οταν έγινα 15-16 χρονών ξεκίνησα να έρχομαι για μικρά διαστήματα στην Αθήνα μαζί με τον ξάδερφό μου Βαγγέλη Σούκα για να γράψουμε δίσκους με τον κορυφαίο τραγουδιστή του δημοτικού τραγουδιού Γιώργο Παπασιδέρη. Οταν επιστρέφαμε στην Αρτα παίζαμε στα καφενεία, σε όσα είχαν μεγάλες αίθουσες. Σε αυτά μέχρι τις 8 το βράδυ σέρβιραν καφέ και οι πελάτες έπαιζαν τράπουλα και ζάρια. Από τις 8 και μετά στρώνονταν τραπεζομάντιλα και γίνονταν κέντρα διασκέδασης. Μαζί με τον πατέρα μου και τρία ξαδέρφια μου ανεβαίναμε στο πάλκο. Και φέρναμε και καλλιτέχνες από την Αθήνα. Δίπλα στους Σουκαίους έζησα τις πιο ωραίες μέρες και νύχτες της ζωής μου. Αυτά θυμάμαι μέχρι σήμερα και συγκινούμαι.

Η εγκατάσταση στην Αθήνα και η Columbia

Στην Αθήνα εγκαταστάθηκα μόνιμα με τη γυναίκα μου το 1959. Εκείνη τη χρονιά δούλεψα στον Παράδεισο στη Θηβών με τον Καλδάρα, τον Λαύκα, τον Κλουβάτο, τον Μενιδιάτη, τον Μιχαλόπουλο και τη Σεβάς Χανούμ. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Ζαμπέτα. Ο κόσμος τότε ερχόταν να φάει, να πιει κρασάκι, να ακούσει μουσική και να χορέψει ήσυχα ήσυχα. Δεν ήταν αυτά τα «φέρε μας ένα μπουκάλι ουίσκι και ξηρούς καρπούς». Αν θυμάμαι καλά, το σπάσιμο των πιάτων μπήκε στη διασκέδαση στη δεκαετία του ’70 και πρέπει να ξεκίνησε από τα μαγαζιά της παραλίας. Με ενοχλούσαν τα σπασίματα. Οταν πια από το 1980-81 είχα κάνει κάποιους δίσκους που γίνανε επιτυχίες με τη Βιτάλη, τη Χαρούλα Λαμπράκη και τον Μανώλη Αγγελόπουλο, ζήτησα να σταματήσουν τα πιάτα και αφήσαμε μόνο τα λουλούδια.

Τη χρονιά που εγκαταστάθηκα στην Αθήνα μπήκα και στην Columbia. Πήγα τότε κάποια στιγμή με τον Στέλιο Χρυσίνη σε μια ταβέρνα στα Σεπόλια. Εκείνος ζήτησε από τον Δερβενιώτη, που έμενε δίπλα από την ταβέρνα, να περάσει να με ακούσει να παίζω ακορντεόν. Ηρθε, λοιπόν, με άκουσε και μου είπε: «Εσύ, πιτσιρίκο, να είσαι το πρωί στην Columbia». Ετσι ξεκίνησε και έμεινα χρόνια, δεν με άφηνε κι ο Τάκης Λαμπρόπουλος να φύγω. Οταν γκρεμίστηκε η Columbia στενοχωρήθηκα πάρα πολύ. Ηταν το δεύτερο σπίτι μας. Να σκεφτείτε ότι ερχόμουν από τη δουλειά της νύχτας στις 5.30-6 το πρωί και στις 9 ξύπναγα και πήγαινα εκεί. Καθημερινά. Ολη μέρα στους δίσκους και το βράδυ στα μαγαζιά. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Τσιτσάνη και τη Γιώτα Λύδια, η οποία είναι η αγαπημένη τραγουδίστρια της ζωής μου. Από το 1960 έως και το ’64 δούλεψα με τον Καλδάρα. Ημουν το δεξί χέρι του στη δισκογραφία. Πάντα εγώ έπαιζα ακορντεόν στα τραγούδια του. Και με τον Χιώτη παίζαμε. Ηταν ο μαέστρος. Αναλάμβανε τις ηχογραφήσεις κάποιων συνθετών που δεν είχαν ιδέα από ηχοληψία κ.λπ.

