Τα τελευταία χρόνια συνηθίζεται πολύ στην ελληνική τηλεόραση ο πολιτικός λόγος να μη βρίσκει αντίλογο. Αρκετοί είναι οι δημοσιογράφοι που θεωρούν αυτονόητο να έχουν ρόλο διακοσμητικό, κάνοντας απλώς ερωτήσειςπάσες που θα διευκολύνουν το αφήγημα του εκάστοτε προσκεκλημένου. Κάπως έτσι, όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά για τα Τέμπη, δεν χρειάζεται να απαντήσει σε καμία ερώτηση που θα τον φέρει σε δύσκολη θέση. Αντιστοίχως ο Μάκης Βορίδης και ο Άδωνης Γεωργιάδης μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, όπως ότι η χώρα έχει σημαντικότερα προβλήματα από τα Τέμπη ή ότι όποιος διαδηλώνει ανήκει σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Oλα αυτά μπορούν και τα λένε βέβαια γιατί γνωρίζουν πως τους επιτρέπεται. Αλλωστε η τιμή της δημοσιογραφίας έχει χαθεί από καιρό. Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά; Oτι όσα δεν λένε οι δημοσιογράφοι γιατί φοβούνται να μη διαταράξουν ισορροπίες (ευτυχώς υπάρχουν λαμπρότατες εξαιρέσεις) τα λένε πλέον οι σατιρικές εκπομπές που τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει η φωνή του πολίτη.
Δεν είναι όμως δουλειά του Λάκη Λαζόπουλου και του Αντώνη Κανάκη να κάνουν έρευνα, να συγκεντρώνουν στοιχεία και να βγάζουν ειδήσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στις πλατφόρμες των social media, όπου καλλιτέχνες όπως ο Χριστόφορος Ζαραλίκος και ο Αριστοτέλης Ρήγας αρθρώνουν πολιτικό λόγο εκφράζοντας απορίες για όσα συνέβησαν τη νύχτα της σύγκρουσης. Δεν έχουν καμία υποχρέωση να το κάνουν, διότι η σάτιρα δεν υποχρεούται να πάρει τη θέση της τέταρτης εξουσίας. Το κάνουν όμως γιατί μπορούν ακόμη να αφουγκράζονται την κοινωνία. Προφανώς νιώθουν ότι η οργή είναι έτοιμη να ξεχειλίσει καθώς δύο χρόνια μετά το δυστύχημα δεν έχουν δοθεί ακόμη απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα. Και το κάνουν τη στιγμή που άλλοι προσπαθούν να πείσουν τους συγγενείς των θυμάτων να μη φωνάζουν πολύ για να μην ενοχλούν τους νεκρούς τους.