Προτού ο 94χρονος «Τελευταίος αντάρτης» ανέβει στη θεατρική σκηνή αφηγείται τη ζωή του στο Documento και τον Παναγιώτη Φρούντζο
Ο Τάκης Σάντρας-Ζαφείρης ξετυλίγει το νήμα των αναμνήσεών του από την ΕΠΟΝ, τη Μακρόνησο και τον ΔΣΕ ως μέλος της τελευταίας ταξιαρχίας που άφησε την Ελλάδα στο τέλος της μάχης του Γράμμου:
Τον Απρίλη του ’41 έγινε η συνθηκολόγηση. Από την Αλβανία τα παιδιά τα δικά μας φύγαν για να μην τους κυκλώσουν, ήρθαν στα χωριά ελεύθερα και μετά κατέβηκαν οι Ιταλοί στα Γιάννινα. Στα χωριά περνούσανε αποσπάσματα. Κάθε δέκα δεκαπέντε μέρες περνούσε ο Τζούλιας που τον λέγαμε, ο επικεφαλής. Περισσότερο ερχόντανε για να μαζέψουν τα όπλα. Υπήρχαν καλοθελητές και οι Ιταλοί γνώριζαν ποιος είχε όπλο και τι όπλο είχε. Δεν μας πειράζανε οι Ιταλοί. Ηταν πονόψυχοι. «Εχω κι εγώ παιδί στην Ιταλία σαν αυτό». Και δίναν στα καημένα τα παιδάκια τ’ς πανιότες, κάτι ψωμάκια μικρά. Είχανε μεσογειακό αίσθημα αυτοί, δεν ήτανε βάρβαροι σαν τους Γερμανούς.
Μέχρι τον Φλεβάρη μήνα του ’43 ήτανε η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Πυρσόγιαννης. Τότε άρχισαν οι αντάρτες να οργανώνονται. Μέχρι τότε ήταν μεμονωμένοι στα βουνά σαν καταδιωκόμενοι. Αρχές του ’42 κάνανε κρούσεις στα τμήματα. Αλλά αυτά τι να βαστάξουν; Μόλις ακούγανε αντάρτες φεύγανε τροχάδην, δεν καθόντανε να πολεμήσουνε, δεν αντιστέκονταν. Τον Φλεβάρη μήνα του ’43 έφυγε η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής και σε δέκα μέρες ήρθανε τα πρώτα αντάρτικα τμήματα από το Πωγώνι. Εκεί το κίνημα είχε κάπως οργανωθεί και είχε μια ομάδα – ήταν ο Ράφτης, ο Ρούγκας, ήταν τέσσερις πέντε Πωγωνίσιοι και είχαν καμιά σαρανταριά αντάρτες.
Ηρθαν αυτοί στο χωριό, καθίσανε καμιά βδομάδα και άρχισαν να οργανώνονται. Η νεολαία έφτιαξε την ΕΠΟΝ, παράλληλα ήτανε το ΕΑΜ και κάτι άλλες οργανώσεις που ήτανε φτιαγμένες από το ΕΑΜ και βοηθούσανε τον κόσμο. Από τον Φλεβάρη του ’43 που η αστυνομία κατεβαίνει στην Κόνιτσα τα χωριά τα δικά μας ήτανε ελεύθερα. Τότες εμείς, παιδιά 15-18 χρονών, ήμασταν όλα στην ΕΠΟΝ. Στη νεολαία που ήμασταν κάναμε εκπολιτιστική δουλειά, περισσότερο… θέατρο – το ’44-45 είχαμε ανεβάσει τρία τέσσερα έργα οι ΕΠΟΝίτες, είχαμε ανεβάσει την «Γκόλφω» και άλλα δυο τρία.
