«Είχε έρθει η στιγμή να τροφοδοτήσουμε τη φωτιά. Με τη μασιά, χτύπησα το ξύλο που φλεγόταν τρεις φορές, σαν να ᾿ταν μαγεμένο φυλαχτό, κι ένα σμήνος φανταχτερές σπίθες ξεπήδησε από εκεί, στήνοντας φλογερό χορό — κι ύστερα τράβηξε βιαστικά πρός την καμινάδα, όπου εξαφανίστηκε. Εν τω μεταξύ, όσο οι σπίθες χόρευαν φωτίζοντάς μας πιό πολύ κι από τη λάμπα του δωματίου, γέμισα τα ποτήρια κι έδωσα στους ταξιδιώτες μου να πιουν. Χριστούγεννα! — Παραμονη Χριστούγεννων, φίλοι μου, όταν οι βοσκοί που ήταν κι εκείνοι κατά κάποιον τρόπο φτωχοί ταξιδιώτες, άκουσαν τους αγγέλους να τραγουδούν: Επί γης ειρήνη. Εν ανθρώποις ευδοκία!»
Η απαράμιλλη μαγεία των Χριστουγέννων διαπνέει τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα» του Καρόλου Ντίκενς, τα οποία εκδίδονται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Περισπωμένη, σε μετάφραση και σημειώσεις της Μαρίας Σ. Μπλάνα.
Πρόκειται για διηγήματα που επηρέασαν, μεταξύ άλλων, και το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τα οποία καλύπτουν ένα εύρος της δημιουργικής περιόδου του Καρόλου Ντίκενς από το 1835 μέχρι περίπου το 1855. Πρωτοδημοσιεύτηκαν στα χριστουγεννιάτικα φύλλα των περιοδικών τα οποία εξέδιδε ο ίδιος.
Πήγη έμπνευσης του συγγραφέα, όπως ακριβώς και στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του – με την οποία αναζωπυρώθηκε ο εορτασμός των Χριστουγέννων στην Αγγλία του 19ου αιώνα – είναι τα άσχημα παιδικά του χρόνια και οι άθλιες συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων στις εργατικές συνοικίες και τις φτωχογειτονιές του Λονδίνου.
Μια έκδοση για όσους ακόμη προσδοκούν τη θέρμη που τριζοβολά στα αναμμένα τζάκια της φαντασίας για να «στοιχειώσει τα σπίτια τους ευχάριστα και τις καρδιές τους παντοτινά»
Ο Κάρολος Ντίκενς (Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς) γεννήθηκε στο Πόρτσμουθ. Ο πατέρας του ήταν κλητήρας στο Ναυτικό Γραφείο. Ήταν συμπαθής άνθρωπος αλλά δεν διαχειριζόταν καλά τα χρήματα που κέρδιζε και συγκέντρωσε πολλά χρέη. Όταν ο Κάρολος ήταν εννέα χρονών η οικογένειά του μετακόμισε στο Λονδίνο και όταν ήταν δώδεκα ο πατέρας του συνελήφθη και φυλακίστηκε για τα χρέη του.
Η μητέρα του μικρού Τσαρλς αποφάσισε να ζήσει μαζί με τα επτά αδέλφια του στη φυλακή των οφειλετών Μάρσαλσι, μαζί με τον πατέρα τους (όπως συνηθιζόταν για τους φτωχότερους οφειλέτες, καθώς δεν μπορούσαν να προσφέρουν αλλιώς στέγη και τροφή στις οικογένειές τους), αλλά κανόνισε ο Τσαρλς να ζήσει μόνος του έξω από τη φυλακή, μαζί με μια φτωχή, ηλικιωμένη οικογενειακή τους φίλη, και του βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο όπου δούλευαν παιδιά κολλώντας ετικέτες σε φιάλες. Φυσικά, ο μικρός Τσαρλς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο. Οι τρεις μήνες που πέρασε μακριά από την οικογένειά του ήταν πολύ τραυματικοί για τον Ντίκενς και μισούσε τη δουλειά του στο εργοστάσιο: θεωρούσε τον εαυτό του πολύ ικανό για να κάνει αυτή τη δουλειά. Τα άλλα αγόρια τον θεωρούσαν σνομπ.
