Τα Βαλκάνια τραγουδάνε ακόμη στο φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά»

Τα Βαλκάνια τραγουδάνε ακόμη στο φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά»
Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου

Η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και ο μουσικός παραγωγός Κρίστοφερ Κινγκ μας εξήγησαν για δεύτερη χρονιά στην Κόνιτσα «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» της Ηπείρου.

Το φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά» που επιμελείται ο Κρίστοφερ Κινγκ διεξάχθηκε για δεύτερη χρονιά στην Κόνιτσα το τριήμερο 28-30 Ιουνίου.

Είναι ένα θεσμοθετημένο φεστιβάλ πλέον που διοργανώνει η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση βασισμένο στην προσωπική συλλογή και δράση του βραβευμένου με Γκράμι Αμερικανού συλλέκτη δίσκων και ερευνητή, ο οποίος τα τελευταία χρόνια κατοικεί μόνιμα στην Ηπειρο έχοντας αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα τιμητικά από το ελληνικό κράτος. Κι αν ακόμη ο ίδιος, συμφώνως με το βιβλίο του «Ηπειρώτικο μοιρολόι» (εκδόσεις Δώμα), αποποιείται τις προσμείξεις της παραδοσιακής μουσικής με πιο σύγχρονα ακούσματα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε στην Κόνιτσα μουσικούς από την Κροατία (Ανταμ Σεμιγιάλατς) αλλά και από την Ελλάδα (Alkyone) οι οποίοι έμπλεξαν την παράδοση των χωρών τους με τον αμερικανικό μπλουζ ήχο και το indie/folk ιδίωμα αντιστοίχως. Κι ανάμεσά τους παρουσίασαν τη μουσική τους συγκροτήματα από την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία και το Αγρίνιο με έντονο το ρομ στοιχείο, εφόσον, συμφώνως πάλι με τον Κινγκ, σε μια ιστορική περίοδο που δεν υπήρχαν εθνικά σύνορα οι μουσικές αυτές διασώθηκαν και διαδόθηκαν εξαιτίας των Ρομά και των μετακινήσεών τους στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Ο μουσικός παραγωγός Κρίστοφερ Κινγκ είναι η ψυχή του φεστιβάλ

Ολες οι εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στο πανέμορφο φυσικό τοπίο στην Οικία της Χάμκως, της περιβόητης μητέρας του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ανάμεσα στα επιβλητικά βουνά, λίγα είναι τα στοιχεία που παραμένουν ακέραια στο διατηρητέο μνημείο που πλέον υπάγεται στους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας: η τοξωτή είσοδος, ένας υπερυψωμένος πύργος, καθώς και ο περίβολος του συγκροτήματος. Στο κτήμα της Oικίας της Χάμκως είχαν τοποθετηθεί καρέκλες για να απολαύσουν οι θεατές όχι μόνο μουσικές αλλά και προβολές ταινιών. Αν και δεν χρειάστηκαν ιδιαιτέρως τα καθίσματα… Από ένα σημείο και μετά οι μουσικοί κατέβαιναν από τη σκηνή και με τους ζουρνάδες, τα τύμπανα και τα κλαρίνα τους δημιουργούσαν τέτοιο διονυσιασμό που η κατάσταση ξέφευγε και θύμιζε πανηγύρι, απ’ αυτά που είχα ακούσει να μου αφηγούνται σε συνεντεύξεις τους καλλιτέχνες σαν τον Τάκη Σούκα, την Ελένη Βιτάλη και τον Γιώργο Μάγγα. Κανονική εμπειρία χωρίς ίχνος υπερβολής, σαν να μπήκαμε σε μια χρονομηχανή και να γυρίσαμε σε εποχές που δεν είχαν γεννηθεί καν οι γονείς και οι παππούδες μας.

Μου έκανε εντύπωση ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης των ακροατών – θεατών με τη δισκογραφημένη μουσική. Κάθε μέρα για ένα τουλάχιστον ημίωρο ο Κρίστοφερ Κινγκ μας εισήγε σε ό,τι θα βλέπαμε live, παίζοντας κομμάτια από δίσκους 78 στροφών της συλλογής του. Ακούσαμε έτσι ηχογραφήσεις με πολυφωνικά σχήματα της Αλβανίας, αμερικανικά σπιρίτσουαλ, τσιγγάνικα κλαρίνα, ενώ την τελευταία μέρα του φεστιβάλ, προϊδεάζοντάς μας για το περιεχόμενο της επόμενης διοργάνωσης, ακούσαμε ηχογράφηση παραδοσιακής μουσικής από τη Ρουμανία, που έγινε στα κρυφά την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.