Αν δεν υπήρχε το ΕΑΜ…
Είμαι άνθρωπος που δεν φτιάχνω τίποτε δικό μου. Τα λέω όπως τα έζησα κι ό,τι αντιλαμβανόμουνα σαν νέος. Οχι μόνο δεν έκλεβε το ΕΑΜ, αλλά αν δεν υπήρχε, από χίλιους κατοίκους που είχε η Πυρσόγιαννη αν θα ζούσαμε οι μισοί. Μέσα στον πρώτο χρόνο της Κατοχής, το 1942, προτού βγουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ, είχαμε εφτά θύματα, εφτά παιδιά σκοτώσανε στο Τσάμκο κάτω που πηγαίνανε για λάδι. Να ταΐσουμε εμείς τους αντάρτες; Οχι! Ισα ίσα, αυτοί φροντίζανε για μας. Και μάλιστα από τα τέλη του ’43 και το ’44 οι αντάρτες παίρνανε ένα μέρισμα από τους Εγγλέζους που τους ερίχνανε λίρες. Αλλο τι δίνανε σ’ εμάς. Στην 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ δεν μας δίνανε καθόλου, αυτοί αναγνώριζαν μονάχα τον Ζέρβα κι εμάς μας τροφοδοτούσε η 9η Μεραρχία που είχε έδρα απάνω στο Πεντάλοφο. Αυτοί φρόντιζαν για μας, για την Ηπειρο. Εμάς δεν μας αναγνώριζαν οι Εγγλέζοι.
Τότε στην Πυρσόγιαννη ήταν δυο αντάρτες από την 9η Μεραρχία και δίνανε λίρες στον κόσμο να πάει να φέρει τρόφιμα για τον ΕΛΑΣ. Σου δίναν μια λίρα για να τους παραδώσεις στην Πυρσόγιαννη οχτώ οκάδες λάδι. Εμείς πηγαίναμε στα Γιάννινα ή στο Τσάμκο και με μια λίρα παίρναμε δεκατέσσερις οκάδες λάδι. Οσο για τους Εγγλέζους αυτοί ήταν απαίσιοι, δεν ήταν άνθρωποι αυτοί. Στη δική μας περιοχή υπήρχαν οργανώσεις του Ζέρβα αλλά υποτυπώδεις, είχαν δέκα άτομα, πέντε… Σε καθέναν που γράφονταν στον Ζέρβα έδιναν δυο λίρες. Μία λίρα για να τρώνε και μία λίρα για βοήθεια.
Εβλεπε ο κόσμος ότι δεν δεχόμασταν τη βοήθεια των Εγγλέζων: τις λίρες και το συσσίτιό τους. Και στο χωριό, ένα χωριό με διακόσιες πενήντα με τριακόσιες οικογένειες, δεν είχαμε ούτε σαράντα άτομα με τον ΕΔΕΣ. Εμείς πάθαμε, απ’ αυτούς κανένας δεν έπαθε τίποτε. Ντρέπομαι γι’ αυτούς. Τα ’ζησα αυτά τα γεγονότα. Ερχότανε η 9η Μεραρχία και δίνανε στον κόσμο λίρες να πάει να αγοράσει λάδι. Και δεν έκαναν διάκριση αν εσύ είσαι του ΕΑΜ ή αν εσύ είσαι του ΕΔΕΣ. Ολους στο χωριό με τη σειρά, με προτεραιότητα σ’ εκεινούς που ’χαν πολλά παιδιά. Αυτοί οι μαγκούφηδες, οι νηστικοί που ’χαν περάσει με τον ΕΔΕΣ ήταν οι χειρότεροι από μας. Κι όμως κανένας δεν έπαθε τίποτες. Ούτε μια σταγόνα αίματος δεν χύθηκε. Ας έρθει –ποιος θα ’ρθει;– να το πει. Ενώ εμείς… εμείς υποφέραμε απ’ αυτούς.
Από την ημέρα που εμφανίστηκε ο ΕΛΑΣ και οργανώθηκε το ΕΑΜ δεν πα’ να ’χες λίρες και να τις πετούσες στον δρόμο, κανένας δεν γύριζε να τις πάρει. Ο κόσμος τότε είχε συνείδηση και απαιτήσεις, αλλά πολύ περισσότερο που καθοδηγούνταν από το ΕΑΜ. Ο ΕΛΑΣ κράτησε ζωντανή τη χώρα. Αν δεν υπήρχε, η μισή Ελλάδα θα είχε καταστραφεί.
Μετά το ’45 όταν ήρθαν τα πρώτα τμήματα της χωροφυλακής στην Πυρσόγιαννη, ο περιβόητος Κούρκουλας, εμείς ξέρουμε τι τραβούσαμε. Για τη μάχη της Αθήνας μαθαίναμε. Υπήρχε καθημερινά δελτίο. Δεν είχε να κρύψει τίποτε η οργάνωση. Ηδη το είχαμε εμπεδώσει πως οι Εγγλέζοι δεν θα αφήνανε να περάσει η Ελλάδα σε άλλα χέρια από τα δικά τους. Αλλά ο κόσμος μολαταύτα επέμενε.
