Τα… χρυσά μετάλλια του σινεμά στους Ολυμπιακούς Αγώνες

Οταν η έβδομη τέχνη συναντά το ολυμπιακό ιδεώδες.

Προπαγάνδα, κατασκοπεία, πισώπλατα μαχαιρώματα και μουσική ανατριχίλα. Θα μπορούσε να είναι και ο τίτλος του αφιερώματός μας αλλά εκτός του ότι είναι πολύ μεγάλος, στο παρακάτω κείμενο αναπτύσσονται και κάποιες άλλες ενδιαφέρουσες, θέλουμε να πιστεύουμε, θεματικές. Στην περιορισμένη φιλμογραφία με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες –και παρότι ο αθλητισμός γενικότερα ως θέμα έχει χαρίσει σπουδαίες ιστορίες στο σελιλόιντ– αναζητήσαμε κάποια φιλμ που έχουν κάτι να πουν για τα ολυμπιακά ιδεώδη και το αρχαίο αθάνατο πνεύμα.

Ξεχωρίσαμε τέσσερις ταινίες που συζητήθηκαν για τα θέματα που έθιγαν στην εποχή τους αλλά και για την καλλιτεχνική τους αξία. Υπάρχουν βέβαια κι άλλες ακόμη, όπως οι κωμικές περιπέτειες του «Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» των Φρεντερίκ Φορεστιέ και Τομά Λανγκμάν, το «Tokyo Olympiad» του Κον Ιτσικάουα με θέμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964 και το αντιρατσιστικό δράμα του Στίβεν Χόπκινς «Ο άνθρωπος που ταπείνωσε τον Χίτλερ».

Πίστη για τη νίκη

Εν αρχή ην η διασημότερη κινηματογραφική ταινία που φτιάχτηκε ποτέ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο λόγος για τους «Δρόμους της φωτιάς» που κέρδισαν ανέλπιστα το βραβείο Οσκαρ της καλύτερης ταινίας για το 1980. Την πεντάδα στην εν λόγω κατηγορία εκείνη τη χρονιά συμπλήρωναν ακόμη οι «Κόκκινοι» του Γουόρεν Μπίτι, οι «Κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το «Ατλάντικ Σίτι» του Λουί Μαλ και το δράμα του Μαρκ Ράινταλ «Στη χρυσή λίμνη» με τους Κάθριν Χέπμπορν, Χένρι Φόντα (κατέκτησαν αμφότεροι τα Οσκαρ πρώτων ρόλων) και Τζέιν Φόντα. Στους «Δρόμους της φωτιάς» το πρωτότυπο σενάριο του Κόλιν Γουίλαν που κέρδισε το αντίστοιχο βραβείο Οσκαρ παρακολουθεί την προσπάθεια δύο Βρετανών δρομέων να ανέβουν στο βάθρο των νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι το 1924. Την αληθινή ιστορία του Αγγλοεβραίου σπρίντερ Χάρολντ Εϊμπραχαμς (Μπεν Κρος) και του ένθερμου χριστιανού Σκωτσέζου Ερικ Λιντλ (Ιαν Τσάρλεστον), μέλη και οι δύο της βρετανικής ολυμπιακής αποστολής. Ο Χιου Χάντσον την αφηγείται με τον δέοντα σεβασμό αλλά και τον αναπόφευκτο ακαδημαϊσμό, προκειμένου να αναδειχτούν αξίες γύρω από το ευ αγωνίζεσθαι και το νόημα της θυσίας.

Παράλληλα ο Βρετανός σκηνοθέτης (που δεν κατάφερε να κερδίσει το δικό του Οσκαρ το οποίο απέσπασε ο Μπίτι) επιχειρεί σε ένα δεύτερο επίπεδο να μιλήσει για τον αντισημιτισμό και τον βρετανικό κλασικισμό. Στην πιο κομβική ίσως σκηνή του φιλμ ο Εϊμπραχαμς έρχεται σε σύγκρουση με τους πρυτάνεις του Κέιμπριτζ (ο Λίντσεϊ Αντερσον και ο Τζον Γκίλγουντ

