Η πρώτη ευχετήρια χριστουγεννιάτικη κάρτα και η απελπισία των ταχυδρομικών υπαλλήλων μπροστά στους τόνους πουτίγκας, ψαριών και πουλερικών που έπρεπε να διανείμουν.
Ο Χένρι Κόουλ, υψηλόβαθμος δημόσιος υπάλληλος και πρώτος εκτελεστικός διευθυντής του Victoria and Albert Museum του Λονδίνου, έγραψε στο ημερολόγιό του στις 17 Δεκεμβρίου 1843: «O Χόρσλεϊ έφερε τα σχέδια για τις χριστουγεννιάτικες κάρτες». Το πρώτο σχέδιο της πρώτης εμπορικής χριστουγεννιάτικης κάρτας που εμπνεύστηκε ο εφευρετικός Κόουλ απεικόνιζε μια οικογενειακή σκηνή στην οποία όλοι –ακόμη και τα νήπια– έπιναν κρασί συμμετέχοντας στις εορταστικές προπόσεις. Το μη πολιτικά ορθό οικογενειακό πάρτι συνοδευόταν από σκηνές διπλής φιλανθρωπίας. Να ντύσουμε τους γυμνούς και να ταΐσουμε τους πεινασμένους κάτω από μια διακοσμημένη πέργκολα.
Γιορτή ναι μεν, αλλά αλληλέγγυα ήταν το μήνυμα που έστελνε η κάρτα πάνω στην οποία ήταν τυπωμένη η πασίγνωστη σήμερα ευχετήρια φράση: «Καλά Χριστούγεννα και Ευτυχισμένο το Νέο Ετος». Το σχέδιο του Τζον Χόρσλεϊ που εκτυπώθηκε σε χίλια αντίτυπα ώστε να διατεθεί στην αγορά κόστιζε ένα σελίνι, πολύ ακριβό για την εποχή και το εγχείρημα απέτυχε. Ο σπόρος όμως είχε φυτευτεί. Η εμπορευματοποίηση του χριστουγεννιάτικου πνεύματος είχε ήδη ξεκινήσει, το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο κέρδιζε υποστηρικτές και ο Ντίκενς υπέγραφε τις πρώτες χριστουγεννιάτικες ιστορίες.
Η δεύτερη κάρτα που δημιουργήθηκε το 1848 έδειχνε επίσης το μοτίβο του οικογενειακού κεφιού με τις απαραίτητες φιλανθρωπίες και απευθυνόταν πάλι σε αστούς που είχαν λεφτά για να την πληρώσουν. Οταν γύρω στα 1879, οι πιο δαιμόνιοι εκδότες της εποχής εισήγαγαν το «καλάθι της δεκάρας» το οποίο περιείχε δώδεκα κάρτες και πουλιόταν σε καπνοπωλεία, η βικτωριανή μεσαία τάξη παθιάστηκε τόσο πολύ ώστε ξεκίνησε την ανταλλαγή χριστουγεννιάτικων καρτών σε τεράστιες ποσότητες σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Μια νέα λαϊκή τέχνη
Διάσημοι εικονογράφοι έβαλαν περισσότερη φαντασία στις απεικονίσεις τους παρουσιάζοντας παιδιά, κοκκινολαίμηδες, πουρνάρια, χιονισμένα τοπία και παιδικά παιχνίδια. Μια νέα λαϊκή τέχνη είχε γεννηθεί με θεματολογία περισσότερο κοινωνική παρά θρησκευτική, η οποία κρατάει ακόμη και στις μέρες μας. To ίδιο συνέβη και με τις κάρτες του επινοητή τους που έχουν ακόμη μεγάλη πέραση, αφού μία από αυτές δημοπρατήθηκε το 2013 για 22.000 στερλίνες, ενώ το φημισμένο Μουσείο Victoria and Albert κάθε χρόνο αναβιώνει το επιχειρηματικό πνεύμα του Κόουλ λανσάροντας αποκλειστικές σειρές εμπνευσμένες από τα σχέδια της συλλογής του. Είναι απίστευτο αλλά αληθινό, σύμφωνα με τα στοιχεία του μουσείου, ότι περίπου ένα δισεκατομμύριο χριστουγεννιάτικες κάρτες αγοράζονται κάθε χρόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στην εποχή του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών καρτών το χαρτί και το προσωπικό άγγιγμα κρατούν την παράδοση παραπάνω από ζωντανή και ιδιαίτερα κερδοφόρα.
