Ένα εργαστήριο με ζωηρά χρώματα, ψάθινα καπέλα, κασκέτα στα ράφια του και ένα υπέροχο γκράφιτι στον τοίχο.
Μπορεί να μοιάζει μοντέρνο με την πρώτη ματιά, αλλά είναι η συνέχεια του παλιού πιλοποιείου που άνοιξε τη δεκαετία του ’60 ο Σάββας Σαρηγιαννίδης, ο οποίος έφτιαξε το πρώτο του καλούπι με μία γλάστρα και ένα τηγάνι. Την εποχή που οι περισσότεροι Αθηναίοι φορούσαν στις παραλίες τις δικές του δημιουργίες το εργαστήριό του στου Ψυρρή έσφυζε από ζωή. Η κόρη του Λίζα συνεχίζει το έργο του και επιμένει να ράβει με μηχανή που έχει αντέξει σχεδόν έναν αιώνα, νοσταλγώντας την εποχή που όλοι στην Αθήνα έφτιαχναν πράγματα με τα χέρια τους και οι βιοτεχνίες ανθούσαν.
«Το μαγαζί το θυμάμαι από παιδί. Ηταν η δουλειά του πατέρα μου. Μέχρι πρόπερσι το εργαστήριο βρισκόταν στον ακριβώς απέναντι δρόμο, σε ένα μικρό δωματιάκι το οποίο σιγά σιγά επεκτάθηκε και μεγάλωσε. Ευτυχώς είμαστε ακόμη στο ίδιο στενάκι» λέει στο Documento η ιδιοκτήτρια Λίζα Σαρηγιαννίδου.
«Κρυβόμασταν ανάμεσα στα καπέλα»
Το μαγαζί άνοιξε τη δεκαετία του ’60. «Ο πατέρας μου δούλευε από παιδάκι σε εργοστάσιο με καπέλα. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι είναι καλός και αποφάσισε να φτιάξει κάτι μόνος του. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ δύσκολες εκείνη την εποχή. Οι εργαζόμενοι δεν είχαν δικαιώματα, τους απέλυαν και τους προσλάμβαναν διαρκώς. Ο ίδιος πίστευε ότι δεν του άξιζε αυτή η μεταχείριση και προσπάθησε να μάθει να ράβει για να φύγει από τη μονοτονία στη γραμμή παραγωγής. Στην αρχή ζήτησε από τις γυναίκες να του δείξουν αλλά εκείνες αρνήθηκαν. Του είπαν μάλιστα ότι η τέχνη δεν μαθαίνεται, αλλά… κλέβεται. Ετσι πήρε μια μηχανή και χρησιμοποίησε μία γλάστρα και ένα τηγάνι για να φτιάξει το καλούπι για το πρώτο του καπέλο. Μόλις εξασκήθηκε λιγάκι, κατέβαινε μόνος του στην παραλία και τα πουλούσε. Η δουλειά πήγαινε καλά, τα καπέλα του άρεσαν στον κόσμο και έτσι αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μαγαζάκι».
Η γειτονιά έχει αλλάξει πολλά πρόσωπα από τότε, αλλά η Λίζα Σαρηγιαννίδου θυμάται πιο έντονα τις ιστορίες που την έχουν σημαδέψει από παιδί. «Το μαγαζί ήταν δαιδαλώδες και ακατάστατο. Είχε παντού ράφια και καπέλα και δούλευαν μέσα αρκετοί άνθρωποι, γιατί η παραγωγή ήταν μεγάλη. Σκεφτείτε ότι όταν ο πατέρας μου κατέβαινε στην παραλία οι περισσότεροι φορούσαν τα δικά του καπέλα. Ακόμη και μέσα στο σπίτι υπήρχε αναστάτωση. Κοιμόμασταν, παίζαμε και κρυβόμασταν ανάμεσα στα καπέλα. Θυμάμαι να κατεβαίνουμε στην Αθήνα στον Βασιλικό Κήπο, να τρώμε λουκουμάδες, να πηγαίνουμε στο θέατρο. Κάποτε είχε έρθει στο μαγαζί ένας ταχυδακτυλουργός που του είχε ζητήσει να του φτιάξει ένα καπέλο για να βγαίνει από μέσα ο λαγός. Τελικά έγιναν φίλοι και κάθε φορά που με πήγαινε στο μαγαζί του ξετρελαινόμουν. Αυτά θυμάμαι πιο έντονα, τις στιγμές που μένουν χαραγμένες στη μνήμη των παιδιών».