προσδίδουν άλλη κλάση στην ταινία) όταν αποφασίζει να προσλάβει επαγγελματία προπονητή, κάτι που αντιτίθεται στις αρχές και στα ιδανικά του πανεπιστημίου. «Στο Κέιμπριτζ είμαστε περήφανοι για την αθλητική υπόληψή μας αλλά και την εκπαίδευση που δίνουμε, η οποία φτιάχνει χαρακτήρες και καλλιεργεί θάρρος, ειλικρίνεια, ηγετικές ικανότητες, μα κυρίως πνεύμα συναδελφικότητας» λένε στον φοιτητή-αθλητή τους προτού τον… κατσαδιάσουν («είσαι μέρος της ελίτ και πρέπει να συμπεριφέρεσαι ανάλογα») οι πρυτάνεις για την πρωτοβουλία του που αντιτίθεται στις αρχές του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Εκείνος θα δώσει την απάντησή του με τα εξής λόγια: «Λαχταράτε τη νίκη όσο κι εγώ, αλλά απατάτε τους εαυτούς σας καθώς θέλετε να την επιτύχετε με τη φανερή απραξία των θεών. Εχετε τις απαρχαιωμένες αξίες μιας σχολικής αυλής. Πιστεύω στην επιδίωξη της τελειότητας και θέλω να νικήσω όχι πάση θυσία, όπως νομίζετε, αλλά σύμφωνα με τους κανόνες».

Το έργο είναι χτισμένο μεν ως ένα συμβατικό αθλητικό μελόδραμα για την αναζήτηση της δόξας στον αθλητικό στίβο, αλλά ο Χάντσον θα είχε ακόμη καλύτερες επιδόσεις αν άνοιγε την ομπρέλα της προβληματικής του και σε άλλα πεδία. Οι αναφορές πάνω στο εβραϊκό ζήτημα ή η καταγραφή των ύστατων ημερών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί πιο διεξοδικά στο σενάριο. Η κάπως εύκολη –αν όχι απλοϊκή– εξίσωση του αθλητικού θριάμβου με τη θρησκευτική πίστη προσφέρει κάποιες δυνατές μελοδραματικές σκηνές, αλλά ως εκεί. Η ταινία έχει ακόμη το ατού πως μένει πιστή ως προς την κατάληξη των κρίσιμων τελικών, του Χάρολντ Εϊμπραχαμς στα 100 μ. και του ιεροκήρυκα Ερικ Λιντλ που άλλαξε αγώνισμα (έτρεξε τελικά στα 400 μ.) επειδή αρνήθηκε να αγωνιστεί Κυριακή. Οι «Δρόμοι της φωτιάς» κέρδισαν συνολικά τέσσερα Οσκαρ (ταινίας, σεναρίου, κοστουμιών και μουσικής), με πιο διάσημο πλέον αυτό για το αλησμόνητο μουσικό θέμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου που ακούγεται έκτοτε σταθερά σε όλα τα μεγάλα αθλητικά ραντεβού της υφηλίου.

Στα χρόνια των ναζί

Το 1936 ο Αδόλφος Χίτλερ ζήτησε από τη Λένι Ρίφενσταλ να κατασκευάσει ένα φιλμ που θα συσχετίζει το ολυμπιακό άλγος με τη ναζιστική φωτογένεια. Εκείνη το παράκανε αλλά ήταν κάτι που δεν έγινε σκόπιμα, όπως ισχυρίστηκε, καθώς δεν είχε την παραμικρή υποψία για το «ποιοι ήταν στην πραγματικότητα τα αφεντικά της». Στη δίκη που παραπέμφθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου τόνισε ότι δεν ήταν ναζίστρια («απλώς έκανα τη δουλειά που μου ζητήθηκε»), όμως δεν έπεισε κανέναν και πέρασε στη φυλακή την επόμενη τετραετία 1946-49.

Ο Χίτλερ από νωρίς είχε διακρίνει στην ταλαντούχα Ρίφενσταλ την αψεγάδιαστη αισθητική της που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να κατασκευάσει την εικόνα μιας πανίσχυρης Γερμανίας τονισμένης με βαγκνερικά μοτίβα δύναμης και ομορφιάς. Το 1933 ήταν η πρώτη τους συνεργασία, όταν ο καγκελάριος της ζήτησε να φτιάξει μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Der sieg des glaubens» («Η νίκη της πίστεως»), που θα είχε αντικείμενο το συνέδριο του ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη. Η ταινία αποτέλεσε το πρότυπο για το έπος της Ρίφενσταλ «Ο θρίαμβος της θέλησης». Δύο χρόνια αργότερα

Οι «Δρόμοι της φωτιάς» κέρδισαν τέσσερα Οσκαρ, με πιο διάσημο πλέον αυτό για το αλησμόνητο μουσικό θέμα του Βαγγέλη Παπαθανασίου που ακούγεται έκτοτε σταθερά σε όλα τα μεγάλα αθλητικά ραντεβού της υφηλίου ο Χίτλερ αναθέτει στη Γερμανίδα σκηνοθέτρια το σχέδιο «Ολυμπιάδα». Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της, η Ρίφενσταλ υποχώρησε όταν έλαβε απεριόριστους πόρους και πλήρη καλλιτεχνική άδεια.