Η εμπειρία του Ντίκενς στο εργοστάσιο τον στοίχειωσε για όλη του τη ζωή, έγινε όμως και πηγή της δημιουργικής ενέργειας και της έμπνευσής του, κάνοντάς τον εξαιρετικά εργατικό και επίμονο καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του. Όταν τελείωσε το σχολείο εργάστηκε ως υπάλληλος στο γραφείο ενός δικηγόρου ενώ παράλληλα μελετούσε στενογραφία τη νύχτα. Στα δεκαεπτά του έγινε δημοσιογράφος και στα εικοσιένα του είχε ήταν πλέον ένας πολύ επιτυχημένος ρεπόρτερ κοινοβουλευτικών συζητήσεων. Επίσης, είχε το χάρισμα του μίμου και μπορούσε να υποδυθεί πρόσωπα από το περιβάλλον του: πελάτες, δικηγόρους και κλητήρες. Ήταν φανατικός θεατρόφιλος.
Η εμπειρία που απέκτησε ο Ντίκενς ως νομικός υπάλληλος και κοινοβουλευτικός δημοσιογράφος τον έκανε να κατανοήσει πολύ καλά την βρετανική δικαιοσύνη και την πολιτική σκηνή, και κυρίως να αντιληφθεί τις αδικίες που τα συστήματα αυτά προκαλούν στους φτωχούς. Το πρώτο του μυθιστόρημα, The Pickwick Papers (1836-7), έγινε μεγάλη λαϊκή επιτυχία: ήταν μόνο εικοσιπέντε χρονών τότε και παρέμεινε συγγραφική διασημότητα στην Αγγλία για το υπόλοιπο της ζωής του.
Δημοσίευσε πάνω από είκοσι βιβλία κατά τη διάρκεια της ζωής του, τα περισσότερα από αυτά σε συνέχειες σε λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ συχνά πραγματοποιούσε δημόσιες αναγνώσεις των έργων του, οι οποίες ήταν πολύ δημοφιλείς, κάτι που συντέλεσε στην εμπορική του επιτυχία. Η πρώτη του λογοτεχνική δημόσια ανάγνωση έγινε σε ταξίδι του στην Αμερική. Καθώς εξέδιδε τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες ενώ τα έγραφε, οι ιστορίες του απέκτησαν ένα συγκεκριμένο ρυθμό, ο οποίος τονιζόταν από δραματικές στιγμές με αποτέλεσμα το κοινό να περιμένει με ανυπομονησία τη συνέχεια του μυθιστορήματος. Πλήθη φτωχών αναλφάβητων πλήρωναν μισόλιρα σε εγγράμματους για να τους διαβάσουν τις μηνιαίες συνέχειες, καλλιεργώντας μια νέα γενιά επίδοξων αναγνωστών. Η δημοτικότητα των μυθιστορημάτων και των μικρών ιστοριών του είναι τέτοια που δε σταμάτησαν ποτέ να εκδίδονται.
Λόγω των δικών του παιδικών εμπειριών με τη φτώχεια, ο Ντίκενς έδειχνε πάντα ενεργό ενδιαφέρον για τη δεινή κατάσταση των εργατικών τάξεων, ιδιαίτερα των παιδιών, και ασχολήθηκε ενεργά με διάφορες οργανώσεις που προσπαθούσαν να βελτιώσουν τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των φτωχών του Λονδίνου.
Ήταν από τους πρώτους που εισήγαγαν τον περίφημο ρεαλισμό του 19ου αιώνα στην αγγλική λογοτεχνία. Η γραφή του είναι ανεπιτήδευτη, ο λόγος και το ύφος του απλά και καθημερινά. Το ιδιάζον χιούμορ και ο συναισθηματισμός του (ως “Mr. Popular Sentiment” τον παρουσιάζει σκωπτικά ο σύγχρονος και ομότεχνός του Άντονι Τρόλοπ γίνονται μέσα κοινωνικής κριτικής, στα έργα του. Οι ήρωές του είναι συνήθως άνθρωποι της χαμηλότερης ή (κυρίως) της μεσαίας τάξης, βγαλμένοι από τη ζωή. Μέσα από τις ιστορίες τους, ο Ντίκενς στηλιτεύει «με το γάντι» τα κακώς κείμενα στη χώρα του (ο όρος «Ντικενσιανός» έχει επικρατήσει για να περιγράψει φτωχές κοινωνικές συνθήκες ή αντιπαθείς χαρακτήρες στα όρια του κωμικού). Πέρασε στην ιστορία το 1870, όταν μετά από μια δημόσια ανάγνωση, και ενώ δειπνούσε με την κουνιάδα του, έπεσε σε κώμα κατόπιν εγκεφαλικού επεισοδίου που πιθανότατα θα είχε αποτραπεί εαν είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού του για ένα αναγκαίο διάλειμμα από το εντατικό του πρόγραμμα. Εξέπνευσε, την επόμενη μέρα.