Τίποτε από όλα αυτά όμως δεν θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχαν τα αξιόπιστα βασιλικά ταχυδρομεία, τα οποία μετέφεραν κυριολεκτικά το νέο χριστουγεννιάτικο trend σε όλη τη βικτωριανή Αγγλία. Το σύστημα Penny Post με το ενιαίο ταχυδρομικό τέλος της μίας πένας για κάθε αποστολή γράμματος μεταρρυθμίστηκε το 1840 με το προπληρωμένο γραμματόσημο, διευκολύνοντας την ασφαλή και γρήγορη μεταφορά σε όλη τη χώρα. Αρα και των χριστουγεννιάτικων καρτών. Σύμφωνα με τα αρχεία του Postal Museum, ήδη από το 1878 το ταχυδρομείο ανέφερε στην ετήσια έκθεσή του ότι έγιναν 4.500.000 χριστουγεννιάτικες αποστολές, εκτός από την καθημερινή αλληλογραφία.
Το δε πρωινό εκείνων των Χριστουγέννων κατέφτασαν ακόμη 1.000 σάκοι με κάρτες και επιστολές που έπρεπε να διανεμηθούν. Η αύξηση του όγκου των συστημένων επιστολών έφτασε τα Χριστούγεννα του 1879 στο επιπλέον βάρος των τρεισήμισι τόνων, ο αριθμός των αποστολών ξεπέρασε τα 9.000.000 και τα ταχυδρομικά τέλη που πληρώθηκαν άγγιξαν τις 50.000 στερλίνες. Νούμερα εξωφρενικά, που αποδόθηκαν φυσικά στη συλλογική μανία με τις χριστουγεννιάτικες κάρτες. Η μόνη λύση που φάνηκε να βοηθάει λίγο την κατάσταση ήταν οι επανειλημμένες δημόσιες εκκλήσεις των ταχυδρομικών υπηρεσιών της χώρας προς τους πελάτες να ταχυδρομούν τις κάρτες τους εγκαίρως, πρακτική που εγκαινιάστηκε επίσης εκείνη τη χρονιά.
Πουτίγκα και απόγνωση
Ομως το τεράστιο διαχειριστικό πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν τα ταχυδρομεία δεν ήταν μόνο εξαιτίας των βουνών από κάρτες που συσσωρεύονταν με ταχύτητα αστραπής. Στο παιχνίδι μπήκε και η ανταλλαγή χριστουγεννιάτικων δώρων, έθιμο που επίσης ξεκίνησε από τη βικτωριανή Αγγλία, μέσω των ταχυδρομείων. Παρόλο που δεν είχε το μονοπώλιο στη μεταφορά πακέτων (όπως είχε στις επιστολές), η ταχυδρομική υπηρεσία ίδρυσε το 1883 το Parcel Post, το νέο service συλλογής και παράδοσης δεμάτων, και μπήκε δυναμικά στον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με το Postal Museum πάντα, ήταν τέτοιος ο όγκος των δεμάτων ώστε σχηματίζονταν τεράστιοι σωροί σε όλη τη χώρα. Οι απεγνωσμένοι υπάλληλοι τα στοίβαζαν σε τοίχους και, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του μουσείου, ένας από τους σωρούς είχε μήκος πάνω από 16 μέτρα και ύψος περίπου τρία μέτρα. Οι αποστολείς μπορούσαν να ταχυδρομήσουν ό,τι ήθελαν μέχρι τρία κιλά και με μέγιστο μήκος λίγο πάνω από ένα μέτρο. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, όπως ήταν επόμενο, επικράτησε πανδαιμόνιο, όπως και στις εορταστικές περιόδους που ακολούθησαν. Τα δώρα που ανταλλάσσονταν μέσω ταχυδρομικών πακέτων περιείχαν κυριολεκτικά τα πάντα. Πουρνάρια, γκι, διακοσμητικά, παιχνίδια, στρείδια, ψάρια, γαλοπούλες, πουλερικά, βούτυρο, είδη κυνηγιού, κιμαδόπιτες, πουτίγκες, μήλα, ζαχαρωτά και κάθε λογής φανταχτερά αντικείμενα.
