«Όποιος διεκδικούσε ήταν Αριστερός κι άμα ήσουν Αριστερός δεν έπαιρνες δίπλωμα, δεν είχες άδεια εργασίας, σε παρακολουθούσαν… το κυνήγι των Αριστερών ήταν ανελέητο» έλεγε, με εκείνα τα καθαρά μάτια που έχουν οι άνθρωποι με ήσυχη συνείδηση, μια γυναίκα που βασανίστηκε από τη Χούντα στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής».
Μια δεύτερη κλαίγοντας μπροστά στην κάμερα έλεγε «εμένα ετούτο με καίει πιο πολύ που δεν πραγματοποίησα τα όνειρά μου. Ζούσα με την ελπίδα να πάω στην Αμερική, να σπουδάσω, να πραγματοποιήσω τα όνειρά μου. Και όταν βγήκα από τη φυλακή και πήγα στη ΧΑΝΘ στο νυχτερινό ένας κέρβερος Γυμνασιάρχης δεν με έγραψε στο Γυμνάσιο επειδή ήμουν Λαμπράκισα. Κι εμένα ετούτου με καίει πιο πολύ, ούτε η απομόνωση, ούτε η κακοποίηση, που δεν πραγματοποίησα τα όνειρά μου».
Πενήντα χρόνια μετά το πραξικόπημα τι να γράψει κανείς για μια ακόμη μαύρη σελίδα στο βιβλίο της πολύπαθης αυτής χώρας.
Και κυρίως τι να πει όταν η χώρα βρίσκεται και πάλι σε κατάσταση έκτακτης (οικονομικής αυτή τη φορά) ανάγκης με κυβέρνηση ένα κόμμα της Αριστεράς που εξαναγκάζεται να κυβερνά με νεοφιλελεύθερα φιρμάνια υπό την απειλή της Βενεζουελοποίησης.
Οι μανάδες μας κι οι πατεράδες μας ξέρουν. Εμείς πιτσιρίκια ή και αγέννητοι έχουμε μόνο την εσάνς της αγωνίας τους. Και την απορία πως μπαίνουν στον γύψο ολόκληρες χώρες χωρίς να ανοίξει μύτη.
Σήμερα, μια σχολή πολιτικής σκέψης της Δεξιάς επιχειρεί να απενοχοποιήσει το κράτος και το παρακράτος της Δεξιάς και κυρίως να ενοχοποιήσει την Αριστερά. Όχι γιατί κόπτεται για την ιστορία αλλά γιατί ψυλλιάζεται ότι η Αριστερά είναι το μέλλον. Όχι εδώ, παγκοσμίως. Όποιος δεν θέλει τη νεοφιλελεύθερη Ευρώπη είναι λαϊκιστής. Από τη μία ο Μελανσόν, ο Τσίπρας, ο Τζέρεμι Κόρμπιν, ο Μπέρνι Σάντερς κι από την άλλη η ελπίδα που έρχεται, η ελπίδα που ήρθε, ο Μακρόν, ο Κυριάκος, ο Τρυντό κι ο κάθε ατσαλάκωτος που δεν αμφισβητεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, που δεν διεκδικεί. Και τότε και τώρα ο κίνδυνος είναι η διεκδίκηση. Να μην διεκδικείς, να παίρνεις απλά αυτό που σου προφέρουν.
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις, νά ’ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
να ‘ ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα, και συ να λείπεις, οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις.
Ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό, πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια, και συ να λείπεις.
Κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει, η κάμαρα να ‘ ναι σκοτεινή, δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος στην «ΕΛΕΝΗ».
Εμένα ετούτο με καίει πιο πολύ, να λείπω…