Οι υποβλητικές εικόνες και η πρωτοποριακή τεχνική μετατρέπουν το φιλμ «Οι θεοί του σταδίου» που χωρίζεται σε δύο μέρη («Olympia 1. Teil – Fest der Völker» και «Olympia 2. Teil – Fest der Schönheit» διάρκειας 111 και 90 λεπτών αντίστοιχα) σε εικαστικό έπος για τη δύναμη του αθλητισμού. Τα δύο φιλμ που έχουν θέμα τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936 συνθέτουν ένα από τα πιο εμβληματικά ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί ποτέ, παρότι η ναζιστική προπαγάνδα είναι ορατή σε κάθε σκηνή. Η ανεπανάληπτη λυρική ματιά της Ρίφενσταλ στο πώς ζωντανεύει το πνεύμα των Aγώνων της Aρχαίας Ολυμπίας –η μεταφορά της φλόγας από την Ελλάδα στη Γερμανία είναι σκηνή ανθολογίας– και ο τρόπος που καταγράφει τις κορυφαίες αθλητικές μάχες στο Oλυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου το 1936 (πολυάριθμες κινηματογραφικές τεχνικές, λήψη πλάνων με κάμερες τοποθετημένες σε ράγες δεκάδων μέτρων, καινοτόμος συνδυασμός αισθητικής και αθλημάτων ειδικά στο πώς φωτογραφίζει τα σώματα των αθλητών κ.ά.) μετατρέπουν τα φιλμ σε μια σπάνια κινηματογραφική εμπειρία, που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ξένης ταινίας στο –φιλοναζιστικό πάντως ελέω Μουσολίνι– Φεστιβάλ της Βενετίας εκείνης της εποχής.

Αδιέξοδη εκδίκηση

Πίσω όμως από τη λάμψη των Ολυμπιακών Αγώνων κρύβονται καμιά φορά σκοτάδι και εκκωφαντική σιωπή. Αυτήν τη σιωπή απειλής και θανάτου καταγράφει υποδειγματικά στο «Μόναχο» ο Στίβεν Σπίλμπεργκ το 2005, με αφορμή το θανατηφόρο τρομοκρατικό χτύπημα του Μαύρου Σεπτέμβρη στους Ολυμπιακούς του Μονάχου το 1972. Η κάμερα του Σπίλμπεργκ, παρότι ακολουθεί την αφηγηματική λογική ενός γραμμικού θρίλερ κατασκοπείας, καταγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν μετά την ομηρία και τον θάνατο εννέα Ισραηλινών αθλητών.

Κεντρικός ήρωας είναι ένας πράκτορας της Μοσάντ (Ερικ Μπάνα) που αναλαμβάνει να φτιάξει μια ομάδα πέντε ατόμων που θα έχουν την ευθύνη της πραγματοποίησης του σχεδίου αντιποίνων της κυβέρνησής τους. Σύμφωνα με αυτό, 13 σημαντικά στελέχη των Παλαιστινίων που φέρονταν να έχουν σχέση με τον σχεδιασμό της επίθεσης θα πρέπει να θανατωθούν χωρίς να προκύψουν ίχνη που μαρτυρούν την ανάμειξη του επίσημου Ισραήλ. Ο Σπίλμπεργκ κατασκευάζει ένα στιβαρό έργο παλιάς κοπής μένοντας αρκετά πιστός στα γεγονότα που ακολούθησαν την αποφράδα μέρα (5 Σεπτεμβρίου του 1972) της τραγωδίας, βάζοντας τον ήρωά του να αναπτύσσει αντιστάσεις (ηθικές και μη) γύρω από το αν έχει νόημα η αποστολή του.