Οι «Times» ανέφεραν ότι το 1889 υπολογίστηκε ότι 100.000 από τα δέματα που μεταφέρθηκαν περιείχαν γαλοπούλες, πουλερικά ή κυνήγι. Ανέφεραν επίσης ότι, παρόλο που το ταχυδρομείο δεν αναλάμβανε τη μεταφορά ζωντανών ζώων ή πτηνών, μεταφέρθηκαν με ασφάλεια και δύο περιστέρια. Αντιλαμβάνεται κανείς την πίεση, το άγχος, τη σωματική καταπόνηση, ακόμη και την απόγνωση των ταχυδρομικών υπαλλήλων μπροστά στο τιτάνιο έργο που είχαν αναλάβει και έπρεπε πάση θυσία να φέρουν σε πέρας εγκαίρως ώστε να μην προδώσουν τις προσδοκίες των αποστολέων που έστελναν τα πακέτα και τις κάρτες τους ακόμη και ανήμερα τα Χριστούγεννα. Παρόλο που δεν ανήκαν στην ελίτ των δημόσιων υπαλλήλων και οι αμοιβές τους ήταν μικρότερες από τις αντίστοιχες άλλων υπηρεσιών, οι ταχυδρόμοι έκαναν τη δουλειά τους και έγιναν οι δημοφιλέστεροι υπάλληλοι σε όλη τη χώρα.
Κρούσματα μέθης
Καλό μισθό μπορεί να μην είχαν, όμως είχαν τα τυχερά τους. Σε κάθε παράδοση λάμβαναν κεράσματα, φιλοδωρήματα και πολύ συχνά ένα ποτηράκι λικέρ ή ουίσκι για τα χρόνια πολλά από τους ευγνώμονες παραλήπτες. Ας μην ξεχνάμε ότι έφταναν σε κάθε σπίτι, όσο απομακρυσμένο κι αν ήταν, ανεξαρτήτως καιρού, ακόμη και με χιόνια. Το κέρασμα με αλκοόλ όμως αποδείχθηκε ολέθριο, καθώς οδήγησε σε απολύσεις μεθυσμένων ταχυδρόμων σε ώρα υπηρεσίας, ιδίως στο Μάντσεστερ, αλλά και σε πολλά ευτράπελα με πακέτα να μπερδεύονται και να παραδίδονται σε λάθος παραλήπτες, δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την υπηρεσία με επιπλέον δουλειά που έπρεπε να καλυφθεί για να διορθωθεί η ζημιά.
Και πάλι η ταχυδρομική διεύθυνση έκανε δημόσια έκκληση προς το κοινό να αποφεύγει το κέρασμα με αλκοόλ, διότι έθετε σε κίνδυνο τόσο την ασφάλεια των ταχυδρόμων όσο και την έγκαιρη διανομή των πακέτων στις σωστές διευθύνσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τη δημοσιοποίηση του προβλήματος το 1872 τα κρούσματα μέθης στη Γλασκώβη σχεδόν μηδενίστηκαν την επόμενη χρονιά. Εξακολούθησαν ωστόσο τα κεράσματα και το φιλοδώρημα, το οποίο έγινε αποδεκτό έθιμο σε ολόκληρη τη χώρα. Μέχρι που επικεφαλής της ταχυδρομικής υπηρεσίας ανέλαβε το 1852 ο λόρδος Χάρντγουικ, ο οποίος δεν έβλεπε με καλό μάτι τη σπέσιαλ μεταχείριση των ταχυδρομικών υπαλλήλων και αποφάσισε να την καταργήσει. Αλλά ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος της προσωρινής, όπως αποδείχθηκε, απαγόρευσης που κόντεψε να οδηγήσει σε… εμφύλιο πόλεμο. Ο λόγος ήταν κάτι παραπάνω από σοβαρός διότι τα ποσά των φιλοδωρημάτων που συγκεντρώνονταν τα Χριστούγεννα και μοιράζονταν στους ταχυδρόμους κάθε πόλης ζαλίζουν. Μόνο για την περίοδο 1847-1848 στους ταχυδρόμους του Λονδίνου δόθηκαν 8.000 λίρες (πάνω από 600.000 σήμερα), ενώ οι μεταφορείς του Δουβλίνου μοιράστηκαν 425 λίρες (περίπου 35.000 σήμερα).