Το ’45 συνέχισα το γυμνάσιο στα Γιάννινα. Κατατρεγμός παντού. Είχαν πληρωμένες ομάδες που δεν έκαναν τίποτες άλλο από το να μας τρομοκρατούν. Ερχονταν στα παράθυρα των σπιτιών μας το βράδυ για να ακούν τι λέμε, σε τέτοιο σημείο φτάνανε. Τουλάχιστον το 80% ήταν άνθρωποι που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές. Δεν είχαν καμία ηθική υπόσταση. Οργανώθηκαν στις παρακρατικές οργανώσεις, πληρώνονταν μία λίρα και τους έδιναν και φαγητό. Εμείς αγωνιστήκαμε, σκοτωθήκαμε, δεν υπολογίζαμε τη ζωή για να έρθουν οι γερμανοτσολιάδες. Εφυγα στις 3 του Σεπτέμβρη του ’46 για την Αθήνα για να δώσω εξετάσεις για τη Νομική, αλλά δεν τα κατάφερα γιατί στις τρεις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου… μαύρα γράμματα.
Μπράβο τους που δεν υπέγραψαν
Επειτα πήγα στο Μακρονήσι όταν κάλεσαν την κλάση μου. Εκεί άσ’ τα, δεύτερο μαρτύριο, το πιο βασανιστικό. Σκοτώσανε πέντε άτομα την πρώτη μέρα (29 Φεβρουαρίου 1948), είκοσι τραυματίσανε. Την 1η Μαρτίου μπήκαν οι αξιωματικοί με τα πιστόλια και μπορεί εκείνη τη μέρα να σκοτώθηκαν και πεντακόσια παιδιά. Βγαίναμε από τις σκηνές και πατούσαμε πάνω στα πτώματα. Ημασταν 4.000 φαντάροι στο Α΄ Τάγμα. Μαζεύανε οι αλφαμίτες τα σκοτωμένα παιδιά, τα πηγαίνανε στο καΐκι για Σούνιο και μόλις βγαίνανε στα ανοιχτά τους βάζανε στον λαιμό βαρίδια. Δεν είναι φαντασία δικιά μας, τα λέγανε οι καραβοκύρηδες. Μείνανε μόνο καμιά κατοσταριά παιδιά –μπράβο τους– που δεν υπέγραψαν και το τι τράβηξαν μετά στο συρματόπλεγμα δεν το φαντάζεται ανθρώπινος νους. Ούτε οι Ιταλοί τα είχαν κάμει ούτε οι Γερμανοί.
Στις 4 του Απρίλη οι αντάρτες χτυπούν την Πυρσόγιαννη, αιφνιδίασαν τον στρατό ο οποίος έφυγε άρον άρον για την Κόνιτσα. Μαζί έφυγαν και κάποιοι πολίτες, μέσα και η μάνα μου. Το διάβασα στις εφημερίδες και λέω ευκαιρία να πάρω άδεια. Στις 20 του μήνα μού εγκρίνουν οχταήμερη άδεια για την Κόνιτσα. Πήγα στο τέλος Απριλίου, έκατσα λίγες μέρες και στις 5 Μαΐου έφυγα στο βουνό αντάρτης. Υπηρέτησα στην 107 Ταξιαρχία.
Ο κόσμος τους αγαπούσε τους αντάρτες γιατί ήταν παιδιά δικά τους. Οι αρχές του ΔΣ ήταν πολύ αυστηρές. Τ’ άλλα όλα είναι παραμύθια. Μας ήθελαν παναγίες. Τόσο να ’κανες, στο ανταρτοδικείο την άλλη τη μέρα. Κοτούσαμε εμείς να πειράξουμε κοπέλα; Μόνον παντρειά.