Αποκαμωμένος ο Ισραηλινός πράκτορας συνειδητοποιεί με οδύνη ότι η εκδίκηση για τα άτομα που έχουν χαθεί δεν φέρνει σε καμιά περίπτωση ούτε την επιθυμητή απολύτρωση ούτε τα προσδοκώμενα πολιτικά οφέλη. Για τον λόγο αυτό ο Σπίλμπεργκ δέχτηκε έντονες αντιδράσεις από μέλη της εβραϊκής κοινότητας που καταδίκασαν την ταινία, βάζοντας το λιθαράκι τους στην περιορισμένη εμπορική επιτυχία της παρά την κριτική και καλλιτεχνική (προτάθηκε για πέντε Οσκαρ: ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου για τη διασκευή των Τόνι Κούσνερ και Ερικ Ροθ στο μυθιστόρημα του Τζορτζ Τζόνας, μουσικής και μοντάζ) απήχηση που γνώρισε.

Dream on

Ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η μανία για το κυνήγι της δόξας και την καταξίωση είναι δίκοπο μαχαίρι για την Αμερικανίδα πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ Τόνια Χάρντινγκ, που αποτελεί την αρνητική πρωταγωνίστρια του μεγαλύτερου σκανδάλου στην ιστορία του καλλιτεχνικού πατινάζ.

Τον χειμώνα του 1994, λίγους μόλις μήνες πριν από την έναρξη των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων της Νορβηγίας, η μικρόσωμη αθλήτρια από το Ορεγκον βλέπει το όνειρο της συμμετοχής της στους αγώνες να χλομιάζει λόγω της ανοδικής πορείας της Νάνσι Κέριγκαν, συναθλήτριας και βασικής της αντιπάλου στην ολυμπιακή ομάδα των ΗΠΑ. Στις 6 Ιανουαρίου του 1994 η δημοφιλής Κέριγκαν δέχεται επίθεση από άγνωστο με λοστό, ο οποίος της σπάει το γόνατο και ουσιαστικά μηδενίζει τις πιθανότητές της για συμμετοχή στην ολυμπιάδα. Χάρη στην έρευνα του FBI θα αποκαλυφθούν η ταυτότητα του δράστη (ένας πληρωμένος κακοποιός) αλλά και του ηθικού αυτουργού που είναι ο σύζυγος της Τόνια Χάρντινγκ. Το στόρι ταιριάζει μια χαρά στα γούστα ενός δημιουργού γκανγκστερικού θρίλερ όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε, καθώς διαθέτει μαφιόζικα χτυπήματα, τσακισμένους ήρωες, μέγαιρες μανάδες.

Η ιστορία της Χάρντινγκ (από τις καλύτερες μέχρι σήμερα ερμηνείες της Μάργκο Ρόμπι για την οποία μάλιστα δικαίως βρέθηκε στην οσκαρική πεντάδα), που κατέκτησε τη δόξα στις παγωμένες πίστες χάρη στο ταλέντο της, αλλά καταβαραθρώθηκε όταν έγινε γνωστή η ανάμειξή της στον βίαιο τραυματισμό της βασικής αντιπάλου της, δίνεται σαν μια μαύρη κωμωδία με υποψίες νοσηρού δράματος με τίτλο «Εγώ η Τόνια» όπου η φιγούρα της μητέρας (καθηλωτική στην ερμηνεία της η Αλισον Τζάνεϊ κέρδισε το Οσκαρ β΄ ρόλου) δεσπόζει ως αρχιέρεια του κακού και μάλιστα με άλλοθι: «Ναι σε μίσησα, αυτή είναι η μεγαλύτερη θυσία που μπορεί να κάνει μια μάνα για το παιδί της» λέει στην κόρη της που δεν πιστεύει στα αυτιά της!

Τα απίστευτα εκείνα γεγονότα χάρισαν στη Χάρντινγκ τον τίτλο της «τρελής πριγκίπισσας του πάγου», η οποία αρχικά αρνήθηκε τη συμμετοχή της στην υπόθεση και μόνο έπειτα από μήνες παραδέχτηκε την ενοχή της «επειδή την ανάγκασε ο σύζυγός της». Φυσικά της αφαιρέθηκαν οι τίτλοι που κατέκτησε εκείνη τη χρονιά, αποκλείστηκε διά βίου από το άθλημα και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση με αναστολή και 500 ώρες κοινωνικής εργασίας. Της επιβλήθηκε πρόστιμο 160.000 δολαρίων και υποχρεώθηκε σε ψυχιατρική παρακολούθηση.