Η Λίζα μπήκε στη δουλειά χωρίς να το καταλάβει, «έκλεψε» με τη σειρά της την τέχνη από τον πατέρα της. «Δεν θυμάμαι πώς έγινε. Με την παρατήρηση και την προσοχή έμαθα να ράβω. Ποτέ δεν δυσκολεύτηκα να φτιάχνω καπέλα και ας μη μου έδειξε κανένας τον τρόπο. Οταν ήμασταν παιδιά δεν υπήρχαν κινητά, τηλεόραση, ίντερνετ και έτσι δεν είχα και πολλά να κάνω μέσα στο μαγαζί για να απασχοληθώ. Για πολλές ώρες κοιτούσα τον μπαμπά μου να δουλεύει και τον παρατηρούσα να ράβει. Αν μεγάλωνα σήμερα, μάλλον δεν θα μάθαινα ποτέ αυτήν την τέχνη».
«Καμιά φορά νιώθω σαν δεινόσαυρος»
Η διαδικασία που ακολουθεί για να φτιάξει ένα καπέλο είναι εντελώς χειροποίητη. «Παίρνω την πρώτη ύλη, τη βρέχω, την αφήνω όλο το βράδυ να τραβήξει την υγρασία και να γίνει εύπλαστη, την ξετυλίγω στην ανέμη. Τα σχέδιά μου είναι συγκεκριμένα αλλά δουλεύω με αρκετές παραλλαγές. Η πιο μεγάλη μου ευχαρίστηση πάνω στη δουλειά έρχεται όταν η ψάθα βγαίνει από τη μηχανή και μοιάζει τέλεια σαν να μη χρειάζεται σιδέρωμα. Επίσης, όταν φτιάχνεις ένα κομμάτι χωρίς καλούπι, απλώς επειδή το έχεις σκεφτεί, είναι επίσης κάτι πολύ όμορφο. Ενα καπέλο θέλει περίπου μία με δύο μέρες δουλειάς. Για να το ράψω βέβαια πρέπει πρώτα να συνεργαστεί η μηχανή μου η οποία είναι παμπάλαια».
Γιατί όμως επιμένει να δουλεύει με τον παραδοσιακό τρόπο; «Νομίζω πως αυτή η δουλειά δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Καμιά φορά νιώθω σαν δεινόσαυρος. Η ψάθα τελειώνει, σε λίγο δεν θα τη βρίσκουμε εύκολα. Τον τελευταίο καιρό δυστυχώς παρατηρώ ότι ο κόσμος δεν νιώθει πια την ανάγκη να φτιάξει κάτι με τα χέρια του. Προτιμάει τις έτοιμες και εύκολες λύσεις. Ποιος όμως θα μείνει στο τέλος να φτιάχνει πράγματα;».
Από το μαγαζί δεν θα μπορούσε να λείπει η παρουσία του κυρίου Σάββα και έτσι τη μορφή του μπορεί κανείς να παρατηρήσει στον τοίχο του εργαστηρίου. «Τον ζωγράφισε ο Χριστόφορος, ένας φίλος μου που κάνει γκράφιτι. Οταν έφυγα από τον παλιό χώρο, ήθελα να υπάρχει μέσα στο μαγαζί κάτι που να θυμίζει έντονα την παρουσία του μπαμπά μου. Εξάλλου τα ράφια, η μηχανή, τα εξαρτήματα, όλα προέρχονται από αυτόν. Εχω κρατήσει καπέλα από παλιά αλλά δεν τα πουλάω. Κάποια τα ξηλώνω, παίρνω την ψάθα και τα μεταποιώ γιατί πλέον είναι δυσεύρετη. Κάποια άλλα τα έχω κρατήσει για ενθύμιο».