Το 1948 την πρωτοβουλία την είχε ο Δημοκρατικός Στρατός. Οσες μάχες κι αν έγιναν πάντα ο ΔΣ έβγαινε νικητής. Στην 107 Ταξιαρχία ήμασταν γύρω στα εφτακόσια άτομα. Δεν είχαμε απώλειες. Μας χτυπούσαν κάθε μέρα. Χτυπούσαν στον Αγιο Χριστόφορο της Πυρσόγιαννης και τον Αϊ-Λια του Πύργου της Στράτσιανης. Αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτες. Ο στρατός έκανε επιχείρηση με εκατό εκατόν πενήντα φαντάρους. Ξέραμε ότι κάθε μέρα ερχόντανε τα αεροπλάνα –εκτός από το πυροβολικό– και ρίχνανε. Είκοσι τριάντα αεροπλάνα. Εμείς από τον Αϊ-Λια δεν βλέπαμε τον Αγιο Χριστόφορο, που είναι απέναντι, από τον καπνό. Ηταν οι πρώτες εμπρηστικές βόμβες που χρησιμοποίησαν τότε οι «σύμμαχοί» μας. Αυτό γίνονταν έναν μήνα. Πλαγιοβολούσε ο στρατός για να κλείσει τα τμήματα του ΔΣ και να περάσει από το Κάμενικ – Γκόλιο και να βγει στον αυχένα 2500
Καλά έλεγε ο καημένος ο Στάλιν
Κανένα από τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού δεν διαλύθηκε. Μετά την υποχώρηση από το Βίτσι πέρασε στον Γράμμο. Οργανωμένα χωρίς πανικό. Η δική μας ταξιαρχία, η 107, αυτό τον σκοπό είχε περισσότερο. Φύλαγε την πλευρά απ’ τα Γιάννινα για να μη βγει ο στρατός στα σύνορα απάνω και πιάσει δυο προσβάσεις που είχαμε να περάσουμε στην Αλβανία: ο αυχένας της Μπάτρας και ο αυχένας που ήταν μεταξύ Γκόλιου και Κάμενικ. Αυτό το βαστήξαμε. Και η 107 Ταξιαρχία ήμασταν οι τελευταίοι που αποχωρήσαμε οργανωμένα..
Ξέραμε ότι προσωρινά υποχωρούμε. Τώρα πόσα χρόνια θα κρατούσε δεν ξέραμε. Από καιρό το ξέραμε, αλλά τι να κάνουμε; Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε εφεδρείες ο Δημοκρατικός Στρατός. Χτυπούσε στην Εδεσσα ή στη Νάουσα, έπαιρνε τριακόσιους νέους, παιδιά –κοριτσάκια και αγόρια–, σκοτωνόντανε εκατό. Το 1949 για τον ΔΣ ήτανε δύσκολα.
Δεν είχαμε εφεδρείες. Ο κόσμος είχε κουραστεί; Προτιμούσε τα Μακρονήσια και τις εξορίες παρά να βγει στο βουνό. Είχε τέσσερα χρόνια με τον ΕΛΑΣ, υπέφερε τα δυο χρόνια, το 1944-45, από τις μαφίες των γερμανοτσολιάδων. Η αστυνομία, οι διοικήσεις ήτανε όλοι άνθρωποι που ’χαν περάσει στην Κατοχή με τα Τάγματα Ασφαλείας ή με τους γερμανοτσολιάδες. Χάθηκε το ’45, χάθηκε το ’46, πάει μετά. Οταν ήρθανε οι Αμερικανοί, άλλαξε ο τρόπος οργάνωσης του στρατού. Υπήρχε τρομοκρατία και μέσα στον στρατό, πνιγμοί, σκοτωμοί. Καλά έλεγε ο καημένος ο Στάλιν. Εσφαξε, λέει, ο Στάλιν ένα εκατομμύριο ή δυο. Και τι έγινε; Πάθανε είκοσι πέντε εκατομμύρια. Να ’χε σφάξει όλη την αντίδραση. Δεν ήσουν αντίδραση σαν άνθρωπος, ήσουν γερμανοτσολιάς, ήσουν προδότης. Κι αν σε σκοτώναμε, τι θα χάναμε, τα τσουκνίδια;
Συνέντευξη: Θανάσης Καραμπάτσος, Παναγιώτης Φρούντζος
Φωτογραφίες: Χαρά Τάκου
INFO
«Ο τελευταίος αντάρτης»
Κείμενο – σκηνοθεσία: Ανδρέας Ζαφείρης, Θεατρική Ομάδα 2510
Διανομή: Μαρία Καλαϊτζή, Ηρα Μακφέιλ, Κωνσταντίνα Μάργα, Ορσαλία Πιπίδη, Αλεξάνδρα Χουλάκη Στη σκηνή επίσης: Τάκης Σάντρας
Ολα τα Σαββατοκύριακα του Μαρτίου (εκτός 31/3)
Θέατρο ΠΚ (Κασομούλη 30 & Ρενέ Πυώ 2)