Εκείνα τα χρόνια δούλεψα με τη Χαρούλα Λαμπράκη και με τον Μιχάλη Μενιδιάτη που είχε γίνει φίρμα τότε και ο αδερφός του είχε φτιάξει ένα κέντρο το 1964 στις Τρεις Γέφυρες, του οποίου υπήρξα νονός και το ονόμασα Φαντασία. Μετά ο Μιχάλης κατέβηκε στην παραλία στο Ελληνικό με τη Φαντασία, όπου δούλεψα κι εγώ πάρα πολλές σεζόν. Ο Μενιδιάτης, η Λαμπράκη, η Λύδια, ο Διονυσίου και ο Καζαντζίδης ήταν οικογενειακοί μας φίλοι. Με τους δύο τελευταίους είχα τις σημαντικότερες συνεργασίες μου.

Ο Καζαντζίδης ήταν ένας απλός λαϊκός άνθρωπος που είχε την απαίτηση να τον κοιτάς στα μάτια και να του λες την αλήθεια. Εμένα με αγαπούσε πάρα πολύ. Και τον αγαπούσα κι εγώ. Ηταν πολύ έξυπνος και στις σχέσεις του ήθελε να είναι κύριος αλλά ήταν παράλληλα ευκολόπιστος, όπως κι εγώ. Δεν δούλεψα μαζί του σε κέντρα, αλλά τον απόλαυσα σε στούντιο, στους τέσσερις δίσκους που έχουμε κάνει και στην παρέα που κάναμε.

Ο Στράτος ήταν πιο κλειστός. Είχε φίλους αλλά είχε και τις δικές του ασχολίες. Του άρεσαν τα άλογα, ήθελε να πηγαίνει το απογευματάκι σε ένα καφενείο εκεί στον Βύρωνα να παίζει λίγο χαρτάκι, μετά κοιμόταν λίγο κι ερχόταν στο μαγαζί να τραγουδήσει. Μπεσαλής άνθρωπος, το ναι ήταν ναι και το όχι όχι. Σε αντίθεση με τον Στέλιο, ο Στράτος ήταν πιο επιφυλακτικός με όσους τον περιτριγύριζαν.

Στο επίπεδο του Στράτου και του Γαβαλά ήταν ο Κώστας Κόλλιας. Τόσο μεγάλη τεχνική είχε στη φωνή του. Είχαμε κάνει το ’77 τον δίσκο «Οι καρδιές που αγαπάνε», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Με κάλεσε τότε να δουλέψουμε μαζί στο κέντρο Αθήναι στη Συγγρού, που ήταν μαζί με την Πίτσα Παπαδοπούλου και χάλαγε ο Θεός τον κόσμο. Εγώ τότε δούλευα σε μια μπουάτ στην Πλάκα και έπαιρνα 3.000 δραχμές μεροκάματο.

Μου έστειλε έναν μουσικό να μου πει ότι αν πήγαινα να παίξω μαζί του θα μου έδινε 30.000. Δεν πήγα, όμως, γιατί ήμουν δεσμευμένος στην μπουάτ. Τελικά δεν δουλέψαμε ποτέ μαζί νύχτα. Το 1980 γράψαμε το «Ερωτά μου αγιάτρευτε». Εκείνη τη χρονιά σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό, καθώς ερχόταν στην Αθήνα από το Λαγονήσι. Δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί την επιτυχία. Τα τραγούδια που φτιάξαμε μαζί παίχτηκαν στην κηδεία του στα Καλύβια. Αν ζούσε θα ήταν από τα πολύ μεγάλα ονόματα.

Λίγο καιρό μετά γνώρισα τον Γιώργο Μαργαρίτη. Τον άκουσα, μου άρεσε. Του έδωσα έναν δίσκο, μέσα σε τρεις μήνες πούλησε 150.000 και ο Μαργαρίτης έγινε αυτός που είναι σήμερα. Με τη Λίτσα Διαμάντη θα μου μείνει αξέχαστη η συνεργασία μας. Σπουδαία τραγουδίστρια, χωρίς ίχνος βεντετισμού. Δεν ευτύχησα να κάνω δίσκο μαζί της, όμως συνεργαστήκαμε σε συμμετοχές. Πάντα αξιοπρεπής και πολύ καλή συνάδελφος. Με τη Βιτάλη κάναμε επιτυχίες. Πριν από τρία χρόνια κάναμε έναν δίσκο που είναι στο στούντιο του γιου της και ενώ είχε αναλάβει εκείνη να τον πάει σε κάποια εταιρεία, δεν ξέρω για ποιον λόγο δεν έχει προχωρήσει. Από τότε δεν έχουμε επικοινωνία.