Αλβανικά πολυφωνικά και κροατική παράδοση

Την πρώτη μέρα, Παρασκευή 28/6, οι εκδηλώσεις άνοιξαν με το Grupi Lab από τη Λιαπουριά της Αλβανίας. Εξι πολυφωνικοί τραγουδιστές με παραδοσιακές φορεσιές, με επικεφαλής τον Golik Jaupi, τραγούδησαν στη γλώσσα τους προτού τους διαδεχτούν στη σκηνή ο Ηλίας Κακαρούκας από το Αγρίνιο με τρεις Ρομά μουσικούς και μέλη του Συλλόγου Πανηγυριστών Ο Αη Συμιός. Με τους τελευταίους παρακολουθήσαμε και ένα ολόκληρο αληθοφανές δρώμενο, εμπνευσμένο από τη φιλονικία των αντρών χορευτών και τον θάνατο. Αμέσως μετά, τις εκδηλώσεις της εναρκτήριας μέρας του φεστιβάλ έκλεισε η προβολή μιας σπάνιας αλβανικής ταινίας του Βίκτορ Τζίκα με θέμα τη μουσική της νότιας Αλβανίας την περίοδο της ιταλικής κατοχής. Επρόκειτο για το φιλμ «Gjeneral Gramafoni», γυρισμένο στα τέλη της δεκαετίας του 1970, που λογοκρίθηκε από το καθεστώς του Χότζα και που προλόγισε στην Κόνιτσα η Εστερ Τζίκα, κόρη του σκηνοθέτη. Με εντυπωσίασε αυτό το δείγμα από την κινηματογραφία μιας χώρας με την οποία παρότι συνορεύουμε, δεν είναι ευρέως γνωστή εδώ. Το ασπρόμαυρο αμιγώς νεορεαλιστικό φιλμ εστίαζε στην ιστορία ενός ταλαντούχου κλαρινετίστα και της ομάδας του και στις πιέσεις που δέχονταν για να σταματήσουν να παίζουν αλβανική παραδοσιακή μουσική εξαιτίας των ιταλικών φασιστικών τραγουδιών, που αποκτούσαν μεγάλη δημοφιλία το διάστημα της μοναρχικής διακυβέρνησης της χώρας από τον βασιλιά Ζογ. Λεπτομέρεια: ο βασιλιάς Ζογ ήταν αυτός που συνθηκολόγησε και παρέδωσε την κυριαρχία της χώρας του στην Ιταλία του Μουσολίνι.


Το Σάββατο 29/6, δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε αλλά και να συμμετάσχουμε σε workshop για το παραδοσιακό τραγούδι της Κροατίας στην πλατεία της Κόνιτσας. Μας μοιράστηκαν τα λόγια παραδοσιακών τραγουδιών στην κροατική γλώσσα και κληθήκαμε να τα τραγουδήσουμε μαζί με τα κορίτσια του γυναικείου πολυφωνικού συγκροτήματος Fige. Ηταν μια απόπειρα, χαριτωμένη αν μη τι άλλο, κατανόησης των εννοιολογικών στοιχείων του παραδοσιακού τραγουδιού της Κροατίας και πιο συγκεκριμένα της φωνητικής και μελωδικής δομής του. Ετσι, εκτός από τη σύντομη παρουσίαση του σχήματος Fige, του ρεπερτορίου και των μεθόδων εργασίας του, συζητήσαμε ακόμη και για το νόημα των στίχων των τραγουδιών τους, κάτι που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον. Το βραδινό μουσικό πρόγραμμα, στο οποίο απολαύσαμε τις Fige επί σκηνής, ήταν μοιραία εμπλουτισμένο με πιο σύγχρονα ακούσματα, πάντα σε σχέση με την παράδοση. Ο Ανταμ Σεμιγιάλατς, Κροάτης τραγουδοποιός, περφόρμερ και πολυοργανίστας, βγήκε στη σκηνή με τις Fige παρουσιάζοντας συνθέσεις του που έμπλεκαν την κροατική παράδοση με τα αμερικανικά μπλουζ του Μισισιπή. Εχοντας την ευκαιρία να πάρω συνέντευξη από τον Σεμιγιάλατς, μου είπε πως στην Κροατία αυτήν τη στιγμή γίνεται μια αισχρή προσπάθεια για να ξαναγραφτεί η Ιστορία, απαλείφοντας από τα σχολικά βιβλία κάθε αναφορά στην αντιναζιστική δράση και στον αγώνα των παρτιζάνων την περίοδο του Β΄ ΠΠ. Γι’ αυτό τον λόγο, όπως μου εξήγησε, επέλεξε να εκφράσει την πραγματική κατάσταση των ανθρώπων στη χώρα του μέσα από τον πόνο των αμερικανικών μπλουζ και σπιρίτσουαλ, συνεργαζόμενος μ’ ένα γυναικείο πολυφωνικό σχήμα στην απόδοση των τραγουδιών. Και γι’ αυτό ακριβώς είδα Κροάτες, που επίσης είχαν έρθει στην Κόνιτσα, να τραγουδούν τα τραγούδια στη γλώσσα τους με υψωμένη γροθιά.

Ακολούθησε η Nova Prespa Band από τις Πρέσπες της Βόρειας Μακεδονίας με τον Πάνο Σκούτερη, τον Aurel Qirjo και Ηπειρώτες μουσικούς να ξεσηκώνουν τον κόσμο με τα πολλά χάλκινα πνευστά τους και τον συμπαγή βαλκανικό ήχο τους. Η προβολή που έκλεισε τις εκδηλώσεις της ημέρας ήταν μιας ελληνικής ταινίας, του «Ενθύμιον/Μια ωδή στην Ηπειρο» του Νίκου Ζιώγα. Στο μεταίχμιο μυθοπλασίας και μουσικού ντοκιμαντέρ, το φιλμ αφορούσε το πέρασμα του χρόνου με τις αλλαγές που επέρχονται στην παράδοση και τη μουσική ενός χωριού της Θεσπρωτίας.

Alkyone και δεξιοτέχνες του ζουρνά

Το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, τρίτης και τελευταίας του φεστιβάλ, περιλάμβανε μεσημεριανό γεύμα σε ένα απ’ τα ομορφότερα χωριά της ορεινής Κόνιτσας στα χίλια μέτρα υψόμετρο, εκεί όπου ακόμη δεν έχουν «εισβάλει» οι τουρίστες, εν αντιθέσει λόγου χάριν με τα πιο διάσημα παρακείμενα Ζαγοροχώρια. Υπήρχε ανυπομονησία για τις βραδινές εκδηλώσεις, αφού θα τις άνοιγε η Alkyone με τους δύο μουσικούς της. Γνωστή από τις συνεργασίες της με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τη Μαρία Φαραντούρη και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, η Alkyone παρουσίασε ένα πρόγραμμα-ορισμό του indie/folk, κάτι μεταξύ Μαρίζας Κωχ, Incredible String Band, Θανάση Παπακωνσταντίνου και Loreena McKennitt. Με την αιθέρια φωνή της, ένα τσέλο και μια ηλεκτρική κιθάρα, η Alkyone μας ταξίδεψε από την Ηπειρο και τη Μικρά Ασία μέχρι την Εδεσσα και την Κάτω Ιταλία ερμηνεύοντας «πειραγμένα» γνωστά δημοτικά τραγούδια, σαν τη «Λαφίνα» και «Τα παιδιά της Σαμαρίνας». Για μένα, που οι αρχέγονες Balkan μουσικές δεν ανήκουν στο προσωπικό μου γούστο –στην καθημερινότητά μου τουλάχιστον–, το σετ της Alkyone ήταν η καλύτερη συμμετοχή στο φεστιβάλ, δίνοντας επίσης την ευκαιρία στους πολλούς ξένους παρευρισκόμενους να πάρουν μια γεύση από τη μετεξέλιξη της εγχώριας παραδοσιακής μουσικής στη σημερινή εποχή. Σε ένα κομμάτι, μάλιστα, τη συνόδευσε με το ακορντεόν του ο πατέρας της, ο «άνθρωπος που με μύησε στη μουσική», όπως μας είπε η ίδια, αποσπώντας το πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού.

Συνοδευόμενη από ένα τσέλο και μια κιθάρα η Alkyone ερμήνευσε με την αιθέρια φωνή της «πειραγμένα» γνωστά δημοτικά τραγούδια

Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, που θα έκλεινε το φεστιβάλ, στη σκηνή βγήκαν τέσσερις Ρομά δεξιοτέχνες του ζουρνά με επικεφαλής τον Σαμίρ Κουρτόβ από τη νοτιοδυτική Βουλγαρία. Αρχικά βρήκα λίγο… βάρβαρο να περνάς από τη χαμηλότονη ηλεκτροακουστική φολκ της Alkyone στον ξέφρενο πανηγυριώτικο ήχο των Βουλγαρορομά μουσικών. Δεν θα γινόταν όμως να έκλεινε υποτονικά ένα φεστιβάλ με βασικό συστατικό τον διονυσιασμό από ένα γλέντι αλά παλαιά – πολύ παλαιά, όμως. Βοήθησε πολύ και το γνωστό από τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς «Ederlezi» που έπαιξαν οι Ρομά μουσικοί ανάμεσα στον κόσμο. Και τότε ξανάδα ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων, Ελληνες, Κροάτες, Αλβανούς και Βούλγαρους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να αγκαλιάζονται και να σέρνουν τον χορό με σημείο συνάντησής τους την τέχνη της μουσικής, η οποία δεν καταλαβαίνει από σύνορα και εθνοτικούς διαχωρισμούς. Αξίζει να σημειωθεί πως μια γεύση από τη μουσική των Βούλγαρων Ρομά είχαμε πάρει από το προηγούμενο βράδυ, όταν ήταν ομοτράπεζοί μας στην ταβέρνα.

Τα κορίτσια του γυναικείου πολυφωνικού σχήματος Fige από την Κροατία

Εκεί ακριβώς έγκειται και η απήχηση του συγκεκριμένου φεστιβάλ, στην παρουσίαση αρχέγονων μουσικών από τα Βαλκάνια που συγγενεύουν μεταξύ τους με κοινά μορφολογικά χαρακτηριστικά. Στο σημείο αυτό, βέβαια, θα πρέπει να πούμε και κάτι άλλο: ο Κρίστοφερ Κινγκ εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ με ένα μαύρο μπλουζάκι πάνω στο οποίο αναγραφόταν μία λέξη χωρισμένη σε τρεις: «Νεο – κρυφο – αποικιοκράτης». Τι ήθελε να πει ο ποιητής; Ισως ήταν μια χιουμοριστική απάντηση στις φωνές από την ελληνική μουσικολογική κοινότητα που τον αμφισβητούν και ισχυρίζονται πως ο Αμερικανός συλλέκτης δίσκων και μουσικός παραγωγός κρατάει μόνο το στείρο φολκλόρ περίβλημα της συγκεκριμένης μουσικής, μην εμβαθύνοντας στην πολιτισμική και κυρίως την πολιτική της διάσταση. Με τον Κρίστοφερ Κινγκ είχα την ευκαιρία να συζητήσουμε για όλα αυτά σε μια συνέντευξη που θα δημοσιευτεί προσεχώς. Και προσωπικά θεωρώ τρομερά σημαντικό να συρρέουν πλήθη ανθρώπων όχι μόνο από την Ηπειρο και την Αθήνα, αλλά και από τις γειτονικές χώρες για να παρακολουθήσουν μουσικούς να παίζουν live τις παραδοσιακές μουσικές και τα τραγούδια τους. Το φεστιβάλ συν τοις άλλοις δεν απευθύνεται σε ένα κλειστό κύκλωμα ερευνητών της ηπειρώτικης μουσικής ή «ταγμένων» διανοουμένων της, αλλά σ’ ένα λαϊκό κοινό που ενδεχομένως έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τέτοιου είδους αρχαϊκά ακούσματα. Ακούσματα που αντανακλούν επίσης ένα μωσαϊκό διαφορετικών εθνοτήτων, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων της ευρύτερης περιοχής των νότιων Βαλκανίων.

Ολα αυτά προτού καταρρεύσει η πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία και προκύψουν τα σημερινά εθνικά σύνορα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οσο τα σύνορα παγιώνονταν και οι πληθυσμοί μετακινούνταν τόσο οι μουσικές αποκτούσαν εθνικά χαρακτηριστικά, παρακάμπτοντας τα εθνοτικά. Το φεστιβάλ «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ’24: Οι μουσικές κουλτούρες των νότιων Βαλκανίων» διερεύνησε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά πώς οι παραδόσεις αναπτύχθηκαν, αφομοιώθηκαν και μετεξελίχτηκαν κατά τον 21ο αιώνα.

Documento Newsletter