Πρώτοι εξαιρέθηκαν από την απαγόρευση οι ταχυδρόμοι στο Λονδίνο, το Εδιμβούργο και το Δουβλίνο έπειτα από πιέσεις πολιτικών σε υψηλές θέσεις έως ότου οι εκατοντάδες αναφορές που στάλθηκαν από κάθε περιοχή του βασιλείου έπιασαν τόπο. Αξίζει να πούμε ότι οι αναφορές αυτές περιέχουν την οδυνηρή εικόνα του εργασιακού καθεστώτος των ταχυδρόμων πριν από την εισαγωγή των συντάξεων και των αμοιβών ασθενείας. Οι άνθρωποι που δούλευαν εξαντλητικά για να δώσουν χαρά στους συμπολίτες τους τις χριστουγεννιάτικες μέρες δεν πληρώνονταν υπερωρίες ούτε δεκάρα παραπάνω από τα 16 σελίνια που ήταν ο εβδομαδιαίος μισθός τους, παρά τη ραγδαία αύξηση του εξυπηρετούμενου πληθυσμού και του αριθμού των κατοικιών στις πόλεις. Οταν αρρώσταιναν έπαυε το βδομαδιάτικο και όταν γερνούσαν δεν είχαν πώς να ζήσουν. Επομένως δεν ήταν σε θέση να αφήσουν στην τύχη της καμία έξτρα αμοιβή που σήμαινε πολλά για την ποιότητα της ζωής τους. Τελικά, παρά τη σθεναρή αντίσταση του λόρδου Χάρντγουικ, το αίτημά τους εισακούστηκε μόλις ανέλαβε επικεφαλής ο λόρδος Κάνινγκ, ο οποίος συντάχθηκε με το μέρος τους και το 1853 η απαγόρευση αποσύρθηκε.
Το έθιμο ταξιδεύει στις ΗΠΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες το έθιμο των χριστουγεννιάτικων καρτών εμφανίστηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1840, αλλά κι εκεί ήταν αρχικά πολύ ακριβές και δεν μπορούσαν να αγοραστούν από τη μεγάλη μερίδα του κοινού. Το 1875 ο Λούις Πρανγκ, ο οποίος είχε εργαστεί στις πρώτες κάρτες του Λονδίνου, ξεκίνησε τη μαζική παραγωγή καρτών σε χαμηλές τιμές δίνοντας τη δυνατότητα σε πολλούς να τις αγοράσουν. Οι κάρτες του Πρανγκ απεικόνιζαν λουλούδια, παιδιά και πουλιά. Διάσημες θεωρούνται επίσης οι κάρτες που έστειλε τα Χριστούγεννα του 1891 από τη Γλασκώβη στην Αμερική η Ανι Οκλεϊ, σταρ του Μπούφαλο Μπιλ σόου. Από την αρχική μορφή του πρώτου χριστουγεννιάτικου ευχετήριου γράμματος προς τους βασιλείς, που ξεκίνησε στις αρχές του 16ου αιώνα, περάσαμε στην εποχή της καρτομανίας – που δεν σταμάτησε ποτέ. Το 2020 τα βρετανικά ταχυδρομεία ανακοίνωσαν ότι τα δέματα ξεπέρασαν τις κάρτες για πρώτη φορά στην ιστορία.