Το όνειρο που έγινε πραγματικότητα

Τους χρυσούς δίσκους μου δεν πήγαινα να τους πάρω, δεν είχα και χώρο να τους βάλω. Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις σε εταιρείες που για να απονείμουν έναν χρυσό δίσκο κάνανε γιορτές με φωτογράφους και δημοσιογράφους. Σε άλλους, μεταξύ αυτών κι εγώ, έλεγαν να κατέβουν να τους πάρουν από το υπόγειο. Θύμωνα, το ίδιο και ο Διονυσίου και η Βιτάλη και δεν τους παίρναμε. Υπάρχουν δίσκοι μου που έγιναν επτά φορές πλατινένιοι κι εγώ δεν πήρα τίποτε από την εταιρεία.

Τα τελευταία δύο χρόνια αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα με την ΑΕΠΙ, γιατί οι κύριοι Ξανθόπουλοι, πατήρ και υιός, έχουν κάνει κακή διαχείριση, με αποτέλεσμα να μην παίρνουμε τα χρήματα που μας αναλογούν. Δυστυχώς κι εμείς οι συνθέτες μοιραστήκαμε σε πολλά σωματεία, με αποτέλεσμα να μην έχουμε τη δύναμη να ασκήσουμε βέτο για να διεκδικήσουμε αυτά που μας αντιστοιχούν.

Δεν ακούω μουσική από το ραδιόφωνο, δεν μπορώ. Θέλω να ακούω συγκεκριμένα πράγματα. Τα βράδια, όταν δεν έχω όρεξη να σκαλίσω κάτι δικό μου, συνδέομαι με το ίντερνετ από το τηλέφωνό μου, ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και ακούω παλιούς κλαρινίστες από το 1920 και πέρα, τον Γιαούζο, τον Καραγιάννη, τον Σταμέλο, τον Παπασιδέρη, τον Τάσο Χαλκιά, τους Σουκαίους. Η μεγάλη μου αγάπη είναι το δημοτικό τραγούδι, το γνωρίζω πολύ καλά και, χωρίς εγωισμό, θα έλεγα ότι αυτή είναι η διαφορά μου από άλλους συνθέτες.

Μετά την απώλεια της συντρόφου μου, την οποία έχασα πριν από έναν χρόνο κι έναν μήνα, άλλαξε πολύ η ζωή μου. Με παίρνουν οι άνθρωποι τηλέφωνο αλλά δεν βγαίνω πολύ, ποτέ δεν έβγαινα ιδιαίτερα. Δεν έχω πολλούς φίλους. Πολύ φίλο νιώθω τον Βασίλη Χαραλάμπους, για τον οποίο έχω γράψει δύο τραγούδια, το ένα είναι το «Φωτιά στη θάλασσα» σε στίχους Κώστα Μπαλαχούτη. Ετοιμάζομαι τώρα να του γράψω ένα καλό χασάπικο.

Οταν ήμουν στο γυμνάσιο δεν ονειρεύτηκα τίποτε άλλο από το να έρθω στην Αθήνα να παίξω σε δίσκους, να δουλέψω με καλούς συνθέτες και να γράψω με σπουδαίους τραγουδιστές. Το όνειρό μου έγινε πραγματικότητα, είμαι πολύ ευχαριστημένος. Ωστόσο ένας καλλιτέχνης πάντα θέλει κι άλλο. Τα τραγούδια που γράφω τώρα είναι πιο σημαντικά, πιο υποψιασμένα, πάντα ερωτικά, πάντα κοινωνικά. Δεν καλώ κανέναν όμως, όποιος θέλει είμαι εδώ.

INFO

Ο Τάκης Σούκας εμφανίζεται κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι στα Εννέα Ογδοα (Πειραιώς και Ασωμάτων, Θησείο) μαζί με τους Λάμπρο Καρελά, Τίνα Τράκου και Χριστίνα Λάμπρου

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter