Τα τρένα που φύγαν ψήφους μού παίρνουνε

Τα τρένα που φύγαν ψήφους μού παίρνουνε

Eχουν γίνει ένα σωρό σημαντικά ή ασήμαντα υπουργικά συμβούλια για τα οποία οι φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν είναι ελάχιστες. Ενας Μητσοτάκης που βγάζει λόγο, ένας Μητσοτάκης που χασκογελάει, ένας Μητσοτάκης που κάτι δείχνει και δυο τρία πλάνα υπουργών που τον παρακολουθούν. Αυτά και πάπαλα.

Και αίφνης στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την τραγωδία στα Τέμπη, κατόπιν της οργής που πλημμύρισε τους δρόμους όλης της χώρας και της κατακραυγής από παντού, ο φωτογράφος πιάνει στασίδι και βγάζει φωτογραφία τους πάντες και τα πάντα από κάθε δυνατή γωνία, ώστε να μην υπάρξει άνθρωπος που δεν θα δει τις φάτσες των υπουργών οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν πλαντάξει στο κλάμα και ήταν έτοιμοι να πάθουν εγκεφαλικό.

Ηταν τόσο στενοχωρημένοι όλοι αυτοί οι τύποι και οι τύπισσες που νόμιζε κανείς ότι μόλις εκείνη τη στιγμή είχαν πληροφορηθεί την τραγωδία και είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν το μέγεθός της. Σαν να μην ήταν αυτοί οι ίδιοι που –έστω χωρίς τις συνήθεις τσιρίδες– είχαν ήδη βγει αρκετές φορές χωρίς να σπαράζουν στο κλάμα σε κανάλια και ραδιόφωνα για να μας πουν το αφήγημα ημέρας του Μαξίμου. Σαν να μην είχαν σπεύσει πολύ ψύχραιμα να υπερασπιστούν τους διάφορους Πρετεντέρηδες και Πορτοσάλτε, που κι εκείνοι βέβαια είχαν σπεύσει να υπερασπίσουν με αισχρότητες και αήθεις εξυπνακισμούς το σύστημα της ιδιοτέλειας. Κράτα με να σε κρατώ δηλαδή να ανεβούμε το βουνό.

Αλλά δεν πρόκειται! Καμιά κυβέρνηση που κρατάει τη στάση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και παλινωδεί από την «κακιά ώρα» στην «αντικειμενική ευθύνη» ενός και μόνο υπουργού και από τις υποκριτικές συγγνώμες στα «ανακαλέστε την ερώτησή σας», για να καταλήξει να κρύβεται πίσω από φωτογραφίες με κλαμένες φάτσες υπουργών, δεν μπορεί να αποφύγει την πληρωμή του πολιτικού λογαριασμού που έχει ήδη εκδοθεί.

Γιατί υπάρχουν στιγμές και γεγονότα τόσο κρίσιμα που αλλάζουν όλο το πολιτικό σκηνικό και υπό ορισμένες προϋποθέσεις όλη την κοινωνία. Και η τραγωδία των Τεμπών είναι ένα από αυτά τα γεγονότα.

Προ Τεμπών η κυβέρνηση Μητσοτάκη μπορούσε να ελπίζει ότι με μερικά επιδόματα, ορισμένες προσλήψεις, μπόλικη καταστολή και πολλές υποσχέσεις γι’ αυτό ή εκείνο που τάχα θα γίνουν στο μέλλον ίσως και να τη σκαπούλαρε.

Κατόπιν Τεμπών, όμως, όλα αυτά φαίνονται όπως ακριβώς ήταν πάντοτε: μικρότητες, τεχνάσματα και επικοινωνιακά τερτίπια. Και η κυβέρνηση ό,τι κι αν κάνει πλέον θα φαίνεται αυτό που από την πρώτη στιγμή ήταν: ιδιοτελής, έρμαιο των συμφερόντων και ακραία διχαστική.

Αλλά πια δεν υπάρχουν περιθώρια για τέτοιες «πολιτικές» και τέτοιους

«εκπροσώπους». Κι αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουν οι πάντες. Γιατί το σύστημα στο οποίο κόβουν και ράβουν κάποιοι «από πάνω», αδιαφορώντας για τη ζωή των «αποκάτω», έχει αρχίσει να μετράει μέρες. Και οι τάχα μου κλαμένες φάτσες στο υπουργικό συμβούλιο κάνουν αυτές τις μέρες ακόμη λιγότερες.

Οι αμερικανόφερτοι σύμβουλοι του πρωθυπουργού μάλλον δεν ξέρουν την ελληνική παροιμία «Οποιος βιάζεται σκοντάφτει». Η βιαστική τηλεοπτική εμφάνιση, μετά το έγκλημα στα Τέμπη και τον ορυμαγδό των αποκαλύψεων για τις αμαρτωλές συμβάσεις, το κακοδιατηρημένο δίκτυο και τις πρώιμες αλλά αναπάντητες καταγγελίες, αποδείχτηκε φιάσκο. Οι κολαούζοι λοιπόν που αντιλήφθηκαν ότι χιλιάδες κραυγές θυμού άρχισαν να υψώνονται για κάθε λεπτό των τεσσάρων χρόνων που είχαν σιωπήσει τον προέτρεψαν να αποχωρήσει από το παράλληλο σύμπαν του Μαξίμου και να κατέβει στον «λαό». Γιατί όποια κι αν είναι η ερώτηση, η επικοινωνία είναι η απάντηση.

Μια ανάρτηση στο FB θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αμορτισέρ και να απορροφήσει τους κραδασμούς της γενικευμένης θλίψης και αγανάκτησης. Κατάλαβαν ότι με ένα επιπλέον τηλεοπτικό μήνυμα δεν θα έπειθε ούτε η φωτογένεια της αξυρισιάς ούτε η ψευδεπίγραφη συγκίνηση, που το πολύ να του χάριζε το Χρυσό Βατόμουρο αλλά σε καμία περίπτωση το Οσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου. Στην ανάρτησή του επομένως απευθύνθηκε ως Μητσοτάκης σε εξομολογητικό τόνο. Επειδή όμως ο τρόπος γραφής είναι και ενδεικτικός του τρόπου θέασης του κόσμου, ξεκίνησε με την επίκληση στο συναίσθημα για να ταυτιστεί με την κοινή γνώμη και να προχωρήσει στη συνέχεια ακάθεκτος στο damage control. Ενας δήθεν διακεκομμένος λυγμός για να αναχαιτίσει τα πεπραγμένα του: ζωή με κουπόνια και θάνατος με εισιτήριο. Ακολουθεί συγγνώμη γραμμένη με κεφαλαία στο πλαίσιο του επικοινωνιακού τρικ και της επανόρθωσης των προηγούμενων δηλώσεων. Οταν βέβαια αυτή έρχεται ως αργοπορημένος

νεκροπομπός μόνο ως αίτημα για επιείκεια μπορεί να εκληφθεί. Αν είχε διαβάσει τη Χάνα Αρεντ, θα ήξερε ότι «το αντίβαρο της συγγνώμης είναι η τιμωρία. Και η μία και η άλλη έχουν κοινό χαρακτηριστικό την προσπάθεια να θέσουν τέρμα σε κάτι το οποίο χωρίς κάποια παρέμβαση θα μπορούσε να συνεχίζεται διαρκώς». Καταφεύγει κατόπιν στην τακτική του σπουδαρχίδη που μοιράζει υποσχέσεις, φυσικά στον α΄ ενικό της μεγαλοπρεπείας. Στην τεχνογνωσία που θα ζητήσει από φιλικές χώρες παρέλειψε ωστόσο την αίτηση πολιτικού ασύλου που ενδεχομένως να χρειαστεί.

Τιμώντας μάλιστα το προσωνύμιο του Μωυσή που λειτουργούσε ως πληρεξούσιος του Θεού, ομιλεί εκ μέρους των προηγούμενων κυβερνήσεων. Στο δικαιικό σύστημα αυτό ονομάζεται διάχυση ευθύνης. Η εντολή λοιπόν στον Ντογιάκο, καταστρατηγώντας κατάφωρα τη διάκριση των εξουσιών, αποτελεί το

επιστέγασμα της δεινής θέσης που βρίσκεται. Ο ανώτατος δικαστικός, εκτελώντας το καθήκον του, ζήτησε ήδη τη δικογραφία για το ναυάγιο των Αντικυθήρων.

Και αυτό το προεκλογικό λογύδριο, χωρίς καμία ομολογία ενοχής, κλείνει με την υπενθύμιση για την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Το διά ταύτα είναι ότι πρέπει οπωσδήποτε να συγκρατηθούν οι ψήφοι των πιστών και να μη διολισθήσουν στους Βελόπουλους.

Οταν ρώτησαν τον κ. Κόυνερ του Μπρεχτ «Τι κάνετε τώρα;» εκείνος απάντησε: «Ετοιμάζω το επόμενο λάθος μου». Ο Μητσοτάκης αφελώς πιστεύει ότι και οι πολίτες ετοιμάζονται για το επόμενο λάθος τους, να τον ξαναψηφίσουν. Δεν είδε όμως ότι στην πίσω πλευρά των πανό στις διαδηλώσεις ήταν γραμμένοι οι στίχοι του Αναγνωστάκη: «Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος, η ζημιά ήτανε στο ζύγι, πάντα φταίει κάποιος άλλος».

Documento Newsletter