«Ισως να φταίει και η περμανάντ»
Τα ψάθινα καπέλα μπορεί να μην είναι πλέον το πιο περιζήτητο αξεσουάρ για την παραλία, αλλά τα αγοράζουν αυτοί που θέλουν κάτι χειροποίητο και κάτι ελληνικό, στο οποίο εκτιμούν την αυθεντικότητα και τη λεπτομέρεια. «Μπορεί να φταίει και η περμανάντ που άλλαξε τη μόδα. Πού να μπουν πια τα καπέλα; Παλιά ήταν αλλιώς, αλλά ακόμη αντέχει η δουλειά. Από το μαγαζί είχαν περάσει πολλοί σχεδιαστές, ηθοποιοί, γνωστοί άνθρωποι της Αθήνας. Το πιο παράξενο που έχω φτιάξει είναι τα μεγάλα καπέλα που προορίζονται για το θέατρο. Αλλά το δύσκολο στη σημερινή εποχή είναι η καθημερινότητα και η επιβίωση».
Οι εποχές έχουν αλλάξει και αυτό δημιουργεί μελαγχολία, παρά το γεγονός ότι σήμερα υπάρχει επιστροφή στη δημιουργικότητα και στις φρέσκες ιδέες. «Κάποια στιγμή έκλεισαν όλα τα μαγαζιά που έφτιαχναν παπούτσια, τσάντες, ζώνες. Θυμάμαι την περίοδο που ο πατέρας μου πήγαινε σε φίλους που έκλειναν τις βιοτεχνίες τους και κάθε φορά επέστρεφε σκασμένος. Στεναχωριόταν να βλέπει τις μηχανές χωρίς κόσμο, χωρίς φώτα, σαν φαντάσματα. Πολλές φορές δεν έβρισκαν καν πού να τις δώσουν, κανείς δεν ήθελε να τις πάρει. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 δεν έφτιαχνε κανένας τίποτε, ήταν όλα εισαγόμενα. Η περιοχή παλιά ήταν μελίσσι, υπήρχαν δερματάδες, όλοι είχαν δική τους παραγωγή. Τώρα όμως αρχίζω ξανά να βλέπω ανθρώπους που φτιάχνουν πράγματα και αυτό είναι πολύ ωραίο. Η περιοχή ουσιαστικά έχει μόνο καφέ, Airbnb και πολλούς τουρίστες. Κάποια μαγαζιά όμως έχουν μια δημιουργικότητα, υπάρχει από πίσω μια ωραία ιδέα. Την αγαπώ αυτήν τη γειτονιά. Εχει παλμό».
Η Λίζα είναι ρομαντική και πιστεύει ότι η προσπάθεια του πατέρα της δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα ήθελε. «Ηταν αισθηματίας με αρκετό πείσμα. Δεν έγινε ποτέ έμπορος. Εγώ πιστεύω ότι κατά βάθος είμαι ολιγαρκής όπως εκείνος, δεν έχω υπερβολικές απαιτήσεις και απλώς μου αρέσει αυτή η δουλειά. Δεν ξέρω αν εκτίμησε ποτέ κανένας τη δουλειά του όσο θα έπρεπε. Γι’ αυτό ίσως σας μιλάω και συνέχεια για αυτόν» λέει συγκινημένη η Λίζα που όταν έφευγα μου χάρισε και μια πανέμορφη βεντάλια.
Info: Facebook Savapile
Φωτογραφίες: Στέλιος Μισίνας/Eurokinissi